0
1
σχόλια
2450
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Μια τσαλακωμένη επιστολή έκανε την Ελένη Ξένου να γράψει αυτό το κείμενο σε α πρόσωπο
 

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
21 Νοεμβρίου 2017
ΕΙΧΑ ΚΛΕΙΣΜΕΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΣΤΟΝ ΜΑΤΘΑΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ. Ήτανε μια απόλυτα ανοιξιάτικη μέρα, «θα πάμε να φάμε στον ήλιο», είπα στη μάνα μου και στον πατέρα μου, «θα σας κάνω εγώ το τραπέζι», τους πρόσταξα, ήτανε άλλωστε τα γενέθλιά μου, τους χρωστούσα ένα μεσημεριανό, όπως τους χρωστούσα κι άλλα πολλά που δεν χωρούσαν σε ένα πιάτο με φακές. Ήθελα όμως να φάμε κάτι μαγειρευτό, να ‘ναι δηλαδή από κείνες τις μέρες που όλα μυρίζουνε ζεστασιά σπιτική, όπως μια αγκαλιά που θες να ‘σαι σίγουρος πως θα τη μεταφέρεις και στον επόμενό σου χρόνο.

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΔΕΧΤΗΚΑ ΕΝΑ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ από τη γραμματέα του διευθυντή μου. «Έχεις μια επιστολή», μου είπε, «νομίζω πως πρέπει να’ ρθεις τώρα να την παραλάβεις», συμπλήρωσε με ύφος τόσο επιτακτικό που δεν μου άφηνε κανένα άλλο περιθώριο παρά να μετατρέψω την υποψία σε βεβαιότητα. Η επιστολή ήτανε χειρόγραφη, σε Α4 χαρτί, από κείνα που κόβεις άτσαλα από ένα μεγάλο σημειωματάριο για να γράψεις τη λίστα με τα «things to do» της ημέρας. Τσαλακωμένη, με τα γράμματα κεφαλαία και με τις λέξεις να μην υπακούν στις γραμμές, φανέρωνε έναν άνθρωπο που πάσκιζε, αναμέσα στα κόμματα και στις τελείες του, να παραμείνει κρυμμένος. Μια πρόταση ήτανε όλη και όλη, που επεκτεινότανε σε ολόκληρη τη σελίδα και μου γνωστοποιούσε την απόλυσή μου.

ΕΦΤΑΣΑ ΣΤΟΝ ΜΑΤΘΑΙΟ ΜΕ ΕΝΑ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ. Η μάνα μου είχε ήδη παραγγείλει τις σαλάτες και ο πατέρας μου κάπνιζε την πίπα του αφήνοντας τον καπνό να σμίγει με τη μυρωδιά του βασιλικού. «Χρόνια σου πολλά», μου είπαν σχεδόν ταυτόχρονα, «να ‘σαι πάντα γερή Ελενίτσα», μου φώναξε ο Ματθαίος από την κουζίνα. Είχα προαποφασίσει να μην τους το πω, γιατί η μέρα ήτανε για γιορτή και δεν ήθελα να αφήσω τίποτα να νικήσει τη γιορτή, ούτε και κείνη την παιδική σχεδόν διάθεση με την οποία χαιρόμουνα κάθε χρόνο τα γενέθλιά μου. Δεν ήταν όμως μόνο γι’ αυτό. Ήταν και γιατί ήξερα πως εκείνοι δύσκολα θα διαχειρίζονταν τον φόβο τους για το δικό μου αύριο, μια ζωή άλλωστε πάλευαν, όπως ήξεραν και μπορούσαν, για να ‘χω το αύριό μου εξασφαλισμένο, δεν τους περνούσε λοιπόν, ούτε ξυστά από το μυαλό, πως μετά από σχεδόν 20 χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά, θα ‘ρχότανε η μέρα όπου μια τσαλακωμένη χειρόγραφη επιστολή θα με μετέφερε ξαφνικά στην ομάδα των ανέργων.

«ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ», ΕΠΕΜΕΝΕ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ μόλις είχα τελειώσει τις σπουδές μου στη Νομική. «Εκεί θα ‘σαι εξασφαλισμένη», υπογράμμιζε και φρόντιζε μάλιστα να επαναφέρει το θέμα κάθε φορά που με έβλεπε να δουλεύω ακανόνιστες ώρες και να ταυτίζω σταδιακά τη δουλειά με τη ζωή, εναποθέτοντας όνειρα, προσδοκίες, συναισθήματα και εμπειρίες μέσα σε τυπωμένες λέξεις. «Δεν είναι μόνο η δουλειά. Δες και λίγο τη ζωή σου», επέμενε με ύφος που μαρτυρούσε όλες τις ανησυχίες της και γω δεν μπορούσα να της εξηγήσω πως γράφοντας ήταν για μένα ο τρόπος να καταλαβαίνω καλύτερα τον εαυτό μου και τον κόσμο. Ο πατέρας μου, από την άλλη, αισθανόταν πως ήμουνα η δική του προέκταση, έστω κι αν δεν ήθελα να ασχοληθώ με την πολιτική δημοσιογραφία, έστω κι αν οι δικές του εμπειρίες -τις οποίες μου περιέγραφε συνήθως τα μεσημέρια της Κυριακής- έμοιαζαν περισσότερο με οδηγίες πώς να προσέχω από τις κακοτοπιές του χώρου. «Τη μόνη εκτίμηση που πρέπει να εμπιστεύεσαι είναι του κόσμου που θα σε διαβάζει», μου έλεγε συχνά-πυκνά και εννοούσε πολύ περισσότερα από όσα χωρούσε αυτή η διαπίστωση.

ΦΑΓΑΜΕ ΦΑΚΕΣ ΚΑΙ ΦΑΣΟΛΙΑ ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΜΑΣ ΚΕΡΑΣΕ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΑΦΕ ο Ματθαίος μαζί με σπιτικό γλυκό. «Θα’ ρθούμε το απόγευμα στο σπίτι σου», μου είπε η μάνα μου λίγο πριν φύγουμε. «Θα ‘ρθούμε με την αδελφή σου να φυτέψουμε καινούργια φυτά στην αυλή, αυτό θα ‘ναι το δώρο μας για τα γενέθλιά σου». Το απόγευμα η αυλή μου γέμισε από χώμα και μικρά γλαστράκια γεμάτα από χρωματιστά λουλούδια. «Ήρθανε ξανά τα χελιδόνια σου», έκανε σχόλιο η αδελφή μου παρατηρώντας τη φωλιά στην ξύλινη σκεπή της αυλής. Ούτε και σε κείνη δεν ήθελα να πω τίποτα, γιατί ήμουνα σίγουρη πως η πρώτη της αντίδραση θα ‘τανε ένα δυνατό κλάμα και δεν ήθελα να ποτιστεί το δώρο που διάλεξε για μένα με τα δάκρυα μιας πίκρας.

ΟΣΟ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ ΦΡΟΝΤΙΖΑΝ ΤΑ ΦΥΤΑ και συζητούσανε τη διαρρύθμιση του κήπου, καθόμουνα με τις φίλες μου στον καναπέ και μιλούσαμε ψιθυριστά για το σοκ της απόλυσης, συνειδητοποιώντας πως μπήκαμε ήδη, με έναν τρόπο βίαιο, στην εποχή της αβεβαιότητας, η οποία ακύρωνε με απρόβλεπτες ταχύτητες ό,τι καταχωρούσε ο καθένας μας σαν δεδομένο. Έβλεπα στα μάτια τους τον φόβο, ένα φόβο που δεν προερχόταν μόνο από την έγνοια τους για το δικό μου αύριο, αλλά και για το δικό τους και αντιλαμβανόμουνα πως στις επόμενες μέρες, ίσως και μήνες, θα έπρεπε να συνηθίσω αυτή τη νέα μου «ιδιότητα»: Να αντανακλούνται στο πρόσωπό μου οι φόβοι της εποχής, γιατί ήμουνα πια ένα απτό παράδειγμα τι μπορεί να συμβεί στον καθένα που για χρόνια επένδυε στη δουλειά του και που ποτέ δεν του περνούσε από το μυαλό πως μια καλή πρωία, χωρίς εξήγηση, χωρίς λόγο, χωρίς κάποια αιτία που έχει να κάνει με τις ικανότητες  ή με την προσφορά του, θα βρισκόταν έξω από την πόρτα της εταιρείας.

ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΛΟΙΠΟΝ ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΡΕΥΕ να επαναπροσδιο-ρίσουμε τις προτεραιότητές μας, αλλιώς δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε την άκρη. Και όχι μόνο την άκρη με τα λεφτά, με τη δουλειά, με τις δόσεις, με τις εξισώσεις μας, αλλά με το τι τελικά καταχωρεί ο καθένας σαν ουσία. Ώστε, αν μην τι άλλο, να υπάρξει κάποιο νόημα σ’ αυτή την ανατροπή που αναποδογυρίζει την καθημερινότητα και τις προσδοκίες μας.

Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΑΥΤΟΥ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΣΥΝΕΧΕΣ ΠΑΙΔΕΜΑ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ, το οποίο προϋποθέτει ένα συνεχές παίδεμα με τις έννοιες, το οποίο προϋποθέτει ένα συνεχές παίδεμα με αυτό που ονομάζουμε ζωή. Γιατί αν δεν έχεις τίποτα να πεις, τότε δεν πρέπει -όπως έγραψε ο σπουδαίος Κώστας Μόντης- να ενοχλείς τις λέξεις. Θυμάμαι τον πρώτο καιρό που άρχισα να δουλεύω σαν δημοσιογράφος. Μια παρέα είμαστε όλοι και όλοι, που είχαμε κέφι και διάθεση να φτιάξουμε κάτι καινούργιο. Δουλεύαμε άπειρες ώρες αλλά δεν μας ένοιαζε, γιατί αυτές τις ώρες δεν τις λογαριάζαμε σαν σπατάλη χρόνου, αλλά σαν μια πολύτιμη εμπειρία που κάπου καλά θα μας έβγαζε, κάτι επιπλέον θα μας μάθαινε, σε κάποια άλλη θέα θα μας οδηγούσε.

ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ, ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, ΘΥΜΑΜΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΦΘΑΝΕΙ Η ΝΕΑ ΦΟΥΡΝΙΑ των «γραφιάδων» στα γραφεία μας. Νέα παιδιά με ταλέντο που ήξεραν να παιδεύουν και να παιδεύονται με τις λέξεις και δεν τους ένοιαζε τόσο το μηνιάτικό τους, όσο να εξελίσσουν τη γραφή τους και να εξελίσσονται μέσα από αυτήν. Και αισθανόμουνα τυχερή γιατί δούλευα σε μια εταιρεία, η οποία αναγνώριζε πως πρέπει να δίνει τον χώρο και τον χρόνο στους δημιουργικούς ανθρώπους να προχωράνε μπροστά και αυτό το μπροστά να το oρίζει σαν στόχο της. Όλοι νιώθαμε τόσο δεμένοι, ώστε η πιθανότητα της αποδέσμευσης να μοιάζει κάτι απίθανο και μακρινό και σίγουρα κάτι το οποίο κανείς δεν ευχόταν, όχι μόνο γιατί είχαμε ανάγκη τον μισθό, αλλά γιατί είχαμε κυρίως ανάγκη να ανήκουμε σε έναν όμιλο που είχε τη διάθεση να επενδύει σε μια αισθητική ουσίας.

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΦΑΝΤΑΣΤΗΚΑ ΟΤΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ θα ήταν μια τσαλακωμένη και ακαλαίσθητη χειρόγραφη επιστολή. Δηλαδή ποτέ δεν φαντάστηκα πως θα ερχόταν μια εποχή, όπου δεν θα υπήρχε το θάρρος και η μαγκιά να σε κοιτάξει ο άλλος στα μάτια προτού σε διαγράψει. Όπως ποτέ δεν φαντάστηκα πως η κατάληξη εκείνων των «νέων παιδιών», στα οποία άξιζε να επενδύσει κανείς στο ταλέντο και στο μεράκι τους, θα ήταν τελικά ο εγκλωβισμός τους σε μια συνεχόμενη και ψυχοφθόρα ανασφάλεια, η οποία δεν εκπορευόταν μόνο από τα δεδομένα της εποχής, αλλά και από τη θλιβερή διαπίστωση πως μπορούσε πια ο οποιοσδήποτε βρίσκεται σε θέση ισχύος να σε ακυρώνει σύμφωνα με τη δική του κοντόφθαλμη κρίση, την οποία καμούφλαρε πίσω από το άλλοθι της οικονομικής κρίσης.

ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΔΗΛΑΔΗ, ΠΟΥ ΕΠΕΛΕΞΑΝ ΝΑ ΣΤΕΡΟΥΝ ΧΡΟΝΟ από την οικογένειά τους, προκειμένου να παραμείνουν συνεπείς σ’ αυτό που διάλεξαν για δουλειά και εξέλιξή τους, έρχονταν ξαφνικά αντιμέτωποι με τη συνειδητοποίηση ότι μπορούσε ανά πάσα στιγμή ο οποιοσδήποτε δεν τα βρήκε με τις εξισώσεις του, να τους μετατρέπει σε αριθμούς, επιμένοντας μάλιστα να τους μεταφέρει και ένα αίσθημα οφειλής. Ότι οφείλουν να είναι «ευτυχείς» με τις οποιεσδήποτε νέες συνθήκες, διότι δεν έχουν καμία άλλη επιλογή παρά να επιτρέπουν την έλλειψη σεβασμού στο πρόσωπό τους και τον κλονισμό της αξιοπρέπειάς τους, λες και φέρουν ευθύνη επειδή επένδυσαν τις προσδοκίες τους σε μια εταιρεία η οποία, ερήμην τους, γινόταν σταδιακά λιγότερη των προσδοκιών τους. Λες και δεν ήταν χάρη στο μεράκι αυτών των ανθρώπων (που τώρα πρέπει να αισθάνονται ευγνώμονες), που οφειλόταν η πάλαι ποτέ πολυδιαφημιζόμενη σοβαρότητα, ποιότητα και εγκυρότητα της εταιρείας. Λες και δεν ήταν οι υπογραφές αυτών των ανθρώπων που επέτρεπαν στην εταιρεία να ανεβάζει τον πήχη της και να καμαρώνει για τους μεγαλεπήβολους στόχους της.

ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ ΒΡΕΘΗΚΑ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ. Και επειδή έχω την πολυτέλεια να είμαι σε καλύτερη θέση από τους ανέργους με οικογένεια, οφείλω -όπως κάποτε με είχε συμβουλεύσει ο φίλος μου συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης- να λειτουργήσω σαν αλεξικέραυνο του φόβου και του πανικού. Γι’ αυτό και γράφω αυτό το επετειακό κείμενο. Για να σας πω πως μέσα σ’ αυτό τον ένα χρόνο διαπίστωσα πως εκείνη η τσαλακωμένη επιστολή δεν μου έκλεισε τις πόρτες, αλλά μου τις άνοιξε διάπλατα, επιτρέποντάς μου να συνειδητοποιήσω πως όταν διαχωρίζεις τη ζωή σου από ανθρώπους και καταστάσεις που σου υπαγορεύουν συνεχώς πως οι επιλογές σου είναι περιορισμένες, τότε η ζωή κάποια στιγμή θα στο εξαργυρώσει διαψεύδοντας τους.

ΚΑΙ, ΝΑΙ, ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΤΡΙΜΩΓΜΑ όταν μένεις άνεργος, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης γι’ αυτούς που έχουν οικογένειες, υπάρχει φόβος και ανασφάλεια που σου τρώει καθημερινά το στομάχι, αλλά την ίδια ώρα υπάρχει και ένας άλλος κόσμος που ποτέ δε φαντάστηκες ή δεν υπολόγισες ότι υπάρχει, ο οποίος σου αποκαλύπτεται σταδιακά για να σου αποδείξει πως οι επιλογές δεν είναι τόσο περιορισμένες όσο πίστεψες. Αρκεί να δείξεις ευελιξία και να ψάχνεις διαρκώς τρόπους και δρόμους που θα σε οδηγήσουν σε μια καινούργια άκρη. Αρκεί να μη φοβηθείς το αύριο αλλά να το εμπιστευτείς, και ο μόνος τρόπος να το εμπιστευτείς είναι διαχωρίζοντας τη θέση σου από οτιδήποτε σου κλονίζει την αξιοπρέπεια και το δυναμικό που κουβαλάς μέσα σου.

ΚΑΙ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΑΣ ΚΟΥΒΑΛΑ ΕΝΑ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ, το οποίο μάθαμε να υποτιμούμε για χάρη της εξασφάλισης. Τώρα, λοιπόν, που τίποτα και κανένας δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει, το μόνο που απομένει είναι να ψάξουμε ξανά το υλικό που έχουμε μέσα μας, να το βγάλουμε στην επιφάνεια και βάση αυτού να σχηματίσουμε το επόμενό μας βήμα, διαθετειμένοι να υποστούμε τις οποιεσδήποτε θυσίες, οι οποίες είναι πολύ πιο ανώδυνες από το να επιτρέπουμε σε ανθρώπους χωρίς ορίζοντα, να περιορίζουν τον ορίζοντα τον δικό μας και κυρίως των παιδιών μας.

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΦΑΝΤΑΣΤΗΚΑ ΠΩΣ ΘΑ ΥΠΗΡΧΕ ΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ να συνεργαστώ όχι μόνο με ελληνικές ιστοσελίδες αλλά και ξένες, όπως επίσης ποτέ δεν είχα σκεφτεί πως θα ασχολούμουν με τη θεατρική γραφή. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα παρέδιδα ιδιαίτερα μαθήματα δημιουργικής γραφής σε παιδιά, όπως ποτέ δεν φαντάστηκα πως κάτι τέτοιο θα μου πρόσφερε τόση μεγάλη χαρά και ικανοποίηση αλλά και ένα αίσθημα ευθύνης, το οποίο μου υπαγορεύει πως οφείλουμε να μην επιτρέπουμε σε κανένα να τσαλακώνει τα όνειρα και τη φαντασία των παιδιών. Και ούτε έχουμε το δικαίωμα να τους μεταφέρουμε τους φόβους και τις ανασφάλειες τις δικές μας και της εποχής. Κι αν δεν μπορούμε πια να τους προσφέρουμε όσα μπορούσαμε προηγουμένως, ας τους προσφέρουμε, τουλάχιστον, ένα ουσιαστικό μάθημα ζωής. Πως πρέπει να πιστεύουν στον εαυτό τους και να εμπιστεύονται τη ζωή, ώστε να μην επιτρέπουν (όπως επιτρέψαμε εμείς) στις ανασφάλειες και στο φόβο του ρίσκου, να τους εγκλωβίζουν το βλέμμα σε περιορισμένα τετραγωνικά.

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΦΑΝΤΑΣΤΗΚΑ ΟΤΙ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕΡΦΑΡΕΙΣ και να γράφεις τσιτάτα στο φέιμπουκ, αλλά είναι και ένας χώρος όπου μπορείς να εργοδοτηθείς και να έχεις έσοδα. Παράδειγμα μια φίλη μου, επίσης άνεργη, που κατάφερε εδώ και μήνες να τα βγάζει πέρα με συνεργασίες που της πρόσφερε το ίντερνετ σε χώρες μάλιστα στις οποίες δεν έχει καν πατήσει το πόδι της. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι ένας άλλος κολλητός, με οικογένεια και δάνεια και δυο μικρά παιδιά, θα ‘παιρνε την απόφαση να ξεκινήσει από την αρχή, δημιουργώντας το δικό του γραφείο σε μια εποχή όπου οι πλείστοι σού λένε «μη ρισκάρεις». Και όχι μόνο τα κατάφερε, αλλά τις προάλλες με διαβεβαίωσε ότι κερδίζει πολύ περισσότερα χρήματα και δουλεύει πολύ λιγότερες ώρες από ό,τι προηγουμένως.

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΦΑΝΤΑΣΤΗΚΑ ΟΤΙ ΤΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΟΥ ΕΜΑΘΑ ΑΠΟ ΠΑΙΔΙ πως είναι ένα αποκούμπι για τα γεράματά μας, τελικά δεν είναι μόνο για να σε εξασφαλίζει όταν θα’ σαι πια ηλικιωμένος αλλά κυρίως για να σε στηρίζει στις καινούργιες σου αρχές και να σε βοηθά να μετριάζεις τους φόβους σου, προσφέροντάς σου τον χρόνο και τον χώρο να επαναπροσδιορίσεις τα δεδομένα και τα ζητούμενά σου.

«ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΠΟΤΑ», ΜΟΥ ‘ΠΕ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ, όταν πια είχανε φυτευτεί τα λουλούδια μου και όταν πια είχαμε γιορτάσει τα γενέθλιά μου. «Εμείς είμαστε εδώ» μου είπε κι αυτό ήτανε ήδη το πράσινο φως για να πάρω το αμάξι μου και να βγω προς τη μεριά της θάλασσας και του ουρανού. Γιατί δεν χρειάζεσαι τίποτα περισσότερο από την αγάπη των δικών σου ανθρώπων για να σου θυμίσει πως όσο εσύ συνεχίζεις να πατάς γερά στο δικό σου χώμα, δεν μπορεί τίποτα και κανένας να σου ακυρώσει το επόμενό σου βήμα. Ειδικά όταν αυτό το επόμενό σου βήμα είναι πια καθαρό και απαλλαγμένο από θολωμένα βλέμματα και από μυαλά που φοβούνται να κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα.

ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΜΟΥ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΝΑ ΑΝΘΙΖΟΥΝ στην αυλή μου. Τα χελιδόνια και πάλι επέστρεψαν και κάνουν τα πρωινά μου να μοιάζουν με τραγούδια. Τραβάω μια μπλε ξύλινη καρέκλα και την τοποθετώ πλάι στη βουκαμβίλια και στη μικρή μου φοινικιά. Ρίχνω την τσαλακωμένη επιστολή στο πάτωμα να τη σκιάζουν τα φύλλα, ανεβαίνω στην μπλε καρέκλα και τη βγάζω μια φωτογραφία. Για να την έχω σαν φυλακτό. Και να θυμάμαι πως αυτή η χειρόγραφη τσαλακωμένη επιστολή δεν είχε τελικά ούτε τη δύναμη, ούτε και τη δυνατότητα να νικήσει τα χρώματά μου. Αντιθέτως. Αυτή η τσαλακωμένη επιστολή και κάθε τέτοια επιστολή σού χαρίζει τη δύναμη να αρχίσεις πια να γράφεις τη ζωή σου με τις δικές σου λέξεις και με τα δικά σου σχήματα και με τις δικές σου ζωγραφιές και όχι με τις μολυβιές όσων πιστεύουν πως η πραγματικότητα μπορεί να είναι κάτι λιγότερο από το μεγαλείο της ζωής.


Διαβάστε όλα τα κείμενα της Ε. Ξένου εδώ. Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και ζει στη Λευκωσία. Όταν τη χάνουμε, ταξιδεύει. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Το βιβλίο της ΥΓ. Γεννήθηκα έναν Απρίλη περιλαμβάνει κείμενα από τη στήλη της στο DOC TV. Στο νέο της site θα βρείτε συνεντεύξεις, άρθρα και ημερολόγια.
 
εμφάνιση σχολίων