0
1
σχόλια
1401
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Στο 5ο επεισόδιο, περιπλανώμενοι φίλοι από το Χονγκ Κονγκ, ένας αντιπαθητικός τύπος και νύχτες με φαγητό παττάι

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
7 Φεβρουαρίου 2011
ΔΕΝ ΤΟΝ ΑΝΤΕΧΑ. ΜΟΥ ΠΗΡΕ ΜΕΡΕΣ ΝΑ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΧΤΩ. Είχα πράγματι μια δυσκολία να τον απορρίψω, ειδικά σε ένα μέρος όπως είναι αυτό το νησί, όπου όλα σου υπαγορεύουν να αποδέχεσαι, να μαλακώνεις. Ίσως έφταιγε η μονοχρωμία του. Ήταν κίτρινος. Είχε κίτρινα μαλλιά, όχι ξανθά, ούτε χρυσά, μα κίτρινα, όπως ήταν και τα μάτια του, τα οποία προσπαθούσα να τα δω σαν πράσινο ανοιχτό, μα στην πραγματικότητα κιτρίνιζαν ακόμα και την ώρα που η θάλασσα κατάφερνε να μετατρέψει το μπλε της σε πράσινο. Είχε επίσης κίτρινο δέρμα που ούτε ο ήλιος δεν ήθελε το μαυρίσει, το παρατούσε χλωμό και αδιάφορο.

ΤΟΝ ΛΕΓΑΝΕ ΚΡΙΣ, δηλαδή Κρίστοφερ, το έκοψε στα δύο για ευκολία, χωρίς να τον ενοχλεί που οι ασιάτες, λόγω της αδυναμίας τους να προφέρουν το ρο, τον φώναζαν Κλίς. Ο Κρίς ή Κλίς ήταν από τον Καναδά αλλά ζούσε στο Χονγκ Κονγκ, δεν κατάλαβα το γιατί, μα ούτε και επέμενα να το μάθω.

ΓΝΩΡΙΣΤΗΚΑΜΕ ΕΝΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, όταν εκείνος και ο κολλητός του κατέφθασαν στο νησί και ρωτούσαν αν ξέρουμε πού υπήρχε ελεύθερο δωμάτιο. Γνωριστήκαμε, δηλαδή, όπως γνωρίζονται όλοι εδώ, δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις μεταξύ των περιπλανωμένων, υπάρχει ένας άγραφος κώδικας συντροφικότητας. Το βράδυ τους καλέσαμε να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι μαζί μας, τους προτείναμε να δοκιμάσουν παττάι, ένα υπέροχο πιάτο που στο συγκεκριμένο εστιατόριο το μαγείρευαν υπέροχα.

Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΚΡΙΣ ΛΕΓΟΤΑΝ ΚΡΙΣΤΙΑΝ, μόλις το άκουσα πέθανα στα γέλια, το βρήκα πολύ αστείο, λες και το έκαναν επίτηδες, όπως κάποια αμερικάνικα ντουέτα που καταφθάνουν στην Ασία για να δώσουν παραστάσεις χορεύοντας με τις φωτιές. Ο Κρίστιαν ήταν συμπαθητικός, είχε ένα πολύ γλυκό χαμόγελο και γελαστά μάτια. Ήταν χαλαρός, δηλαδή δεν προσπαθούσε να παίξει με τις εντυπώσεις. Είχε τα μακριά του μαλλιά λυμένα και φορούσε ένα άσπρο μακό φανελάκι συνδυασμένο με μια μπλε βερμούδα.

Ο ΚΡΙΣ ΔΕΝ ΦΟΡΟΥΣΕ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΠΑΝΩ, επιδείκνυε γυμνός τους μυς του, περιορίζοντας την ενδυμασία του σε ένα κακόγουστο χαιμαλί και μια εξίσου κακόγουστη πανταλόνα. Ήταν φίλοι από το σχολείο, μαζί αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Χονγκ Κονγκ, έτσι για την εμπειρία, δεν ήταν άσχημα, περνούσαν -είπαν- καλά.

Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΔΙΔΑΣΚΕ ΑΓΓΛΙΚΑ, ο Κρις επίσης αν και δεν ήταν αυτό το ταλέντο του διευκρίνισε, και ποιο ήταν το ταλέντο του, απόρησα. Κωμικός, είπε. Δηλαδή; Standup comedy, επεξήγησε. Έγραφε μόνος του τους μονολόγους, τους πρόβαρε με τους φίλους του, αν κατάφερνε να τους κάνει να γελάσουν δεν άλλαζε τις ατάκες, και συνήθως εκείνοι γελούσαν, άρα οι ατάκες ήταν ευφυέστατες (προφανώς έτσι εννοούσε) έμενε λοιπόν να βρει τον τρόπο να πείσει κάποιον να του παραχωρήσει ένα χώρο για παραστάσεις.

ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΜΕΓΑΛΟ ΧΩΡΟ, ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΜΠΑΡ, όπως στην Νέα Υόρκη -εκείνος χρησιμοποίησε το παράδειγμα της Νέας Υόρκης- ξέρεις, εκεί στους παράδρομους της Broadway, εκεί άλλωστε δεν ήταν που ξεκινήσανε οι μεγάλοι κωμικοί -δική του η προσθήκη – όλοι από κάπου ξεκινάνε, αρκεί να το παλέψεις, έτσι δεν είναι; Έτσι, έτσι συμφώνησε και ο κολλητός.

«ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟΣ ΚΩΜΙΚΟΣ» έσπευσε να υπογραμμίσει ο Κρίστιαν, ο οποίος μέχρι εκείνη την ώρα τίποτα δεν ήθελε να υπογραμμίσει, παρακολουθούσε την συζήτηση σιωπηλά, δεν φαινόταν και ο τύπος των υπογραμμίσεων, ούτε και της ανάγκης να δώσει έμφαση σε μια πρόταση. Τα θαυμαστικά, τα αποσιωπητικά και τα υπόλοιπα σημεία στίξης δεν ήταν του χαρακτήρα του, προτιμούσε τις παραγράφους χωρίς διακοσμητικά, του ταιριάζαν καλύτερα, ήταν λιτός και περιοριζόταν στα χαμόγελα.

Ο ΚΡΙΣ Η ΚΛΙΣ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΤΑΝ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ. Επέμενε να μας αποδείξει πως ήταν ένα κρυμμένο ταλέντο, έτσι σε κάθε κουβέντα φρόντιζε να πετάξει μια δήθεν έξυπνη κωμική ατάκα. Έπαιρνε μάλιστα και τους κατάλληλους μορφασμούς, έσμιγε πότε τα φρύδια, έπαιζε με τις κόρες των ματιών του δεξιά κι’ αριστερά, φούσκωνε τα μπράτσα του και δάγκωνε τα χείλη του δήθεν χαριτωμένα. Στην αρχή γελούσαμε από ευγένεια, μετά δεν γελούσαμε καθόλου προτάσσοντας ως άλλοθι το χάσιμο μας στην μετάφραση για να γλιτώσουμε, μα δεν γλιτώσαμε. Εκείνο το βράδυ ήταν μόνο η αρχή.

ΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΝ ΣΥΝΑΝΤΟΥΣΑ ΠΑΝΤΟΥ. Δεν ήτανε δα και δύσκολο σε ένα μέρος, όπου όλοι συχνάζουν στην ίδια παραλία, τρώνε στο ίδιο εστιατόριο και αράζουνε στα μαξιλάρια του ίδιου μπαρ. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Σε ένα μέρος όπου όλα είναι χαλαρά εκείνος ξεχώριζε. Ήταν μια κινητή κίτρινη δυσαρμονία. Δεν έλεγε να καταλάβει πως εδώ οι κινήσεις, οι σκέψεις, οι αισθήσεις, όλα είναι για να κυλούν, όπως κυλούν τα κύματα. Εδώ όλα αμβλύνονται, σβήνουν οι γωνίες, το μυαλό όσο και να προσπαθεί δεν βρίσκει μέρος να σκαλώσει, έτσι παραδίδεται σιγά σιγά και αρχίζει να κυλά όπως την θάλασσα.

ΕΚΕΙΝΟΣ ΔΕΝ ΚΥΛΟΥΣΕ. Κολλούσε, όπως η άμμος στις βρεγμένες μου πατούσες. Την ώρα που εμείς απλώναμε στον ήλιο ή κοιτούσαμε μια βάρκα με τις ώρες, εκείνος έδινε τις μικρές του πεντάλεπτες παραστάσεις, ψάχνοντας εναγωνίως για ένα χειροκρότημα, μα οι παλάμες μας παρέμειναν χωμένες στην άμμο και ο Κρις-Κλις παρέμενε θλιβερή καρικατούρα. Μέχρι εκείνο το βράδυ….

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΙΧΕ ΣΥΜΒΕΙ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ. Είτε είχε εξαντληθεί από τις μάταιες προσπάθειες, είτε είχε αποφασίσει πως εμείς δεν είμαστε το κοινό που του ταίριαζε. Ό, τι και να συνέβαινε, ο Κρις εκείνο το βράδυ ήταν διαφορετικός. Δηλαδή ήταν τόσο χαλαρός που μου φαινόταν μάλιστα λιγότερο κίτρινος. Σε κάποια στιγμή είδα τα μάτια του πράσινα αλλά σκέφτηκα πως μάλλον πρέπει να με παρανόησαν οι δύο γουλιές βότκας που ήπια παραπάνω.

ΦΑΓΑΜΕ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ παττάι με γαρίδες, μιλήσαμε για την ζωή του στο Χονγκ Κονγκ, μιλούσε φυσιολογικά, δεν έριξε ούτε μια στημένη ατάκα, κάποιες στιγμές ήταν τόσο αφημένος που μου φάνηκε συμπαθητικός, αισθάνθηκα μάλιστα ενοχή, σκέφτηκα πως ίσως θα έπρεπε να γελούσα περισσότερο μαζί του ή έστω να του ζητήσω συγνώμη που δεν γελούσα. Δεν είπα τίποτα. Προτίμησα να απολαύσω το βράδυ όπως μια εξαίρεση.

ΦΥΓΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΓΥΡΩ ΣΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ και κατευθυνθήκαμε προς το μπαρ, στο οποίο συχνάζαμε τις νύχτες. Καθίσαμε εγώ σε ένα μαξιλάρι στο πάτωμα, ο Κρίστιαν στην αιώρα, οι υπόλοιποι επίσης στα μαξιλάρια, ο Κρις κάθισε πιο κοντά στο τραπέζι. Παραγγείλαμε βότκες και φρέσκα μάνγκο, δεν θυμάμαι τι ακριβώς λέγαμε, μα θυμάμαι πως γελούσαμε, θυμάμαι πως ο Κρις είχε κάποια στιγμή ξαπλώσει, δεν τον ένοιαζαν πια οι ποζάτες στάσεις, ούτε και οι μορφασμοί στο πρόσωπο. Τότε ήταν που ο Κρίστιαν πετάχτηκε ενθουσιασμένος και είπε «παιδιά, πρέπει να πείσουμε τον Κρις να μας κάνει το μπαλόνι».

ΚΑΝΕΙΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΤΙ ΕΝΝΟΟΥΣΕ, στην αρχή πιστέψαμε ότι πρόκειται για ένα καναδέζικο αστείο με το οποίο ήταν αδύνατο να ταυτιστούμε, μα ο Κρίστιαν επέμενε πως έπρεπε να δούμε τον Κρις να γίνεται μπαλόνι. Εκείνος, προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν έσπευσε να σηκωθεί, φαινόταν μάλιστα αμήχανος, ξαφνιάστηκα, ήταν η πρώτη φορά που του ζητούσαμε να δώσει παράσταση και κείνος ήτανε διστακτικός. Η επιμονή του Κρίστιαν ήταν τόσο έντονη που δεν του άφηνε περιθώριο να αρνηθεί. Και εμείς βέβαια, ενθαρρύναμε με επιφωνήματα και χειρονομίες την ιδέα αυτής της… παράστασης.

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΩΡΑ ΣΗΚΩΘΗΚΕ. Λύγισε πρώτα ελαφρά τα γόνατα. Ύστερα έφερε προς τα μέσα τους ώμους. Κι’ ύστερα έσκυψε ελαφρά με την πλάτη και μετά έσκυψε το κεφάλι. Δεν ξέρω πως τα κατάφερε αλλά έμοιαζε σαν μια στρογγυλή -όχι εντελώς στρογγυλή- μπάλα. Το σώμα του και ο τρόπος που στεκόταν, έμοιαζαν τέλεια με το σχήμα ενός μπαλονιού. Δεν μιλούσε. Ούτε και μας κοιτούσε.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΗΤΑΝ ΚΛΕΙΣΤΑ, τα χέρια του αφημένα λες και είχανε χάσει κάθε βάρος, τα πόδια του έμοιαζαν να αιωρούνται από το πάτωμα και έτσι σ’ αυτή ακριβώς την στάση άρχισε να κουνιέται δεξιά και αριστερά και ύστερα λίγο πιο πάνω και πάλι κάτω, κι’ υστερα ξανά πλάι και πάνω και πίσω και πλάι και ξανά, και ναι, έμοιαζε όπως ένα μπαλόνι που το κουνάει ο αέρας και κείνο θέλει να πετάξει προς τον ουρανό μα δεν υπάρχει κανείς να κόψει το σχοινί που το κρατάει δεμένο, έτσι και ο Κρις εκείνο το βράδυ, όλο του το σώμα, το πρόσωπο, η έκφραση, τα χέρια, τα πόδια, όλα ήταν ανάλαφρα και αφημένα στον αέρα, όπως ένα μπαλόνι.

ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΕΜΕΝΕ ΗΤΑΝ ΝΑ ΚΟΨΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΟ ΣΚΟΙΝΙ, να το ελευθερώσει, να φτάσει τον ουρανό, να αγγίξει το φεγγάρι. Δεν ξέρω πόσο κράτησε αυτός ο περίεργος χορός του. Μπορεί να ‘τανε λεπτά, μπορεί και περισσότερο. Μα ήταν αρκετός χρόνος για να μείνουμε αποσβολωμένοι, όπως τα μικρά παιδιά που αγωνιούν πότε το μπαλόνι τους θα γίνει ένα με το άπειρο.

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ Ο ΚΡΙΣ ΔΕΝ ΕΨΑΧΝΕ ΤΟ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑ. Εκείνο το βράδυ ο Κρις έγινε μπαλόνι και το μόνο που έψαχνε ήταν κάποιον να κόψει το σχοινί...


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και διευθύντρια του μοναδικού περιοδικού από την Κύπρο που έχουμε συλλέξει και έχουμε στη βιβλιοθήκη μας, το Υστερόγραφο. Ζει στη Λευκωσία.

εμφάνιση σχολίων