Έξι μήνες σε ένα μακρινό νησί, σε μια καλύβα. Ταξιδιωτικές περιπέτειες στη νέα στήλη του DOC TV
ΕΓΛΕΙΨΑ ΤΟ ΧΑΡΤΑΚΙ ΜΕ ΑΔΕΞΙΟΤΗΤΑ. Ποτέ μου δεν είχα την υπομονή να φτιάχνω στριφτά τσιγάρα. Προτιμούσα τα έτοιμα. Σε πολλά πράγματα στην ζωή μου προτιμούσα τα έτοιμα… Ο Μάσσιμο με παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού του μέχρι που δεν άντεξε και λύθηκε στα γέλια. Τον κοίταξα πίσω ναζιάρικα, ζητώντας με το βλέμμα μου επιείκεια γι’ αυτή την άτσαλη χειρονομία μου. Εκείνος δεν μπορούσε να με βοηθήσει. Περνούσε την ίδια ώρα το καλαμάρι από το αγκίστρι με μια απίστευτη υπομονή, που δοκίμαζε την δική μου, καθώς εγώ ακόμα παιδευόμουνα με το καπνό και το χαρτί. Έριξε το αγκίστρι στην θάλασσα και κράτησε την άκρη του, σφικτά, με τον δείκτη και τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού.
ΗΤΑΝΕ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ 9.00 ΤΟ ΒΡΑΔΥ. Δεν θυμάμαι ποιάς μέρας ή μάλλον ποιάς νύχτας. Ήμασταν με μια βάρκα σε ένα σημείο κάπου στον ωκεανό, όχι πολύ μακριά από την στεριά, δηλαδή βλέπαμε ακόμα και στο σκοτάδι το περίγραμμα των βουνών και των σπιτιών, αλλά όλα ήταν αποχρώσεις του μαύρου, ακόμα και ο ουρανός, παρότι γεμάτος αστέρια, δεν ήτανε ικανός να φωτίσει το μαύρο της θάλασσας.
ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑΝ ΓΥΡΩ ΣΤΑ ΔΕΚΑ ΛΕΠΤΑ για να το τυλίξω και όταν τελικά τα κατάφερα ήταν ασύμμετρο, με εξογκώματα και κολλημένο στραβά ιδιαίτερα στην άκρη. Δεν ξέρω αλλιώς, είπα και το έδωσα στο Μάσσιμο. Εκείνος το άναψε με τον Μπόμπ Μάρλεϊ, δηλαδή τον αναπτήρα που είχε την φάτσα του Μπόμπ Μάρλεϊ ζωγραφισμένη, και ύστερα πήρε μισίνα και την έδεσε σφικτά στο μεγάλο δάκτυλο του αριστερού του ποδιού. Έβαλε το πόδι του στην άκρη της βάρκας και έγειρε πίσω, στην κόκκινη επιφάνεια, αφήνοντας το σώμα του να απλώσει και τα χέρια του να τεντωθούν. Ρούφηξε μια δύο τζούρες από το άτσαλα τυλιγμένο μου τσιγάρο και μετά κοίταξε προς τον ουρανό λες και μετρούσε τις φωτισμένες του κουκκίδες ή λες και σκεφτότανε ένα μεγάλο μυστικό.
ΕΓΩ ΕΜΕΙΝΑ ΕΚΕΙ, ΚΑΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΒΑΡΚΑΣ, κοιτώντας πότε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του, μήπως και δώσει σημάδια πως κάποιο ψάρι τσίμπησε το δόλωμα μας και πότε την μαύρη επιφάνεια της θάλασσας που έμοιαζε με ξένο μυστήριο.
ΞΑΦΝΙΚΑ ΑΚΟΥΣΑ ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑ. Σαν μικρό κύμα. Λες και κάτι χάιδεψε την θάλασσα και πλατσούρισε μέσα στο μαύρο της. Γούρλωσα τα μάτια μου ξαφνιασμένη. Και τότε τα είδα. Μικρά ψάρια που πετάγονταν από τον μαύρο βυθό διένυαν μια ελάχιστη διαδρομή στον αέρα, πολύ κοντά ωστόσο στην επιφάνεια, με την κοιλιά τους σχεδόν να εφάπτεται σ’ αυτήν, αλλά με το κορμί τους να πετάει πάνω από αυτήν, και ύστερα βουτούσαν ξανά για να εξαφανιστούν στο απόλυτο σκοτάδι του νερού. Περνούσαν μερικά δευτερόλεπτα και μετά ξανά, άλλα ψάρια εμφανίζονταν από το πουθενά για να πετάξουν, να γίνουν δηλαδή για ελάχιστο χρόνο πουλιά. Λες και κρατούσαν την αναπνοή τους, έπαιρναν φόρα, και έβγαιναν για να εξερευνήσουν ένα κόσμο για τον οποίο δεν είχαν προοριστεί. Κι’ ύστερα χάνονταν ξανά στο μαύρο βυθό, έκαναν μια κατάδυση λες και τους τέλειωνε ο αέρας και γυρνούσαν πίσω, έχοντας όμως πια στα λέπια τους σφηνωμένα μικρά φτερά.
ΚΟΙΤΑ ΜΑΣΣΙΜΟ, ΕΙΠΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΡΚΕΤΗ ΩΡΑ ΣΙΩΠΗΣ. Κοίτα, τα ψάρια πετούν. Εκείνος όμως, αντί τα ψάρια κοίταξε εμένα έγνεψε με το κεφάλι του πως ξέρει τι λέω, πως το έχει δηλαδή ξαναδεί, και έστρεψε ξανά πίσω το βλέμμα του στον ουρανό και το μυαλό του στα μυστικά του. Μα εγώ ήμουνα εντυπωσιασμένη και ήθελα να το πω. Ήμουνα εντυπωσιασμένη, που τα ψάρια γινόντουσαν, μέσα στο σκοτάδι, έστω και για κείνο το λίγο, για κείνο τον απειροελάχιστο χρόνο, πουλιά.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΑΧΤΥΛΟ του αριστερού ποδιού του Μάσσιμου κουνήθηκε ξαφνικά και τερμάτισε τις σκέψεις μου και όλους τους συμβολισμούς που προσπαθούσα να χωρέσω στο μυαλό μου. Σηκώθηκε απότομα, παράτησε και τα αστέρια και τα μυστικά του και τράβηξε με δύναμη την μισίνα για να πετύχει το ψάρι στο αγκίστρι. Τίποτα δεν έπιασε. Είδε το αγκίστρι γυμνό, κάτι φαίνεται πήγε να τσιμπήσει αλλά έξυπνα ξεγλίστρησε τρώγοντας μόνο το δόλωμα και αφήνοντας σε μας την παγίδα. Ο Μάσσιμο πήρε ένα άλλο καλαμάρι κι’ άρχισε πάλι την ίδια διαδικασία. Εγώ πήρα ακόμα ένα χαρτάκι κι’ άρχισα να τυλίγω ένα ακόμα τσιγάρο.
ΔΕΝ ΕΙΔΑ ΑΛΛΑ ΨΑΡΙΑ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΝΑ ΠΕΤΟΥΝ. Μα τα έβλεπα κάθε φορά που έπιανα χαρτί και μολύβι και προσπαθούσα να γράψω. Κάθε φορά που γράφοντας ένιωθα πως ακόμα παρατηρώ τον κόσμο και τον εαυτό μου μόνο μέσα από την δική μου θάλασσα. Και κάπως έτσι το ‘νιωσα. Πως για να μπορέσω τελικά να μοιραστώ τον εαυτό μου και τον κόσμο, πρέπει να μπορέσω, έστω και για μερικά δευτερόλεπτα να πετάξω σε ένα σύμπαν που μέχρι τότε αισθανόμουνα πως δεν μου ανήκει. Όπως εκείνα τα ψάρια μέσα στο μαύρο ωκεανό που γίνονταν για λίγο πουλιά, πάνω από το μαύρο ωκεανό…
Η Ελένη Ξένου είναι διευθύντρια του Υστερόγραφου, του μοναδικού κυπριακού περιοδικού που συλλέγουμε για τη βιβλιοθήκη μας. Ζει στη Λευκωσία.