0
1
σχόλια
835
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Μπορείς να δώσεις υπόσχεση ότι θα σταματήσουμε να κυνηγάμε ηλιοβασιλέματα;

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
10 Ιουλίου 2013
Η Ε. Ξ. συμμετείχε στο 2ο Φεστιβάλ Λογοτεχνίας του βιβλιοπωλείου Ατλαντίς στη Σαντορίνη (ναι, μαζί με τη Βιβιάνα), αλλά έγραψε και καρτ ποστάλ (ναι, όπως πάντα)…

ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΕΓΡΑΦΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΑ, καθόμουνα σε ένα καφενείο κάπου στο Σόχο, στη Νέα Υόρκη. Έβλεπα τους Νεοϋορκέζους να περπατάνε στα πεζοδρόμια και εγώ μετρούσα τα βήματα που έκανα στα χρόνια, κυνηγώντας έναν ήλιο. Να τον προλάβω πριν δύσει. Να τα προλάβω όλα πριν δύσουν. Αυτός ήτανε ο φόβος μου.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΝΑ ’ΜΑΙ ΕΔΩ. Με μια παρέα 30 συν-πλην κάτι παιδιών, που περπατάνε ξυπόλητοι, πίνουνε ρακί και αγαπάνε τα βιβλία. Μα περισσότερο αγαπάνε τα όνειρα σαν κάτι χειροπιαστό.

ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΕΣ τρέχουνε κάθε απόγευμα να φωτογραφίσουνε το  ηλιοβασίλεμα. Το νησί αδειάζει. Όλοι τους πάνε στο κάστρο για να πάρουνε θέση απέναντι στη συνειδητοποίηση πως τελικά δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά ένα μικρό κομμάτι ενός μεγάλου κάδρου.

ΤΥΛΙΓΩ ΤΟΝ ΚΑΠΝΟ ΜΟΥ ΣΕ ΡΟΖ ΧΑΡΤΑΚΙΑ που μου έχει αγοράσει ο Σ και τους παρακολουθώ από μακριά. «Πόσο έχουμε ανάγκη να βρούμε έναν τρόπο που να μας συνδέει ξανά με την αθωότητα…», σκέφτομαι και βλέπω τη θάλασσα που κοκκινίζει.

«ΓΙΑΤΙ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΠΑΙΔΙΑ;» ρωτώ τον κ. Τριβιζά. Μόλις έχει τελειώσει την ομιλία του, στην ταράτσα του βιβλιοπωλείου. Μόλις μας έχει καθηλώσει, αποδεικνύοντάς μας πως το μόνο που μας μαθαίνουνε είναι πώς να υπηρετούμε μια συγκεκριμένη πραγματικότητα. «Κανείς δε μας μαθαίνει πώς να την υπερβαίνουμε», είπε.

«ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΜΕ ΠΑΙΔΙΑ», λέει ο κ. Τριβιζάς. Γιατί μόνο η φαντασία μάς βοηθάει να κάνουμε άλματα. «Τότε γιατί φοβόμαστε», τον ρωτάω. «Γιατί φοράμε παρωπίδες σοβαροφάνειας», μου απαντάει.

«ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ’ΡΧΟΣΟΥΝΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΒΙΖΑ» λέω στον Γ. Ο Γ είναι μόνο 27 χρόνων και κάθε απόγευμα παίζει στην κιθάρα του όλα όσα αισθάνεται πως τον κλειδώνουν. «Ξεκλείδωσέ με, ρε συ Ελένη», με παρακάλεσε ένα από αυτά τα απογεύματα, και εγώ χαμογέλασα με ανακούφιση, παρότι εκείνος δε μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Ούτε και εγώ μπορούσα να του το εξηγήσω. Πως μόνο και μόνο που αγωνιά για το ξεκλείδωμα, έχουν ήδη αρχίσει να λυγίζουν τα κλειδιά.

Η Β ΚΑΘΕΤΑΙ ΣΤΑ ΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ και μου λέει πως όταν γυρίσει πίσω στο νησί της, θέλει να ηχογραφήσει τη μάνα της και τη γιαγιά της να μιλούν. Δεν έχει ιδέα γιατί έχει αυτήν την ανάγκη, αλλά κάπου μέσα της βαθιά νιώθει πως υπάρχει μια ουσία κρυμμένη στο ρυθμό δύο γυναικών που μιλάνε τραγουδιστά.

«Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΛΕΝΕ ΠΩΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ», λέει ο Γ. «Ωραία», λέει μετά. «Μπορεί κάποιος να μου πει και πού βρίσκεται η μέση;», ρωτάει φωναχτά και εγώ προσπαθώ να του εξηγήσω πως η απορία του είναι ήδη το διαβατήριο για μια υπέροχη διαδρομή, στην οποία δεν έχει σημασία ούτε η αρχή, ούτε το τέλος ούτε και η μέση, αλλά η κάθε στιγμή.

ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΒΡΑΧΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΝΗΣΑΚΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ που πάνε εκεί οι τουρίστες και οι ντόπιοι και κάνουνε βουτιές τσιρίζοντας από ενθουσιασμό. Είναι δηλαδή ένας βράχος σε ένα νησάκι, όπου πάνε όλοι για να γίνουνε ξανά παιδιά. Να θυμηθούνε, δηλαδή, πώς είναι να βουτάς στη θάλασσα. Και όχι στο κενό.

ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΜΙΛΑΜΕ ΜΕ ΤΟΝ Ρ ΣΤΟ ΤΗΕΛΦΩΝΟ. Και κάθε βράδυ θυμίζουμε ο ένας στον άλλο πως δεν πρέπει να έχουμε καμία άλλη βεβαιότητα, παρά μόνο τη μαγεία.

«ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ», ρωτάνε κάποιοι γιαπωνέζοι τον Χ. Και εκείνος τους απαντάει πως δεν πρέπει να παιδεύονται, γιατί ένας είναι ο δρόμος που οδηγεί στο ηλιοβασίλεμα. Και για να τον βρεις, πρέπει πρώτα να μη φοβάσαι ότι θα χαθείς.

«ΤΗ ΣΤΑΧΤΗ ΤΙ ΤΗΝ ΚΑΝΟΥΜΕ;» ρωτάει η Έ. «Αυτό διερωτώμαι και εγώ τόσα χρόνια», απαντάει ο Κ. «Τι στάχτη τι την κάνουμε;».

«ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ’ΡΘΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΒΙΖΑ», επανάλαβα στον Γ. «Ξεπερνούσε την πραγματικότητα», του είπα. «Έχω ζήσει πολλές στιγμές που ξεπερνούν την πραγματικότητα», μου απάντησε και άρχισε να μου περιγράφει ένα δειλινό στην παραλία όπου πίνανε μπύρες, και ξαφνικά ένα 20χρονο παιδί προσγειώθηκε από το πουθενά για να τους ρωτήσει αν θέλουν να τους πει ένα ποίημα. Και άρχισε να λέει ένα ποίημα που έγραψε ο ίδιος και τότε όλοι τους, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουνε, είχανε ήδη βουτήξει μέσα στις λέξεις για να πιάσουνε βυθό.

«ΝΑ ΠΑΣ ΝΑ ΤΟΝ ΒΡΕΙΣ», μου λέει. «Είναι σερβιτόρος σε ένα καφενείο στα Φηρά. Να του πεις πως σε στέλνω εγώ και πως θες να σου πει ένα ποίημα». Αυτό μου είπε ο Γ, και τότε συνειδητοποίησα πως ο πλανήτης αυτός είναι φτιαγμένος από ψυχή.

«ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ», λέω το ίδιο βράδυ στον Ρ. «Μόνο στη μαγεία. Κάνε αυτή τη υπόσχεση», του λέω. «Υπόσχομαι», λέει εκείνος, και τότε αγκαλιάζω το μαξιλάρι με την ησυχία πως πια δε χρειάζεται να τρέχω να προλάβω τον ήλιο πριν δύσει. Δε χρειάζεται να τρέχω να προλάβω πια τίποτα πριν δύσει.


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος. Ζει στη Λευκωσία. Όταν τη χάνουμε, ταξιδεύει. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Κυκλοφορεί το βιβλίο της ΥΓ. Γεννήθηκα έναν Απρίλη, το οποίο περιλαμβάνει κείμενα από τη στήλη της στο DOC TV και μπορείτε να το βρείτε εκεί.


Διαβάστε επίσης: Λογοτεχνικό Φεστιβάλ, Καλντέρα
 
εμφάνιση σχολίων