0
1
σχόλια
776
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

«Το χαρτί είναι λευκό κι αυτό πάει να πει ελευθερία»

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
27 Απριλίου 2013
ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ ΚΟΒΩ ΒΟΛΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ. Φοράω ένα σακίδιο στην πλάτη, φοράω και σκούρα γυαλιά ηλίου και γκρίζα αθλητικά παπούτσια με φούξια κορδόνια, και κάπως έτσι περπατώ με τις ώρες. Γυρνάω στα στενά, πίνω καφέ σε ξεχασμένα καφενεία και ανακαλύπτω μικρά μαγαζιά με ηλικιωμένους που αντί για καλημέρα σου λένε ένα απόσταγμα ζωής. Ο κ. Αχιλλέας έχει βαφτίσει τον εαυτό του «Γιατρό των παπουτσιών». Κάθεται πίσω από ένα γραφείο σε ένα μικρό μαγαζάκι, τόσο δα, είναι κοντά στα ογδόντα, «καθόλου δε σας φαίνεται» του λέω, «είναι γιατί θεραπεύω παπούτσια» μου απαντά και χαμογελάει. Δεν ξέρω τι πάει να πει «θεραπεύω παπούτσια», μα κάτι μου λέει πως από κει ξεκινά κανείς για να θεραπεύσει και τα βήματά του. Ο κ. Αχιλλέας ίσως ξέρει να μου πει. Ογδόντα χρόνια είναι μακρύς δρόμος. Μάλλον θα μπουρδουκλώθηκαν πολλές φορές τα πόδια του, για να έχει μάθει να βαφτίζει την επισκευή «θεραπεία».

ΠΙΟ ΚΑΤΩ ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΜΑΓΑΖΙ, που στην ταμπέλα του γράφει «θεραπευτήριον μελαγχολίας». «Είναι κλειστό;» ρωτώ τον γείτονα. «Ήταν κάποτε καφενείο» μου λέει και «τώρα;», ρωτώ. «Τώρα έχει μείνει μόνο η επιγραφή και κανένας θαμώνας. Όχι γιατί μας πέρασε η μελαγχολία, αλλά γιατί για χρόνια αρνηθήκαμε πεισματικά τη θεραπεία της». Το βγάζω φωτογραφία με το κινητό μου, θέλω να φαίνεται όλη η λέξη «θεραπευτήριον», και το νι στο τέλος, γιατί εκείνο είναι που το κάνει ό,τι πιο μεταμοντέρνο έχω συναντήσει. Έτσι σκέφτομαι, μα ύστερα σκέφτομαι πως ακόμα κι αυτός ο ορισμός μοιάζει άκυρος σε μια καθημερινότητα, η οποία με ταχύτητες φωτός διαλύει τους ορισμούς χωρίς καν να έχει έγνοια για καινούργιους. «Δεν υπάρχουν καινούργιοι ορισμοί», σκέφτομαι, «υπάρχει μόνο η ακύρωσή τους. Είναι δηλαδή επιτέλους το χαρτί λευκό, μπορώ να γράψω ότι μου ’ρχεται στο κεφάλι. Μπορώ να φτιάξω ένα κόκκινο σύννεφο και έναν πράσινο ουρανό. Μπορώ να ζωγραφίσω και τη μούρη μου με τεράστια χαμόγελα, μπορώ να βάλω και φακίδες στα μάγουλά μου και να κάνω πλεξούδες τα μαλλιά μου. Μπορώ να κρατάω και ένα τεράστιο ηλιοτρόπιο, τόσο ψηλό όπως ένας ουρανοξύστης».

«ΕΙΝΑΙ ΛΕΥΚΟ, ΡΕ ΦΙΛΕ, ΤΟ ΧΑΡΤΙ», λέω στον Σ. που βάζει τα τραπέζια κάτω από το αγιόκλημα στην αυλή του καφενείου του και τα καθαρίζει με ένα χρωματιστό πανί. Με κοιτάει περίεργα, αλλά καταλαβαίνει τι λέω. «Έλα να σε κεράσω σπιτική λεμονάδα», μου προτείνει. «Να βάλεις πολλά παγάκια» τον προστάζω. Θέλω τα παγάκια να ’ναι πολλά, γιατί έχει μυρίσει καλοκαίρι και ο ήλιος τσουρουφλίζει μια μια τις ψευδαισθήσεις μας. «Το χαρτί είναι λευκό κι αυτό πάει να πει ελευθερία», του λέω. Γνέφει πως ναι, αλλά δεν είμαι σίγουρη πως το καταλαβαίνει.

ΜΟΥ ΛΕΕΙ  ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΤΥΠΟ που τις προάλλες μέθυσε τόσο πολύ, ώστε κοιμήθηκε πάνω στο πεζοδρόμιο και όταν ξύπνησε είπε πως όλο το βράδυ έβλεπε γάτες να πετούν στον ουρανό. Ένας τύπος που ονειρεύτηκε γάτες να πετούν στο ουρανό… Τέτοιους τύπους θέλω πια να συναντώ, αυτοί με ενδιαφέρουν, αυτοί που κάνουν τις γάτες να πετούν και ονειρεύονται πάνω σε ένα πεζοδρόμιο. «Βαριέμαι τις ανούσιες υστερίες», λέω στο Σ., «κανένας δεν έχει καταλάβει πως το χαρτί μας είναι ξανά λευκό», λέω μετά. Ο Σ. δεν απαντά, μα ξέρω πως στο βάθος χαίρεται που διαλύονται οι ορισμοί κάτω από έναν ήλιο που καίει μια μια τις ψευδαισθήσεις μας.

ΠΙΝΩ ΤΗ ΣΠΙΤΙΚΗ ΛΕΜΟΝΑΔΑ ΜΟΝΟΡΟΥΦΙ. Ίσως αύριο πάω μια βόλτα στη θάλασσα, σκέφτομαι. Θέλω να βάλω τη μούρη μου σε αλμυρό νερό και να κρατήσω την αναπνοή μου όσο πιο πολύ μπορώ μέσα στην ησυχία του βυθού. Και ύστερα να ξαπλώσω στην άμμο, με την ευχή κανένα από τα σ’ αγαπώ μου να μη στεγνώσει. Όλα τα θέλω να μείνουν βρεγμένα, να στάζουν δηλαδή νερό για να με ξεδιψάν. Και μένα και τις γάτες που πετούν και τα κόκκινα σύννεφα που ταξιδεύουν σε ένα λευκό χαρτί. «Μέσα στα σ’ αγαπώ μου κοιμόμουν τα προηγούμενα βράδια», λέω στο Σ. Εκείνος δε μιλάει. «Και όλα τ’ άλλα έμοιαζαν περιττά», λέω μετά. Εκείνος σιωπή. «Μ’ αυτά σκεπαζόμουν τις τελευταίες μέρες, αυτά είχα για μαξιλάρι μου και πίστεψέ το πως κάθε πρωί ξυπνούσα και ήξερα ακριβώς πώς θέλω να ζωγραφίσω τον κόσμο πάνω σ’ αυτό το χαρτί που γίνεται ξανά λευκό». «Δεν έχει άλλο θεραπευτήριον από τα σ’ αγαπώ μας», του λέω μετά. Εκείνος εξακολουθεί να μη μιλάει, αλλά τον βλέπω με την άκρη του ματιού που βγάζει τα γυαλιά του για να κοιτάξει τον ήλιο κατάματα.


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος. Ζει στη Λευκωσία. Όταν τη χάνουμε, ταξιδεύει. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Ανάμεσα στα κείμενά της που μπορείτε να διαβάσετε στο DOC TV είναι και η στήλη Το Νησί που έγραψε κατοικώντας επί 6 μήνες σε μια καλύβα στην Ταϊλάνδη. Κυκλοφορεί το βιβλίο της «ΥΓ. Γεννήθηκα έναν Απρίλη» το οποίο μπορείτε να βρείτε εδώ.
 
εμφάνιση σχολίων