0
1
σχόλια
1006
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Η Ελένη Ξένου έζησε έξι μήνες σε ένα μακρινό νησί, σε μια καλύβα. Οι ιστορίες που έζησε γίνονται τώρα στήλη στο DOC TV

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
15 Δεκεμβρίου 2010
ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΗΤΑΝ ΑΝΑΠΟΔΑ. Δηλαδή εκείνος ήταν ανάποδα. Με το κεφάλι προς τα κάτω και τα πόδια στον αέρα. Ισορροπούσε πάνω σε ένα τεράστιο γκρίζο βράχο, ο οποίος δεν ήταν καν επίπεδος, είχε μια απότομη κλίση, και σε κείνη την κλίση αυτό τα νεαρό αγόρι είχε καταφέρει να ισορροπήσει κοιτώντας έτσι, τη ζωή ανάποδα. Πρώτα έβλεπε τον ωκεανό και ύστερα τον ουρανό, δεν ξέρω αν τα σύννεφα μέσα στο βλέμμα του γίνονταν κύματα, δεν ξέρω καν αν με αυτή την στάση ήθελε να νιώσει τον ουρανό στις πατούσες του ή αν ήθελε απλά να αναποδογυρίσει την ζωή του, όπως αναποδογύριζε το σώμα του, αυτό το λεπτεπίλεπτο κορμί που έμοιαζε με γλυπτό καρφωμένο πάνω σε ένα επικίνδυνο βράχο.

ΤΟΝ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΣΑ ΓΙΑ ΩΡΑ ή έτσι μου φάνηκε, πως πέρασε ώρα, ίσως γιατί η δική μου προσπάθεια κάθε μέρα ήταν ακριβώς η ανάποδη από την δική του. Δηλαδή προσπαθούσα να κρατήσω το κορμί μου ίσιο, να βγάλω το στήθος προς τα έξω, να περπατώ με την σπονδυλική στήλη όρθια και το κεφάλι ψηλά, να μοιάζω πιο ανάλαφρη, να φαίνεται πως πια στις πλάτες μου δεν κουβαλώ τίποτα, να πατούν γερά οι πατούσες μου στην άμμο και να ευθυγραμμίζεται το βλέμμα μου με τον ορίζοντα. Ό, τι εγώ κοιτούσα κατάματα εκείνος ήθελε να το βλέπει ανάποδα.

ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΜΟΥ ΚΙΝΗΣΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ και έμεινα να τον παρατηρώ. Δεν μπορούσα να διακρίνω, αν και πολύ θα ήθελα, το χρώμα των ματιών του, το μόνο που μπορούσα να ξεχωρίσω ήταν το άτριχο του στήθος που ήτανε τόσο λείο, σαν δέρμα μωρού, γεμάτο με σημάδια από τον ήλιο αλλά με κανένα-υπέθετα- από την ζωή.

ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ήταν στην ίδια θέση. Στο ίδιο ακριβώς σημείο. Φορούσε μια μπλε πανταλόνα, και άφηνε τον ομφαλό του να πλησιάζει τα σύννεφα και τις ρώγες του να κατευθύνονται προς τον βυθό. Τα πνευμόνια του ανεβοκατέβαιναν με δύναμη, τα ρουθούνια του ανοιγόκλειναν με ένταση, και τα δάχτυλα των χεριών του σφηνώνονταν στην πέτρα, έμοιαζε ολόκληρος με αγωγό που μετέφερε από το άπειρο στο έδαφος μια ευχή, μόνο που δεν ήξερα ποια ήταν η ευχή του, μα όπως τον έβλεπα έτσι ανάποδα, υποψιαζόμουνα πως ευχόταν να έρθουν τα πάνω-κάτω προκειμένου να νιώσει πως αξίζει να πατήσει ξανά στο έδαφος.

ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ ΞΥΠΝΟΥΣΑ, τέντωνα τα χέρια μου, τέντωνα το λαιμό μου και άνοιγα τις κουρτίνες και τα παράθυρα για να μυρίσω τον ωκεανό. Και κάθε πρωί για μέρες πριν αντικρύσω τον ωκεανό, αντίκριζα πρώτα αυτό το νεαρό ανάποδο αγόρι. Τις υπόλοιπες ώρες τον έβλεπα να τριγυρνά στο νησί μόνος του, με σκυφτό το κεφάλι και τα χέρια του να κινούνται λες και προσπαθούσε να χτυπήσει τον αέρα. Υπήρχαν φορές που τον εντόπιζα να καταφθάνει μέσα από την ζούγκλα κουβαλώντας πότε ξερά κλαδιά και πότε νεκρές καρύδες. Ποτέ μου δεν τον είχα δει να κουβαλάει κάτι ζωντανό, ό, τι μάζευε ήταν ό, τι είχε εκπληρώσει πια τον προορισμό του.

ΚΑΠΟΙΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΤΡΑΠΕΖΙ. Δεν υπήρχε κανείς άλλος στο εστιατόριο. Μόνο εγώ και κείνος. Κάθισα πλάι του και τον ρώτησα το όνομα του.
- Με λένε Τζον, είπε.
- Ωραία, απάντησα.
- Όχι δεν είναι ωραία. Δεν είναι τίποτα. Είναι ένα συνηθισμένο όνομα. Συστήνομαι στον κόσμο και κανείς δεν εντυπωσιάζεται, δεν κάνει κανένα σχόλιο, δεν αλλάζει έκφραση, δεν κερδίζω την συμπάθεια ή έστω την αντιπάθεια κανενός. Εσένα πώς σε λένε;
- Ελένη, απάντησα.
- Βλέπεις…Εσένα σε λένε Ελένη. Ένα όνομα που κινεί την περιέργεια. Προκαλεί ερωτηματικά.
- Δεν νομίζω.
- Κάνεις λάθος. Το όνομα σου με κάνει να θέλω αμέσως να σε ρωτήσω από πού είσαι, αν είναι συνηθισμένο στην χώρα σου, αν νιώθεις ωραία που καμιά άλλη εδώ στο νησί δεν έχει το όνομα σου. Εγώ πάντως το βρίσκω συμπαθητικό. Άρα χωρίς να το θέλω σε βρίσκω συμπαθητική. Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα άλλο για να σε συμπαθήσω. Αρκεί να μου πεις το όνομα σου. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Με μένα αυτό δεν ισχύει. Πάντα χρειάζεται να κάνω κάτι περισσότερο.
- Γι’ αυτό κάθε πρωί στέκεσαι ανάποδα πάνω στο γκρίζο βράχο;
- Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως αισθάνομαι κουρασμένος. Κατ΄ακρίβειαν η λέξη που θέλω να χρησιμοποιήσω είναι εξαντλημένος. Ναι. Αισθάνομαι εξαντλημένος.
- Εξαντλημένος;
- Χθες ήτανε τα γενέθλια μου.
- Πόσο χρονών έγινες;
- 27 χρονών. 27 χρόνων και ήδη νιώθω εξαντλημένος.
Φορούσε ένα χακί παντελόνι μέχρι το γόνατο. Το στήθος του ήταν γυμνό (και πάλι) μα πρόσεξα για πρώτη φορά πως είχε ένα μεγάλο τατουάζ. Προσπάθησα να καταλάβω τι αναπαριστούσε. Ήτανε μια μεγάλη κόκκινη καρδία με φτερά ή μήπως ήτανε πουλιά γύρω από μια φωτιά. Ήταν δύσκολο να διακρίνω.

ΕΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΖΕΙ, ήτανε εκείνη η ώρα του δειλινού που τα χρώματα δεν θέλουν πια να φωτίσουν τίποτα άλλο, θέλουν μόνο να ηρεμήσουν. Ο Τζον δεν ήθελε να ηρεμήσει. Ήθελε να φάει γιαούρτι με φιστίκια και μέλι και να μιλάει για όλα όσα τον είχαν εξαντλήσει. Τον κοίταζα κατευθείαν στα μάτια, που τώρα μπορούσα να δω το χρώμα τους και ήτανε πράσινα. Η κόρη του ματιού μου δεν έπαιζε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Έμενε ακίνητη, ακριβώς απέναντι από την κόρη των ματιών του, νόμιζα πως από στιγμή σε στιγμή τα μάτια του θα γίνονταν καφέ όπως τα δικά μου, θα νικούσα εκείνο το πράσινο χρώμα που με ζάλιζε, που τον ζάλιζε και θα το ξεθώριαζα σε ένα αδιάφορο καφέ. Έτσι θα ηρεμούσα την εξάντληση του και θα μπορούσε πια να σκύψει το κεφάλι στα γόνατα μου, να του χαϊδέψω τα μαύρα μαλλιά και να του ζητήσω να μου μιλήσει για την μικρή ζωή του.

ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΘΑ ΤΟΝ ΑΦΗΝΑ ΝΑ ΠΑΕΙ ΞΑΝΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΙΖΟ ΒΡΑΧΟ να παίξει με το κορμί του, να παίξει με την ζωή του, φτιάχνοντας ανάποδες εικόνες, αφού πρώτα όμως, θα του χάριζα το μυστικό που μου είχε χαρίζει η ζωή σ’ αυτό εδώ το νησί. Λέγοντας του πως… «Ακόμα και αν θες Τζον να κοιτάς ανάποδα τον ωκεανό, εκείνος δεν πρόκειται να σταματήσει να κυλά προς τον ουρανό…»


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και διευθύντρια του μοναδικού περιοδικού από την Κύπρο που έχουμε συλλέξει και έχουμε στη βιβλιοθήκη μας, το Υστερόγραφο. Ζει στη Λευκωσία.


εμφάνιση σχολίων