«Δε θα με πείραζε», μου είπε. «Έτσι αισθάνομαι, πως δε θα με πείραζε αν κάποιος με πυροβολούσε»
ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
13 Μαρτίου 2013
ΕΓΩ, ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΦΙΛΟΔΟΞΗ, ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΑΛΛΑΞΩ ΚΑΝΕΝΑΝ, παρά μόνο τον εαυτό μου, μήπως και έτσι κατάφερνα να χαίρομαι τις εκδρομές μου. Τα βράδια κλέβαμε το μοτοποδήλατο του πατέρα μου, ένα κόκκινο, όμοιο με κείνα που βλέπεις στις ιταλικές ταινίες. Ισορροπούσαμε και οι δύο μας στο κάθισμά του και γυρνούσαμε τα στενά της γειτονιάς με την αίσθηση πως σε κάθε φανάρι αλλάζαμε σύνορα και χώρες και χάρτες. Τα πρώτα μας ποτά τα καμουφλάραμε σε φλιτζάνια του καφέ και τα πρώτα μας φιλιά τα περιγράφαμε μέχρι και το τελευταίο τους σάλιο. Υποσχεθήκαμε πως έτσι θα περιγράφαμε πάντα τη ζωή μας, η μια στην άλλη, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, τίποτα δε θα αφήναμε να πέσει κάτω, όλα θα τα λέγαμε, και τα ζόρια και τις χαρές και τις πιο ιδιότροπες μας σκέψεις.
ΔΕΝ ΕΓΙΝΑΝ ΩΣΤΟΣΟ ΕΤΣΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. Εκείνο που έγινε ήταν πως η μέρα της σήμερα ξεκίνησε κάπως έτσι: Στις 6:30 ξύπνησε, στις 6:45 φώναξε στον άντρα της να ξυπνήσει, στις 7:00 ξύπνησε την κόρη της και στις 7:30 τηγάνιζε αυγά με μπέικον στο μεγάλο τηγάνι. Στις 8:00 έπαθε υστερία και πέταξε το τηγάνι με τα αυγά στο πάτωμα και τα πατούσε με τις παντόφλες της μέχρι να λιώσουν στα πλακάκια. Δύο ώρες μετά μου τηλεφώνησε. «Σήμερα έπαθα υστερία» μου είπε. «Έλα». Πήγα. Και τώρα καθόταν απέναντί μου με το ένα δάχτυλο κολλημένο στο άλλο και με τα δύο τους να σχηματίζουν μια σκανδάλη στον κρόταφό της. «Δε θα με πείραζε», μου είπε. «Έτσι αισθάνομαι, πως δε θα με πείραζε αν κάποιος με πυροβολούσε».
«ΤΡΕΛΑΘΗΚΕΣ;» ΤΗ ΡΩΤΗΣΑ. Δεν απάντησε με λέξεις. Απάντησε με κείνο το βλέμμα που ήταν γεμάτο από θυμό και απελπισία και τρόμο και απογοήτευση και κενό και όλα αυτά μαζί. Και ύστερα μου είπε πως δεν ήθελε να το συζητήσει. Προτιμούσε, είπε, να αλλάξουμε τη διαρρύθμιση του σαλονιού. Να βάλουμε τον καναπέ απέναντι από το παράθυρο που τώρα ήταν με την πλάτη γυρισμένος στη θέα, κοιτούσε μόνο προς τον τοίχο, ήθελε να τον αλλάξει, είπε, γιατί ήθελε τα βράδια να κοιτάει απέξω, δεν ήθελε άλλο να κοιτάει μέσα, ούτε και μέσα της.
«ΟΠΩΣ ΤΟΤΕ ΣΤΙΣ ΤΑΡΑΤΣΕΣ, ΘΥΜΑΣΑΙ;», με ρώτησε, «θυμάμαι», απάντησα. «Καλά έκανα που μετακόμισα;», με ρώτησε μετά, αλλά δεν περίμενε απάντηση. Εκείνο που περίμενε ήταν μια επιβεβαίωση πως κάτι θα αλλάξει, πως όλα ίσως αρχίσουν να πηγαίνουν προς το καλύτερο. «Σου ταιριάζει πιο πολύ», της είπα, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχα ιδέα πια τι της ταίριαζε, ούτε και με τι ήθελε η ίδια να ταιριάζει. «Καλά έκανα» επανέλαβε. «Καταλαβαίνεις τι λέω;», με ρώτησε. Δεν της απάντησα. Σήκωσα τον καναπέ και την πρόσταξα να κάνει το ίδιο, για να τον πάμε στη θέση από όπου θα μπορούσε να βλέπει τη θέα. Δεν είχα άλλη απάντηση να της δώσω, παρά μόνο πως έπρεπε να σταματήσει να κοιτάει τοίχο. Έπρεπε να σταματήσει να γυρνάει την πλάτη της στη θέα…
εμφάνιση σχολίων