«Η Οδύσσεια του Ρόμπερτ Γουίλσον δε μπόρεσε να μας διασκεδάσει παρά μόνο τρία λεπτά»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
15 Νοεμβρίου 2012
ΟΓΔΟΝΤΑ ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΠΟ ΟΝΤΙΣΙΟΝ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΛΕΓΟΥΝ 17, ένα κυκλόραμα στο βάθος της σκηνής που αλλάζει διαρκώς με εκτυφλωτικά χρώματα, ένας πιανίστας που παίζει ζωντανά μουσική, εικόνες και ταμπλό βιβάν, ένας Κύκλωπας στην οθόνη, ο Όμηρος επί σκηνής, όλα για τον Οδυσσέα, συμπαραγωγή με το Piccolo Teatro του Μιλάνου, 26 σκηνές επί σκηνής, 150 λεπτά διάρκεια, 600 χιλιάδες ευρώ η αμοιβή του σκηνοθέτη, Εθνικό θέατρο, εποποιία: Η Οδύσσεια του Ρόμπερτ Γουίλσον δε μπόρεσε να μας διασκεδάσει παρά μόνο τρία λεπτά.
Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: Όταν μπαίνοντας στο θέατρο, και στη σκηνή βρίσκεται ήδη ένας ηλικιωμένος σε καταστολή που κοιτάζει το υπερπέραν φορώντας κάπα και στο βάθος της σκηνής δύο αντίγραφα προβάτων, αρχίζεις να υποψιάζεσαι το αφόρητο. Ο ηλικιωμένος σε καταστολή είναι ο Όμηρος, που αρχίζει να απαγγέλλει την αρχή της Οδύσσειας που ξέρουμε όλοι και έλεγε και ο Κώστας Καρράς με σπαστά ελληνικά όταν έκανε το γερμανό αξιωματικό στο σύγχρονο έπος της Υπολοχαγού Νατάσσας: «Άνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰπλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν…» κ.λπ. κ.λπ… Και μετά φώτα να αναβοσβήνουν -disco Barbarella is back-, εκκωφαντική μουσική που όταν έφτανε σε κρεσέντο και μπερδευόταν με τα ουρλιαχτά των ηθοποιών φοβόμουν ότι θα πάθω κρίση πανικού, άνθρωποι που δεν περπάταγαν αλλά συνεχώς κινούνταν σαν νευρόσπαστα, εικόνες που θα ήταν εξαιρετικές ως θεματικές βιτρίνες του Bergdorf Goodman ή στα Notos Galleries, εκνευριστικό πιάνο σαν μουσική υπόκρουση στις βουβές ταινίες του Χοντρού Λιγνού, ηθοποιοί σε φεστιβάλ μούτας και πόζας αλά κομέντια ντελ άρτε, ο Οδυσσέας να περπατάει σαν τον Βουτσά καλοκαίρι στον Αστέρα κάνοντας το γόη στα «Κορίτσια Για Φίλημα», κόκκινα, γαλάζια, πράσινα, κυπαρισσί, λευκά φώτα και τούμπαλιν. Ένα παραμύθι για παιδιά που θα έστελνε τα παιδιά στον ψυχίατρο για συνταγoγράφηση baby Prozac, μια παρωδία που δεν είναι παρωδία και στέλνει τους μεγάλους για τσιγάρο ενώ δεν καπνίζουν.
«ΣΙΧΑΙΝΟΜΟΥΝΑ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΛΟΓΙΑ», ΕΧΕΙ ΠΕΙ Ο ΜΠΟΜΠ ΓΟΥΙΛΣΟΝ, «ΓΙΑΤΙ ΠΑΡΕΜΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ. Όταν ξεκινάω μια παραγωγή, πάντα τη βάζω αρχικά στη σκηνή χωρίς λέξεις. Ξεκινάω τις πρόβες σε σιωπή. Λέω στους ηθοποιούς: “Το πιο σημαντικό πράγμα επάνω στην σκηνή είναι να ακούς. Ακούς με όλο σου το σώμα. Κοίτα πώς ένα σκυλί προχωράει προς το πουλί. Όλο του το σώμα ακούει. Δεν ακούει μόνο με τα αυτιά του. Η ουρά του ακούει, τα πόδια του ακούνε. Το σώμα του ακούει, γιατί θέλει αυτό το πουλί”. Ακούγοντας, συνειδητοποιούμε τη σιωπή. Ο Τζον Κέιτζ είπε ότι δεν υπάρχει σιωπή. Η Μάρθα Γκράχαμ είπε ότι όλο το θέατρο είναι χορός. Το θέατρο που κάνω σχετίζεται με το χορό, αλλά την ίδια στιγμή είναι ένα οικοδόμημα από σιωπές και χώρους που δημιουργούν αυτή τη θεατρική μουσική. Οι ηθοποιοί και οι τραγουδιστές θα ήθελαν να μιλάω παραπάνω για τη δουλειά. Όμως δε μου αρέσει να μιλάω. Κάνω πρόβες χωρίς να πω ούτε λέξη. Σκέφτομαι ότι οι λέξεις εμποδίζουν. Έχω δουλέψει με τον Hideo Kanze, που ήταν ηθοποιός του θεάτρου Νο. Η οικογένειά του είναι η πιο παλιά οικογένεια που υπάρχει ανάμεσα στου ηθοποιούς του Νο και πηγαίνει τετρακόσια χρόνια πίσω. Τον είδα να δουλεύει με ένα μικρό αγόρι χωρίς να του λέει ούτε μια λέξη. Όλα ήταν χειρονομίες και κίνηση. Εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ που δε μιλούσε. Η εμπειρία να κάνεις κάτι με το σώμα σου είναι σημαντική. Δεν είναι απαραίτητο να λεκτικοποιείς».
ΜΕ ΒΑΣΗ ΑΥΤΟ ΤΟ CREDO ΤΟ 1971 Ο ΓΟΥΙΛΣΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΜΙΑ ΤΕΤΡΑΩΡΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΤΙΤΛΟ DEAFMAN GLANCE/ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΚΩΦΟΥ, μια σιωπηλή όπερα στην οποία πρωταγωνιστούσε ένας κωφάλαλος έφηβος που ο σκηνοθέτης είχε υιοθετήσει κάποια χρόνια νωρίτερα. Το Variety αποκάλεσε την παράσταση «Ιδιοφυή», ο Guardian «την πιο εξαιρετική θεατρική εμπειρία» και ο New Yorker «talk of the town». Έχοντας αναγνωριστεί ως εξαιρετική μορφή της νεοϋορκέζικης αβάν-γκαρντ, παρουσίασε το 1976 σε συνεργασία με τον Φίλιπ Γκλας τη συγκλονιστική όπερα Einstein on the Beach, που κατάφερε να ανανεώσει το παραμελημένο αυτό είδος. Μετά δημιούργησε μεγάλες παραστάσεις για μεγάλα ευρωπαϊκά θέατρα και όπερες, όπως η βερολινέζικη Σαουμπίνε ή το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ -ένας σταρ-σκηνοθέτης.
Ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΓΟΥΙΛΣΟΝ ΟΜΩΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΥΠΕΚΥΨΕ ΣΕ ΜΙΑ ΖΕΝ ΜΑΝΙΕΡΑ, ΟΠΟΥ ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΗΘΩΣ ΒΑΜΜΕΝΟΙ ΣΕ ΣΤΥΛ ΘΕΑΤΡΟΥ ΚΑΜΠΟΥΚΙ, δηλαδή μια επιδερμίδα από λευκό ριζάλευρο με έντονα χείλη και μάτια που γίνεται μάσκα, που διασχίζουν τη σκηνή με σπασμωδικές κινήσεις, που παίζουν αποστασιοποιημένα χωρίς συναισθηματική έκφραση, με έμφαση στο timing, αδιαφορία για τις ερμηνείες των ηθοποιών, εμμονικό έρωτα με τους φωτισμούς. Αυτή τη μανιέρα την ακολουθεί με τέτοιο πάθος και προσήλωση Δέκα Εντολών, που έτσι κι έχεις δει μία παράστασή του -είτε βλέπεις την Όπερα της Πεντάρας του Μπρεχτ είτε την Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ του Μπέκετ είτε τα Σονέτα του Σαίξπηρ είτε την Οδύσσεια- αρχίζεις να μη διακρίνεις καμία διαφορά μεταξύ τους, αφού είδη, κείμενα, συγγραφείς και ηθοποιοί μπαίνουν στην προκρούστεια κλίνη του «στυλ Γουίλσον». Ο σκηνοθέτης πάνω από όλους και όλα ως Θεός, Πατέρας Παντοκράτορας.
Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ‘70 ΚΑΙ ΤΟΥ ‘80 ΕΓΙΝΕ ΣΙΚ ΤΟ ‘90 ΚΑΙ ΤΙΚ ΤΟ 2000. Μεταξύ σικ και τικ, η Αθήνα φωτογραφήθηκε στην πρεμιέρα, το Βήμα αποθέωσε μια παράσταση που ΔΕΝ και οι θεατές συνεχίζουν να πηγαίνουν και να φεύγουν στο διάλειμμα ή να υπομένουν με μαζοχιστική διάθεση κάτι που δεν είναι κακό κακό αλλά κάτι πολύ χειρότερο: αφόρητα βαρετό. Σαν να βλέπεις σινεμά του Δημιουργού όταν δημιουργοί δεν υπάρχουν ή γαλλικές ταινίες με σιωπές, βλέμματα γεμάτα νόημα ή ξαφνικό γέλιο για να δείξει παράλογο και αποξένωση ή κυνηγητά στο Μετρό με δερμάτινα μπουφάν. Πώς μπορείς να τραβήξεις τον Ιερό Σκηνοθέτη στο 2012, όταν παίρνει τον Όμηρο και τον κάνει να φαίνεται σαν συρραφή από υψηλής αισθητικής διαφημιστικά κουζίνας και μπάνιου και τους ηθοποιούς καρτούνς, και πώς να πείσεις τους θεατές που βασανίζονται από την παγωμάρα ενός θεάματος να κυκλοφορήσουν μετά την παράσταση με κονκάρδες «Οδύσσεια: Ήμουν Αιχμάλωτος για 150 λεπτά του Ξεπερασμένου», προειδοποιώντας έτσι τους επόμενους καμικάζι;
εμφάνιση σχολίων