0
1
σχόλια
653
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Τρέχεις με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Και μεταμορφώνεσαι

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
8 Μαΐου 2012
ΔΕΝ ΤΟ ‘ΧΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΠΩΣ ΕΙΧΑ ΗΔΗ ΞΕΠΕΡΑΣΕΙ ΤΑ 140 ΧΛΜ. Έφταιγε το αμάξι, που ήτανε καινούργιο, το ‘χες νοικιάσει δύο μέρες πριν, και μου ‘δινε εκείνη την αίσθηση πως άμα θέλω μπορώ και να πετάξω, και συ μαζί μου, «λες να πετάξουμε;» σου ‘πα, δεν έφερες αντίρρηση, παρότι φοβάσαι τις ταχύτητες και τα αυτοκίνητα. «Σου έχω εμπιστοσύνη» μου πες αλλά δεν ήμουνα σίγουρη πως το εννοούσες, μάλλον έφταιγε η άπειρη ποσότητας ζιβανίας που κατέβασες σε κείνο το ταβερνάκι που τρώγαμε πιο πριν.

«ΕΙΣΑΙ ΛΙΩΜΑ», ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΥΠΟΔΕΙΞΩ ΤΑ ΧΑΛΙΑ ΣΟΥ, μα δεν ήταν ακριβώς έτσι, γιατί εσύ ένιωθες μια απίστευτη χαρά, «σ’ αγαπάω και σένα και όλο τον κόσμο» φώναζες και δυνάμωνες την ένταση του ραδιοφώνου, έπιασες ένα σταθμό που έπαιζε καψουροτράγουδα από κείνα που μόνο σε μπουζουκομάγαζα αντέχει κανείς να ακούσει. «Πότε θα το πάρεις χαμπάρι ρε μωρό πως ότι και να γίνει εμείς θα ‘μαστε πάντα με τα πόδια λίγο πιο πάνω από το έδαφος», μου είπες και δεν ήτανε ακριβώς ερώτηση, δεν είχες βάλει, δηλαδή, ερωτηματικό στο τέλος, το ‘πες σαν διαπίστωση ή μάλλον σαν μια παρατήρηση για να βιαστώ, όχι με τις ταχύτητες, αλλά με τις παραδοχές μου. «Πρέπει να κόψεις το ποτό, το ‘χεις παρακάνει» σου είπα με ύφος μαμάς, εσύ γέλασες δυνατά και ύστερα άνοιξες το τζάμι του παραθύρου τέρμα, έπαιρνε ο αέρας τα μαλλιά μου, έπαιρνε και τα δικά σου, τράβηξες πάνω την μπλούζα σου και γύρισες το στήθος σου προς το παράθυρο λες και ήθελες να δροσιστεί η καρδιά σου, «τι κάνεις; θα σκοτωθούμε», σου φώναξα, «δεν σκοτωνόμαστε έτσι» μου απάντησες και εννοούσες πως άλλα είναι που μας σκοτώνουν κάθε μέρα και όχι το ότι γύρισες το στήθος σου προς το παράθυρο για να σε χαϊδέψει φρέσκος αέρας.

ΕΛΑΤΤΩΣΑ ΤΑΧΥΤΗΤΑ, ΕΙΧΑ ΥΠΟΨΙΑΣΤΕΙ ΠΟΙΑ ΘΑ ΗΤΑΝ Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΟΥ ΚΙΝΗΣΗ, πως δηλαδή θα έβγαζες το σώμα σου από την μέση και πάνω έξω από το παράθυρο και θα τραγουδούσες κοιτώντας τον ουρανό και την πόλη που φαινόταν φωτισμένη στο βάθος και μέσα στα χιλιάδες φώτα ξεχνούσες τις ασχήμιες της. «Για δες ένα φεγγάρι» μού ‘πες και έκανες παύση στο τραγούδι και ‘γω δεν ήξερα πού να προλάβω να εστιάσω. Στο δρόμο; Στον ουρανό; Στο φεγγάρι; Ή στο γυμνό σου σώμα που το χάιδευε ο αέρας και η νύχτα;

ΛΙΓΕΣ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ ΠΙΝΑΜΕ ΣΦΗΝΑΚΙΑ ΖΙΒΑΝΙΑΣ ΑΡΑΧΤΟΙ ΣΕ ΜΙΑ ΤΑΒΕΡΝΑ που εσύ ανακάλυψες, «την έχει ένας φοβερός τύπος», μου ‘πες, «πρέπει να τον γνωρίσεις», επέμενες και κείνο που ήθελες να πεις είναι πως δεν με πήγαινες απλά για φαγητό, αλλά για μια εμπειρία, από κείνες που σου προσφέρουνε μονάχα παρόν, ούτε το χτες σε νοιάζει, ούτε το αύριο, το μόνο που θες είναι να αρπάξεις την στιγμή αγκαλιά και να νιώσεις την ζεστασιά της. «Αρκεί να ζούμε τέτοιες στιγμές» μου είπες λες και διάβασες την σκέψη μου, «στιγμές που σε πάνε λίγο πάνω από το έδαφος, εκεί μωρό μου ο αέρας είναι πάντα πιο ζεστός, αυτό να το θυμάσαι» είπες και άρχισες πάλι να τραγουδάς.

ΠΑΤΗΣΑ ΤΟ ΓΚΑΖΙ ΣΤΑ 140 ΧΛΜ. «ΛΕΣ ΝΑ ΠΕΤΑΞΟΥΜΕ;» σε ρώτησα ξανά, είχες ήδη κλείσει το παράθυρο, επέστρεψε το στήθος σου πίσω στο κάθισμα και το βλέμμα σου ευθεία στο δρόμο. «Σου άρεσε ο τύπος που σου γνώρισα;» με ρώτησες και πριν προλάβω να απαντήσω θυμήθηκες πόσο υπέροχα έφτιαξε τις αγκινάρες και πόσο υπέροχα διηγιότανε ιστορίες όσο εσύ έτρωγες λαίμαργα την μια αγκινάρα μετά την άλλη. Σου έριξα ένα χαμόγελο και δεν χρειάστηκε να πω λέξη. Γιατί κατάλαβες. Γιατί κατάλαβα. Πως εκείνο που χρειάζεται κάποιες φορές είναι να κοιτάξουμε την πραγματικότητα λοξά. Και να νιώσουμε μια ζεστή στιγμή να μας χαϊδεύει στο στήθος…


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος. Ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό Κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Ανάμεσα στα κείμενά της που μπορείτε να διαβάσετε στο DOC TV είναι και η στήλη Το Νησί που έγραψε κατοικώντας επί έξι μήνες σε μια καλύβα στην Ταϊλάνδη. Μόλις κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο «ΥΓ. Γεννήθηκα έναν Απρίλη».

εμφάνιση σχολίων