Ο Γιώργος Χρονάς περιγράφει την απήχηση της φωνής της την δεκαετία του 50 και του 60- ένα μικροκαμωμένο ορφανό κορίτσι που γεννήθηκε στη Σάμο από φτωχή οικογένεια, υιοθετήθηκε και ενηλικιώθηκε μέσα στον πόλεμο μέσα από μεγάλες περιπέτειες. «Φωνές σαν της Γκρέυ δεν ήταν απλώς φωνές τραγουδιστριών, αλλά κάτι σαν νοσοκόμες, κοινωνικοί λειτουργοί, σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου, που μπαίνανε στο σπίτι από τα ράδια και βγαίνανε από τα παράθυρα των ίδιων σπιτιών για να μπουν πάλι και σ’ άλλα σπίτια, που δεν είχαν ραδιόφωνα ή γραμμόφωνα. Η Γκρέυ ήταν τότε κάτι σαν μάνα, στρατιώτης, Παναγία, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Θεοδώρα του Βυζαντίου. Η μορφή της, όπως περνούσε στα λαϊκά περιοδικά της εποχής, ήταν σαν να χει βγει από τις μπάντες των σπιτιών, πάνω απ’ τα διπλά κρεβάτια, δίπλα σε λίμνες, κάτω από γκρεμισμένα κάστρα. Αργότερα μάθαινα πως η Γκρέυ είχε τη φήμη δύσκολης, σκληρής γυναίκας, που δεν έκανε συμβόλαιο ποτέ της ή αν έκανε το έσκιζε και φώναζε στην ορχήστρα και στους μαγαζάτορες παίρνοντας το παλτό της: "Εγώ είμαι η Γκρέυ. Φεύγω!»
«Εγώ τον Στέλιο δεν τον ήξερα φατσικώς καθόλου, ούτε και ακουστικώς».
Λέει για τη γνωριμία της με τον Καζαντζίδη,(τον οποίο αρραβωνιάστηκε για τέσσερα χρόνια, αλλά δεν παντρεύτηκε ποτε): «Πήγα με τον Μπιθικώτση και τον Ζαμπέτα στο Αιγάλεω στον Κήπο του Αλλάχ. Δούλεψα μαζί τους και θυμάμαι τότε ότι ερχόταν ουρά ο κόσμος για να ακούσει αυτήν που τραγουδάει το "Βουνό". Και όταν με δείχνανε και λέγανε ότι αυτό το κοριτσάκι το τραγουδάει, δεν πιστεύανε ότι αυτό το πλάσμα –που τότε δεν ήταν ούτε σαράντα οκάδες – μπορεί να έχει αυτή την φωνή μ’ αυτήν την έκταση. Τους φαινότανε πάρα πολύ περίεργο. Μετά μ’ έψησε ο Κλουβάτος, τον οποίο λάτρευα, να πάω μαζί του στον "Ζέφυρο", ένα πολύ καλό μαγαζί στο Νέο Ηράκλειο...
Στον "Ζέφυρο" με περίμενε η μοίρα μου. Κάθε Σάββατο, έβλεπα μια γριούλα να έρχεται και τον Κλουβάτο να κατεβαίνει να της δίνει λεφτά και να της μιλάει. Μια μέρα του λέω, "Γεράσιμε ποιά είναι αυτή η γυναίκα;"
Μου λέει "Αυτή είναι η μάνα μοιανού καινούργιου τραγουδιστή, που είναι φυλακή και είναι πάρα πολύ φτωχιά." (...) Λέω "Σε ποια φυλακή είναι;" Μου λέει "Στην Μακρόνησο". Ζήτησα τότε από τον Κλουβάτο αν μπορώ να της δίνω κι εγώ κάνα κατοστάρικο. Πραγματικά, λοιπόν, γνωριστήκαμε με την κυρία Γεσθημανή, την μετέπειτα πεθερά μου και κάθε Σάββατο που ερχότανε στο μαγαζί, κατέβαινα εγώ, της παράγγελνα και καμιά μπιρίτσα και κανένα μεζεδάκι και της έδινα και κανένα κατοστάρικο. Της έλεγα «Να, πάρτε για τον γιο σας δυο πακέτα τσιγάρα από μένα.»
Αυτή, λοιπόν, όταν πήγαινε στον Στέλιο του έλεγε: «Στέλιο μου άμα θα βγεις απ’ τη φυλακή θα σε πάω να γνωρίσεις αυτή την κοπέλα που λέει το "Βουνό". Τι καλό κορίτσι και τι όμορφο κορίτσι και τι καλή ψυχή! Τι πονετικό πλάσμα που μόλις με δει, με παίρνει να με κεράσει, να μου δώσει λεφτά να σου πάρω τσιγάρα.»
Και συνέχιζε η Γκρέυ: «Εγώ τον Στέλιο δεν τον ήξερα φατσικώς καθόλου, ούτε και ακουστικώς. Ένα βράδυ λοιπόν που πήγα στο μαγαζί με παίρνει απ’ τα χέρια ο Γεράσιμος και μου λέει: "Έλα να σε γνωρίσω με το φανταράκι που του στέλναμε τα τσιγάρα".
Ήταν ο Στέλιος. Μου είπε: "Ευχαριστώ πολύ για τα τσιγάρα που μου στέλνατε". Συνεσταλμένο παιδί. Μια Παρασκευή βράδυ, ήρθε στο μαγαζί με παρέα ο Στέλιος. Μου λέει κάποια στιγμή "Χορεύουμε ένα τανγκό;" Λέω "Εντάξει, να κάνουμε δυο βόλτες."»
Σύφμωνα με τα δικά της λόγια: «Ηταν παρά ένα απλοϊκό παιδί που λεγόταν Στέλιος και δούλευε σε εργοστάσιο. Εγώ τον έκανα Καζαντζίδη. Η ιστορία του Καζαντζίδη αρχίζει με την Γκρέυ, είτε το θέλουνε κάποιοι είτε όχι. Εγώ εκβίασα την Columbia και τον επέβαλα στην εταιρία. Πάταγα πόδι και ό,τι έλεγα γινόταν…».
«Η αλήθεια είναι ότι έκανα πολλές θυσίες για τον Στέλιο, ειδικά όταν έμεινα έγκυος, αλλά δεν βαριέσαι. Η πρώτη “πουστιά” που μου έκανε ήταν τότε που “πήγε” με τη Σεβάς Χανούμ, τη χασικλού. Μετά γύρισε και έκλαιγε στα πόδια μου. Ηταν πολύ κομπλεξικός, ήθελε να φοράω ρούχα που να μη φαίνονται τα μπράτσα μου. Αλλά και με τη μάνα του… τι πέρασα! Εγώ την αγαπούσα τη γριά, ίσως γιατί στερήθηκα τη μάνα. Κι απέναντί μου τον πρώτο καιρό ήταν γλυκιά. Μέχρι που μου χτύπαγε το πρωί τα αβγά για να δυναμώσω, που ήμουνα αδύνατη. Ομως, όταν ετοιμαζόμασταν να παντρευτούμε -ήταν έτοιμο το νυφικό μου, για να καταλάβεις- και πιάσαμε ένα σπίτι πιο κάτω από εκείνη, τότε της την έδωσε να μας χωρίσει. Δεν ήθελε καμία στο πλευρό του Στέλιου. Ακόμη και όταν ήταν να παντρευτεί με τη Μαρινέλλα, η κυρα-Γεσθημανή έστειλε μια φίλη της, την κυρα-Ελισσώ, να μου πει να πάρω τον Καζαντζίδη από τη Μαρινέλλα…»
«Έκανε προσπάθειες να ξανασμίξουμε. Είμαι σίγουρη ότι μετά από εμένα έμπλεξε με πολλές γυναίκες. Όταν παντρεύτηκε την Μαρινέλλα πήγαμε περιοδεία. Τότε εκδηλώθηκε και είπε μόλις κατέβω στην Αθήνα θα πάρω διαζύγιο. Το’ πε και το’ κανε. Έμενε στην οδό Κνωσού και εγώ στην πλατεία Αττικής. Με πήρε τηλέφωνο να πάω να τον βρω. Δεν μπορούσα γιατί είχα κλείσει θέση στο σινεμά για να δω το «Δόκτορ Ζιβάγκο». Πήγα τελικά για λίγο. Είχε ένα φάκελο στο κομοδίνο. Ανοίγω και βλέπω το διαζύγιο. Σε καλή μεριά, του είπα. Τότε έφευγα για Αμερική να κάνω πρεμιέρα στην Σπηλιά. Στα μέσα του ’60. Μου ζήτησε να μείνω κοντά του. Στέλιο και εγώ κάποτε σε είχα πολύ ανάγκη να μείνεις κοντά μου και εσύ με εγκατέλειψες στο ξενοδοχείο. Πήρε τη μάνα του και την Μαρινέλλα και φύγαν και με άφησε χωρίς ούτε μια δραχμή. Αυτό με πείραξε πάρα πολύ. Δεν το ξεπέρασα ποτέ. Αν δεν ήταν τότε ο Καρνέζης με τον Παπαδόπουλο θα είχα φουντάρει…».
Γιώργος Χρονάς «Καίτη Γκρέυ, αυτή είναι η ζωή μου», εκδ. Οδός Πανός