Το πιο χαρακτηριστικό στιγμιότυπο της καριώτικης ζωής, που αναπαριστά σε όλο της το μεγαλείο, αυτήν την φιλοσοφία, είναι (ήταν) τα πανηγύρια. Το πανηγύρι στην Ικαρία ήταν το γεγονός που επέτρεπε σε αυτή την μικρή, κλειστή κοινωνία, να έρθει κοντύτερα. Να βρεθούν μαζί οι ευρύτερες οικογένειες, τα γειτονικά χωριά, να γνωριστούν οι πιο νέοι, να φουντώσουν τα ειδύλλια, να παρουσιαστούν οι νέοι απόγονοι, να λυθούν οι παρεξηγήσεις.
Κι όταν ανοίγει ο χορός, χωράνε όλοι. Γνωστοί και άγνωστοι, ξένοι και καριώτες, αγκαλιασμένοι για 20 λεπτά
Στα πανηγύρια ήταν όλοι εκεί. Από μωρά μέχρι αιωνόβιοι γέροντες, κάθονταν στα ίδια πρόχειρα τραπέζια, μοιράζονταν την πρόθεση* και το βραστό κατσίκι, το κρασί και τα σαλατικά που συχνά φέρναν μαζί τους. Και μετά χορός. Χορός σιγανός στην αρχή, "των γερόντων", για να χορέψουν αυτοί που τ΄αρθριτικά τους δεν τους επιτρέπουν τα πολλά τσαλίμια. Μαζί με τα νήπια, που θα τον μάθουν για πρώτη, ίσως, φορά. Και μετά πιο γρήγορος, εκστατικός, για τους νεότερους και τους πιο κοτσονάτους. Και βαλσάκια, για ερωτευμένους, για μπαμπάδες με τα κορίτσια τους, για γιαγιάδες με τις εγγόνες τους.
Κι όταν ανοίγει ο χορός, χωράνε όλοι. Γνωστοί και άγνωστοι, ξένοι και καριώτες, αγκαλιασμένοι για 20 λεπτά που θα κρατήσει το βιολί, η λύρα, η τσαμπούνα, ξεχνάνε έχθρες, έγνοιες, παράπονα. Σαν να σε ξεβγάζει η μουσική, και σε γυρνάει πίσω στο τραπέζι σου ελαφρύ, καινούριο, καθαρό.
Φέτος στη Λαγκάδα πήγα με την ίδια άγρια χαρά που πάω πάντα. Κι ας μην είναι πια το ίδιο. Κι ας είναι ο κόσμος απελπιστικά πολύς. Κι ας είναι τα τραπέζια στρυμωγμένα. Κι ας μην έρχονται πια οι γιαγιάδες και οι παππούδες, ούτε τόσα πολλά μικρά όσο παλιότερα. Κι ας κλείνει το πανηγύρι νωρίς, γιατί φοβόμαστε μη μπει καμιά φωτιά και γίνουμε προσάναμμα. Και ξεκινάει ο πρώτος καριώτικος. Και πάω να μπω στο χορό. Είναι ήδη κόσμος στην πίστα αγκαλιασμένος. Ακουμπάω δυο παλικάρια και τους λέω «Παιδιά, να μπω;» για να εισπράξω ένα: «Τράβα πιο κει, είμαστε παρέα». Ρε, πάτε καλά; Πού νομίζετε ότι ήρθατε;
«Τράβα πιο κει, είμαστε παρέα». Ρε, πάτε καλά; Πού νομίζετε ότι ήρθατε;
Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ να κάνουμε χώρο στον τουρίστα που, πλέον, δεν έχουμε πού να σταθούμε εμείς. Κι όχι μόνο στα πανηγύρια, παντού. Στα πιο τουριστικά μέρη της Ικαρίας, οι μεγαλύτεροι άνθρωποι δεν μπορούν πια να καφενεδήσουν. Θα ποδοπατηθούν από λυγερόκορμες κοπελίτσες με selfie sticks. Τα πιτσιρίκια δεν τα αφήνεις εύκολα να πάνε στην πλατεία μοναχά τους. Θα τα πάρει παραμάζωμα κανένα αμάξι φορτωμένο σανίδες του surf. Τα μπαράκια τσιτώνουν τα μπάσα τους λες και είναι το Berghain και οι κάτοικοι δεν μπορούν να κλείσουν μάτι για βδομάδες. Ακόμα και στις πιο απόμακρες παραλίες, το πρωί, ισορροπείς ανάμεσα σε σπασμένα μπουκάλια μπύρας και περιττώματα χαριτωμένων Jack Russel.
Μη με παρεξηγείς. Δεν είμαι ενάντια στον τουρισμό. Είμαι, όμως, ενάντια στην ασυδοσία. Στο σκεπτικό πως, επειδή επισκέπτεσαι έναν τόπο, όποιος κι αν είναι αυτός, και ξοδεύεις τα ωραία σου λεφτουδάκια -αν και διατηρώ πολλές αμφιβολίες για το πραγματικό οικονομικό όφελος αυτού του είδους του τουρισμού-, έχεις ξαφνικά το δικαίωμα να τον μαγαρίσεις, να κάνεις ό,τι σου καπνίσει για 10 μέρες, και να αποχωρήσεις, αφήνοντας πίσω σου συντρίμμια.
Η Ικαρία έγινε «διάσημη» για τον ελευθεριακό τρόπο ζωής της. Σ’ άλλους ταιριάζει, σ΄ άλλους δεν ταιριάζει, δεν θα τα χαλάσουμε εκεί, εξάλλου πρώτοι οι Καριώτες θα σου ομολογήσουν όλες της τις παθογένειες.
Όμως, άκουσέ με, φοβάμαι πως κάτι παρεξήγησες: Ελευθερία δεν σημαίνει κάνω ό,τι γουστάρω εις βάρος σου. Κοινοτισμός δεν είναι να έρθεις να κλέψεις από το περιβόλι και το τραπέζι μου. Αλληλεγύη δεν ειναι να καβατζώνεις προληπτικά όλες τις σκιές στις παραλίες για την πάρτη σου και μετά να εξαφανίζεσαι. Φιλοξενία δεν είναι να παρτάρεις ασύστολα, λες και οι αυλές μας είναι η προσωπική σου πίστα. Αυθορμητισμός δεν είναι να ξαλαφρώνεις το εντεράκι σου μπροστά τις πόρτες των ανθρώπων "για πλάκα".
Επίσης, φίλε μου, όταν έρχεσαι εδώ και θες με το στανιό να μας κάνεις κάτι άλλο, ή ακόμα χειρότερα, να μας βάλεις στην άκρη, για να μπορέσεις εσύ να ανεβάσεις το επόμενο viral TikTok από το «Γαλατικό χωριό» της Ελλάδας, με βγάζεις από τα ρούχα μου. Κι όσο εμείς συνεχίζουμε να παραμερίζουμε, όσο συνεχίζουμε να επιτρέπουμε στους επισκέπτες να μας συμπεριφέρονται λες και είμαστε κομπάρσοι στην ταινία της ζωής τους, τόσο ο τόπος θα καταστρέφεται και ό,τι όμορφο έχει απομείνει, θα πεθάνει. Εγώ, πάντως, στη Λαγκάδα δεν ξέρω αν θα ξαναπάω. Και ντρέπομαι λίγο γι’ αυτό.
*Το ζουμί που προκύπτει από το βράσιμο του κατσικιού και που σερβίρεται σε όλους τους πανηγυριώτες, απολείτουργα, δωρεάν.
Σημείωση: Η πρώτη φωτογραφία, από το αρχείο του Χρήστου Μαλαχία, τραβήχτηκε, πολλά, πολλά χρόνια πριν, των Αγίων Αποστόλων, στο Πέζι. Πρώτος στον χορό, βρακοφόρος, είναι ο προπάππους μου, ο Φωτεινός.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο όμορφο μπλογκ της Faulty Fiction