0
1
σχόλια
2313
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
DOCTV.GR
6 Μαρτίου 2024
Tο διήγημα του Γ. Καναφάνι γράφτηκε το 1956. Ο συγγραφέας, ποιητής και καλλιτέχνης από την Παλαιστίνη, έζησε σχεδόν όλη την ζωή του εξόριστος. Δολοφονήθηκε από την Μοσάντ, την μυστική υπηρεσία του Ισραήλ και δεν κατάφερε να επιστρέψει ποτέ στην «Χώρα των θλιμμένων πορτοκαλιών», όπως έλεγε την πατρίδα του.

Σχολιάζει η Ντίνα Κατσουρή, μεταφράστρια της συλλογής «Σύγχρονοι Παλαιστίνιοι Πεζογράφοι» (εκδ. Θεμέλιο, 1982): «Η παλαιστινιακή λογοτεχνία δεν έχει την πολυτέλεια να αναπτύσσεται σε αναπαυτικά σαλόνια και πολυτελείς βιβλιοθήκες. Αλλά καταγράφει τις μαρτυρίες της στους προσφυγικούς καταυλισμούς, στα κατεχόμενα εδάφη, στην πρώτη γραμμή της μάχης, στους δρόμους της εξορίας, στις σκοτεινές φυλακές. Πώς να αξιολογήσει, λοιπόν, κανένας μια τέτοια λογοτεχνία; Με ποιά κριτήρια; Με ποιές προθέσεις; Και, σε τελευταία ανάλυση, γιατί να την αξιολογήσεις; Τη στιγμή που οι συγγραφείς-αγωνιστές της αξιολογούνται κάθε ώρα, κάθε λεπτό στο στρατιωτικό ή στο πολιτικό πεδίο;».

Αγαπητέ Μουσταφά,
Μόλις πήρα το γράμμα σου, όπου μου γράφεις πως έκαμες όλα τα απαραίτητα για να διευκολύνεις την παραμονή μου στο Σακραμέντο. Μαθαίνω ακόμα πως έγινα δεκτός στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας. Πρέπει να σ’ ευχαριστήσω για όλα, φίλε μου. Όμως θα ξαφνιαστείς σαν μάθεις τι έχω να σου πω –και να μην έχεις καμιά αμφιβολία γι’ αυτό– δε νιώθω κανέναν απολύτως δισταγμό. Στην πραγματικότητα, είμαι πέρα για πέρα βέβαιος πως δεν είδα ποτέ στη ζωή μου πιο καθαρά τα πράγματα απ’ ό,τι τα βλέπω τώρα.Όχι, φίλε μου, άλλαξα ιδέα. Δε θα σ’ ακολουθήσω «στη χώρα που έχει πρασινάδα, νερό και όμορφα πρόσωπα», όπως μου έγραψες. Όχι, θα μείνω εδώ και δε θα φύγω ποτέ.

Πραγματικά, Μουσταφά, νιώθω πολύ άσκημα που δε θα συνεχίσουμε μαζί τον ίδιο δρόμο. Σ’ ακούω κιόλας να μου θυμίζεις τον όρκο μας να συνεχίσουμε μαζί την πορεία της ζωής μας και σ’ ακούω ακόμα να μου θυμίζεις τον τρόπο που συνηθίζαμε να φωνάζουμε «θα γίνουμε πλούσιοι». Όμως δεν μπορώ να κάμω τίποτα, φίλε μου. Ναι, θυμάμαι ακόμα εκείνη τη μέρα που στεκόμουνα στην αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου του Καΐρου, σφίγγοντας σου το χέρι και κοιτάζοντας τους κινητήρες των αεροπλάνων που βούιζαν. Εκείνη τη στιγμή όλα περιστρέφονταν γύρω τους κι εσύ στεκόσουνα μπροστά μου με σιωπηλό το στρογγυλό σου πρόσωπο. Το πρόσωπό σου, εξόν από κείνες τις ελαφρές ρυτίδες, δεν είχε αλλάξει, ήτανε το ίδιο σαν και τότε που μεγάλωνες στη συνοικία Σιατζίγια της Γάζας. Μεγαλώσαμε μαζί, καταλαβαίνουμε απόλυτα ο ένας τον άλλο, και υποσχεθήκαμε να συνεχίσουμε μαζί ως το τέλος. Όμως…

–Έμεινε μόνο ένα τέταρτο για να φύγει το αεροπλάνο. Μην κοιτάζεις έτσι στο κενό. Άκουσε! Τον άλλο χρόνο θα πας στο Κουβέιτ να τα οικονομήσεις για να μπορέσεις να ξεκολλήσεις από τη Γάζα και να μετακινηθείς στην Καλιφόρνια. Ξεκινήσαμε μαζί και πρέπει να συνεχίσουμε μαζί…

Εκείνη την ώρα παρακολουθούσα τα χείλια σου που κουνιόντουσαν βιαστικά. Πάντα έτσι μιλούσες, χωρίς κόμματα και τελείες. Κατά έναν, όμως, ανεξήγητο τρόπο ένιωθα πως δεν ήσουνα απόλυτα ευτυχισμένος με τη φυγή σου. Δεν μπορούσες να δώσεις τρεις καλές δικαιολογίες γι’ αυτή. Κι εγώ υπόφερα απ’ αυτό το ξερίζωμα, μα η πιο ξεκάθαρα σκέψη ήταν: γιατί να μην εγκαταλείψουμε αυτή τη Γάζα και να φύγουμε; Γιατί όχι; Η κατάστασή σου είχε αρχίσει πια να καλυτερεύει.Το υπουργείο Παιδείας του Κουβέιτ σου έκλεισε συμβόλαιο, πράγμα που δεν έκαμε μαζί μου. Μέσα στην απέραντη δυστυχία που ζούσα μου ‘στελνες μικρά χρηματικά ποσά. Ήθελες να τα θεωρήσω σαν δάνεια, γιατί φοβόσουνα πως διαφορετικά θα ένιωθα προσβλημένος. Γνώριζες με κάθε λεπτομέρεια την οικογενειακή μου κατάσταση. Γνώριζες πως ο πενιχρός μισθός που έπαιρνα από τα στοιχεία της ΟΥΝΡΑ δεν έφτανε για να ζήσω τη μάνα μου, τη χήρα του αδερφού μου και τα τέσσερα παιδιά της.

– Άκουσε προσεκτικά. Να μου γράφεις κάθε μέρα… κάθε ώρα… κάθε λεπτό! Το αεροπλάνο φεύγει. Γεια σου! Ή μάλλον, ώσπου να ανταμώσουμε ξανά!

Τα παγωμένα χείλια σου αγγίξανε ελαφρά το μάγουλό μου, έστρεψες το πρόσωπό σου μακριά από μένα κατά τη μεριά του αεροπλάνου κι όταν με ξανακοίταξες διέκρινα τα δάκρυά σου.

Αργότερα μου έκλεισε συμβόλαιο το υπουργείο Παιδείας του Κουβέιτ. Δεν χρειάζεται να σου αφηγηθώ με λεπτομέρεια τη ζωή μου εκεί. Γιατί σου έγραφα πάντα για το καθετί…

Η ζωή μου εκεί ήτανε άδεια και αποπνικτική σαν να ‘μουνα κανένα μικρό όστρακο, χαμένη μέσα στην καταπιεστική μοναξιά, μια νωθρή μάχη για ένα μέλλον τόσο σκοτεινό όσο κι η αρχή της νύχτας, εγκλωβισμένη σε μια φρικτή ρουτίνα, μια εμετική πάλη με το χρόνο. Όλα ήτανε αποπνιχτικά και βρώμικα. Όλη μου η ζωή κυλούσε νωθρά, δεν έβλεπα την ώρα να φτάσει το τέλος του μήνα.

Στα μέσα της χρονιάς, εκείνης της χρονιάς, οι εβραίοι βομβαρδίσανε την κεντρική επαρχία της Σάπχα και επιτεθήκανε με βόμβες και φλογοβόλα στη Γάζα, τη Γάζα μας. Κανονικά αυτό το γεγονός θα ‘πρεπε ν’ αλλάξει τη ρουτίνα της ζωής μου, όμως ούτε που το έλαβα ιδιαίτερα υπόψη. Σκόπευα ν’ αφήσω πίσω μου αυτή τη Γάζα και να πάω στην Καλιφόρνια, όπου θα ζούσα για τον εαυτό μου, τον εαυτό μου και μόνο, που είχε υποφέρει τόσο πολύ. Μισούσα τη Γάζα και τους κατοίκους της. Καθετί σ’ αυτή την ακρωτηριασμένη πόλη μου θύμιζε γκρίζους αποτυχημένους πίνακες φτιαγμένους από το χέρι κάποιου τρελού. Ναι, θα ‘στελνα στη μάνα μου και στη χήρα του αδερφού μου και στα παιδιά της ένα πενιχρό ποσό για να ζούνε, όμως κι εγώ θα ελευθερωνόμουνα επιτέλους από αυτό τον τελευταίο δεσμό, εκεί στην πράσινη Καλιφόρνια μακριά από τη δυσοσμία της ήττας, που για εφτά χρόνια γέμιζε τα ρουθούνια μου. Η συμπάθεια που μ’ έδενε με τα παιδιά του αδερφού μου, τη μάνα τους και τη δική μου δε θα ‘ταν ποτέ αρκετή δικαιολογία για να εξακολουθήσω να ζω μέσα σ’ εκείνη την απέραντα τραγική κατάσταση. Και δε θα ‘πρεπε να με παρασύρει ακόμα πιο πέρα από δω που είχα ήδη φτάσει. Πρέπει να φύγω μακριά!

Αυτά τα συναισθήματα τα νιώθεις, Μουσταφά, γιατί τα ‘χεις περάσει κι εσύ. Τί είναι αυτός ο απροσδιόριστος δεσμός που έχουμε με τη Γάζα και που περιορίζει τον ενθουσιασμό μας για φυγή; Γιατί δεν αναλύουμε με τέτοιο τρόπο το θέμα που να του δώσουμε μια ξεκάθαρη εξήγηση; Γιατί δεν αφήνουμε αυτή την ήττα με τις πληγές της πίσω μας και να ξεκινήσουμε για ένα φωτεινότερο μέλλον που θα μας δώσει πιο βαθιά παρηγοριά; Γιατί; Δεν ξέραμε ακριβώς γιατί.

Όταν πήγα διακοπές τον Ιούνιο και μάζεψα όλα τα προσωπικά μου αντικείμενα, λαχταρώντας τη γλυκιά αναχώρηση, το ξεκίνημα για όλα εκείνα τα μικροπραγματάκια που δίνουνε στη ζωή μια όμορφη, λαμπερή έννοια, βρήκα τη Γάζα έτσι όπως την ήξερα, κλεισμένη σε ένα κέλυφος σαλιγκαριού, με σκουριασμένο το εσωτερικό του, που το ξεράσανε τα κύματα στη βρώμικη αμμουδιά δίπλα εκεί στο σφαγείο. Αυτή η Γάζα ήταν ακόμα πιο μουδιασμένη κι από το μυαλό ενός κοιμισμένου ανθρώπου που αγωνίζεται ενάντια σ’ έναν τρομακτικό εφιάλτη, με τα στενά δρομάκια της που είχαν εκείνη την ιδιαίτερη μυρωδιά, τη μυρωδιά της ηττοπάθειας και της φτώχειας, τα σπίτια της με τα κρεμαστά μπαλκόνια… αυτή η Γάζα! Ποιες είναι, όμως, εκείνες οι ανεξήγητες αιτίες που οδηγούν έναν άνθρωπο στο σπίτι του, στην οικογένειά του, στις αναμνήσεις του, όπως η πηγή ελκύει ένα μικρό κοπάδι αγριοκάτσικα από το βουνό; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως εκείνο το πρωί πήγα στο σπίτι της μάνας μου. Σαν έφτασα, η γυναίκα του μακαρίτη του αδερφού μου ήρθε και με βρήκε και μου ζήτησε κλαίγοντας αν μπορούσα να πραγματοποιήσω την επιθυμία της Νάντιας, της κόρης της, που βρισκόταν πληγωμένη στο νοσοκομείο της Γάζας και να την επισκεφτώ εκείνο το βράδυ. Ξέρεις τη Νάντια, την όμορφη δεκατριάχρονη κόρη του αδερφού μου;

Εκείνο το βράδυ αγόρασα μια λίρα μήλα και ξεκίνησα να επισκεφτώ τη Νάντια στο νοσοκομείο. Ήξερα πως κάτι συνέβαινε και μου το κρύβανε η μάνα μου και η νύφη μου, κάτι που δεν ήμουνα σε θέση να το εντοπίσω. Αγαπούσα τη Νάντια από συνήθεια, την ίδια συνήθεια που μ’ έκανε να αγαπώ όλη εκείνη τη γενιά που μεγάλωσε μέσα στην ήττα και στον εκτοπισμό, που κατέληξε να πιστεύει πως η ευτυχισμένη ζωή είναι ένα είδος κοινωνικής παρέκκλισης.

Τί συνέβη εκείνη τη στιγμή; Δεν ξέρω. Μπήκα πολύ ήρεμος στο δωμάτιο. Τα άρρωστα παιδιά έχουν πάνω τους κάτι το άγιο, ιδιαίτερα ακόμα σαν η αρρώστια αυτών των παιδιών προέρχεται από οδυνηρές και φριχτές πληγές. Η Νάντια ήτανε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, η πλάτη της στηριζόταν σ’ ένα μεγάλο μαξιλάρι που πάνω του ήτανε απλωμένα τα μαλλιά της σαν μια χοντρή προβιά. Τα μεγάλα της μάτια κρύβανε μια ανεξιχνίαστη σιωπή και ένα δάκρυ λαμπύριζε όλη την ώρα βαθιά μέσα στις μαύρες κόρες τους. Το πρόσωπό της ήτανε ήρεμο κι ακίνητο, εκφραστικό, όμως, όπως θα μπορούσε να ήταν το πρόσωπο ενός μάρτυρα προφήτη. Η Νάντια ήτανε ακόμα παιδί, φαινότανε, όμως, περισσότερο από παιδί, πολύ μεγαλύτερο και μεγαλύτερη από παιδί, πολύ μεγαλύτερη.

– Νάντια!

Δεν έχω ιδέα αν ήμουνα εγώ που το είπα ή αν ήτανε κάποιος από πίσω μου. Σήκωσε, όμως, τα μάτια της κατά πάνω μου και τα ένιωσα να με λιώνουν σαν ένα κομμάτι ζάχαρη που πέφτει σ’ ένα καυτό φλιτζάνι τσάι. Μαζί με το ελαφρό χαμόγελό της άκουσα και τη φωνή της:

– Θείε! Ήρθες μόλις τώρα από το Κουβέιτ;

Η φωνή τσάκισε στο λαιμό της και ανασηκώθηκε με τη βοήθεια των χεριών της και τέντωσε το λαιμό της προς τα μένα. Της χάιδεψα την πλάτη και κάθισα κοντά της.

– Νάντια! Σου έχω φέρει δώρα από το Κουβέιτ, πολλά δώρα. Θα περιμένω να σηκωθείς από το κρεβάτι, να ‘σαι γερή και δυνατή και τότε θα ‘ρθεις στο σπίτι μου να σου τα δώσω. Σου ‘φερα τα κόκκινα παντελόνια που μου ‘γραψες και τα ζήταγες. Ναι, σου τα ‘φερα.

Ήταν ένα ψέμα, που το γέννησε η ένταση εκείνης της στιγμής, μόλις όμως το ανέφερα ένιωσα πως για πρώτη φορά στη ζωή μου έλεγα την αλήθεια. Η Νάντια τρεμούλιασε λες και την είχε διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα και χαμήλωσε το κεφάλι της μέσα σε μια τρομαχτική σιωπή. Ένιωσα τα δάκρυά της να βρέχουν την ανάποδη του χεριού μου.

–Πες μου κάτι Νάντια! Δε θες τα κόκκινα παντελόνια;

Σήκωσε το βλέμμα της πάνω μου και ετοιμάστηκε να μιλήσει, σταμάτησε, όμως, έσφιξε τα δόντια και ξανάκουσα τη φωνή της να ‘ρχεται από πολύ μακριά.

–Θείε!

Άπλωσε το χέρι, ανασήκωσε το άσπρο κάλυμμα με τα δάχτυλα και μου έδειξε το πόδι της, που ήταν ακρωτηριασμένο ψηλά από το μηρό.

Φίλε μου… Δε θα ξεχάσω ποτέ το πόδι της Νάντιας, ακρωτηριασμένο ψηλά από το μηρό. Όχι, ούτε θα ξεχάσω τον πόνο που ήταν διάχυτος στο πρόσωπό της και αποτυπώθηκε για πάντα στα χαρακτηριστικά της. Εκείνη τη μέρα έφυγα από το νοσοκομείο της Γάζας, κρατώντας σφιχτά στα χέρια μου με σιωπηλή ειρωνεία τις δυό λίρες που έφερα μαζί μου για να τις δώσω στη Νάντια. Ο πύρινος ήλιος έδινε στους δρόμους ένα αιμάτινο χρώμα. Και η Γάζα, Μουσταφά, ήταν κάτι εντελώς καινούργιο. Εσύ κι εγώ δεν την είδαμε ποτέ έτσι. Η πέτρινη στήλη στην αρχή της συνοικίας Σιατζίγια όπου ζούσαμε, είχε μια σημασία, και την είχανε βάλει εκεί όχι για κανέναν άλλο λόγο μα για να μας κάνουν να τη νιώσουμε. Αυτή η Γάζα, που είχαμε ζήσει και οι καλοί της άνθρωποι, που περάσαμε μαζί τους εφτά χρόνια ήττας ήταν κάτι καινούργιο. Σε μένα φαινότανε πως ήταν απλά μια αρχή. Δεν ξέρω γιατί πίστευα πως ήταν απλά μια αρχή. Φανταζόμουνα πως ο κεντρικός δρόμος, που τον πήρα για να με φέρει πίσω στο σπίτι, ήτανε μονάχα η αρχή ενός μακρινού δρόμου, που οδηγούσε στο Σαφάντ. Όλα στη Γάζα απόπνεαν δυστυχία που δεν περιοριζόταν στο κλάμα. Ήτανε μια πρόκληση. Κάτι πέρα απ’ αυτό, ήταν κάτι σαν η αποκατάσταση του ακρωτηριασμένου ποδιού!

Πήρα τους δρόμους της Γάζας, τους δρόμους με το εκτυφλωτικό φως. Μου είπανε πως η Νάντια έχασε το πόδι της καθώς ρίχτηκε πάνω από τα μικρά της αδέρφια και τις αδερφάδες της για να τα προστατέψει από τις βόμβες και τις φλόγες που ζώσανε το σπίτι. Η Νάντια θα μπορούσε να σώσει τον εαυτό της, θα μπορούσε να τρέξει μακριά, να σώσει το πόδι της. Όμως δεν το ‘κανε.

Γιατί;

Όχι, φίλε μου, δε θα ‘ρθω στο Σακραμέντο και δε λυπάμαι γι’ αυτό. Όχι, κι ούτε θα τελειώσουμε μαζί αυτό που αρχίσαμε στην παιδική μας ηλικία. Εκείνο το ανεξήγητο συναίσθημα που είχες καθώς άφηνες τη Γάζα, εκείνο το μικρό συναίσθημα πρέπει να μεγαλώσει και να γίνει μέσα σου ένας γίγαντας. Πρέπει να απλωθεί, για να βρεις τον εαυτό σου, πρέπει να το αναζητήσεις εδώ, ανάμεσα στα απαίσια ερείπια της ήττας.

Δε θα ‘ρθω κοντά σου. Μα να γυρίσεις εσύ σε μας! Γύρισε πίσω, για να μάθεις από το πόδι της Νάντιας, ακρωτηριασμένο ψηλά από το μηρό, τι είναι η ζωή και ποιά είναι η αξία της ύπαρξης.

Γύρισε πίσω, φίλε μου! Σε περιμένουμε όλοι.

 
«Σύγχρονοι Παλαιστίνιοι Πεζογράφοι», μετάφραση Ντίνα Κατσουρή εκδ. Θεμέλιο (1982). Ο Γασσάν Καναφάνι γεννήθηκε το 1936 στην Άκκα της Παλαιστίνης. Έζησε και σπούδασε στο γαλλικό σχολείο Φρερ στη Γιάφα. Έφυγε πρόσφυγας το 1948 στον Λίβανο και μετά έζησε στη Δαμασκό. Σε ηλικία δεκαέξι χρόνων δούλεψε ως διορθωτής λογοτεχνικών κειμένων, ύστερα στη συντακτική επιτροπή της Aλ-Pάι και στο ραδιόφωνο της Συρίας με δικά του προγράμματα. Δίδαξε λογοτεχνία και ζωγραφική στα σχολεία των προσφύγων.

Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Δαμασκού. Tο 1955 πήγε στο Kουβέιτ και δούλεψε σε σχολεία και σε εφημερίδες· εκεί άρχισε να γράφει λογοτεχνικά έργα και το 1958 πήρε το πρώτο βραβείο για το διήγημα «Tο κλεμμένο πουκάμισο». Tο 1960 πήγε στον Λίβανο για να δουλέψει στην εφημερίδα Aλ-Xουρίγιε ως συντάκτης του πολιτιστικού τμήματος.

Tο 1963 έγινε αρχισυντάκτης της εφημερίδας Aλ-Mουχάρερ και στη συνέχεια δούλεψε στις εφημερίδες Aλ-Aνουάρ και Aλ-Χαουάντεθ, ως το 1969, που ίδρυσε και ανέλαβε την αρχισυνταξία του περιοδικού του Λαϊκού Mετώπου Aλ-Xάνταφ. Tο 1966 πήρε το βραβείο της «Ένωσης φίλων του βιβλίου στον Λίβανο» για το μυθιστόρημα Ό,τι σας έμεινε, το 1974 πήρε το βραβείο της «Παγκόσμιας Oμοσπονδίας Δημοσιογράφων» και το 1975 πήρε το βραβείο «Λωτς» από την «Ένωση συγγραφέων Aσίας και Aφρικής» για το σύνολο των έργων του. Έγραψε πάνω από εξήντα πέντε διηγήματα, εννέα μυθιστορήματα, τρία θεατρικά, ένα βιβλίο οδοιπορικό και πέντε μελέτες. Tα έργα του μεταφράστηκαν σε πάνω από δεκαοκτώ γλώσσες.

Δολοφονήθηκε στις 8-7-1972 στον Λίβανο σε ηλικία μόλις τριάντα έξι χρόνων, μαζί με την αγαπημένη του ανιψιά Mάις, δεκαεπτά χρόνων, από εκρηκτικό μηχανισμό που είχε τοποθετήσει η μυστική υπηρεσία του Iσραήλ στο αυτοκίνητό του.



Ακολουθήστε μας στο Instagram και στο Fb για να βλέπετε τα άρθρα που σας ενδιαφέρουν 

 

Διαβάστε επίσης:
Μάμφορντ: Τέχνη, οι άνθρωποι μοιράζονται
Μορέν: Μεταμορφωνόμαστε!
Νέλσον: Αγάπη από μπλε
εμφάνιση σχολίων