0
1
σχόλια
727
λέξεις
ΚΟΣΜΟΣ
Από τον Ανδρέα Κοσιάρη
 
DOCTV.GR
26 Απριλίου 2022
Ως «θρίαμβο» υποδέχτηκαν πολλοί σχολιαστές τη νίκη Μακρόν στον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών την Κυριακή, παρά το γεγονός ότι το εκλογικό αποτέλεσμα έφερε την ακροδεξιά της Μαρίν Λε Πεν στο μεγαλύτερο ποσοστό στην ιστορία της.

Η ανάγνωση της νίκης Μακρόν ως «θριάμβου» βασίστηκε κατά κύριο λόγο στο ότι ο Γάλλος πρόεδρος ξεπέρασε τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων, που τον έφερναν να κερδίζει με περίπου 10 μονάδες διαφορά. Το τελικό ποσοστό του 58,5% για τον Μακρόν μπορεί μεν να είναι μεγαλύτερο από τις προβλέψεις, κυμαίνεται όμως εντούτοις στο όριο του στατιστικού λάθους. Και ιδωμένο από τον αντίποδα, το 41,5% της Λε Πεν αποτελεί ένα ιστορικά μεγάλο ποσοστό για το «Εθνικό Μέτωπο» και τη γαλλική ακροδεξιά εν συνόλω.

Σημαντικό για την ανάγνωση του αποτελέσματος είναι το επίσης ιστορικά υψηλό ποσοστό αποχής (το μεγαλύτερο από τις εκλογές του 1969, τις οποίες είχε μποϊκοτάρει το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα), αλλά και οι λευκές και άκυρες ψήφοι που ανέρχονται σε σχεδόν τρία εκατομμύρια — μαζί, αποχή και άκυρο/λευκό φτάνουν σχεδόν στο ένα τρίτο του εκλογικού σώματος, υποδεικνύοντας μια μαζική απόρριψη του «διπόλου» από τους Γάλλους.

Πώς άλλωστε να μην εισακουστεί το σύνθημα «ούτε Μακρόν, ούτε Λε Πεν», όταν οι δύο υποψήφιοι απέδειξαν επανειλημμένα ότι συμφωνούν σε μία τεράστια γκάμα ζητημάτων; Ο γαλλικός νεοφιλελευθερισμός, όπως εκφράζεται από τον Μακρόν και τους προκατόχους του, επιχείρησε να «αντιμετωπίσει» την άνοδο της ακροδεξιάς με τον ίδιο τρόπο που την «αντιμετωπίζει» επί σειρά ετών ολόκληρο το ευρωπαϊκό (και αμερικανικό) αστικό πολιτικό οικοδόμημα — ενισχύοντάς την.

Οικειοποιούμενος τη συνθηματολογία και την πολιτική ατζέντα της Λε Πεν, ο Μακρόν κυβέρνησε πλειοδοτώντας σε αυταρχισμό και ξενοφοβία. Έφτασε μάλιστα στο τελευταίο προεκλογικό ντιμπέιτ να επιτεθεί από τα δεξιά στη Λε Πεν, κατηγορώντας την ότι «κριτικάρει τους αστυνομικούς του κ. Νταρμαμάν [σ.σ: υπουργού Εσωτερικών]». Βέβαια, η «κριτική» της Λε Πεν αφορούσε την (σχετικά) ασήμαντη αφορμή της παρουσίας (και μετέπειτα βίαιης απομάκρυνσης) διαδηλωτών σε προεκλογικές της συγκεντρώσεις. Στο πιο φλέγον ζήτημα του αστυνομικού αυταρχισμού, η Λε Πεν είχε επιχειρήσει να εμφανιστεί «αλληλέγγυα» και στους διαδηλωτές και στην αστυνομία. Προσπάθησε να οικειοποιηθεί τις διαδηλώσεις των «Κίτρινων Γιλέκων» λέγοντας ότι «αγωνίστηκαν για τη δημοκρατία», ενώ παράλληλα στήριξε τα περιστατικά αστυνομικής βαρβαρότητας μιλώντας για το δικαίωμα των αστυνομικών στο «τεκμήριο θεμιτής αυτοάμυνας».

Παρομοίως και στα θέματα της ξενοφοβίας. Η Λε Πεν έχει επιχειρήσει τα τελευταία χρόνια να απαλύνει ελαφρώς τις δημόσιες θέσεις της, ενώ ο Μακρόν, αν και ρητορικά κάνει λόγο για την «οικουμενικότητα» της γαλλικής δημοκρατίας και εμφανίζεται υπέρμαχος του «ουμανισμού», έχει εφαρμόσει κάποια από τα πιο υγρά όνειρα της γαλλικής ακροδεξιάς. Ο νόμος ενάντια στον «αποσχισμό» που ψηφίστηκε στα μέσα του προηγούμενου έτους στοχοποιεί τους Μουσουλμάνους της Γαλλίας. Ο υπουργός Εσωτερικών Νταρμαμάν, φίλα προσκείμενος στην ακροδεξιά και εμπνευστής του νόμου, είχε μάλιστα κατηγορήσει τη Λε Πεν ότι είναι «επιεικής απέναντι στο Ισλάμ».

Παράλληλα με την οικειοποίηση του ακροδεξιού εθνικισμού και της ξενοφοβίας, ο μακρονικός νεοφιλελευθερισμός επέτρεψε στη Λε Πεν να εμφανίζεται ως «λαϊκή» και «υπέρμαχος των φτωχών», παρά το γεγονός ότι ιστορικά η γαλλική ακροδεξιά αποτελεί πολιτική δύναμη της «αστικής τάξης». Ο «πρόεδρος των πλουσίων», όπως αποκαλείται ο Μακρόν από τους Γάλλους, έχει εφαρμόσει πολιτικές όξυνσης της οικονομικής ανισότητας στη γαλλική κοινωνία. Με την έλευση της CoViD-19, η όξυνση αυτή εντάθηκε — όπως σε όλες τις δυτικές οικονομίες, οι πολιτικές της «πανδημίας των φτωχών» έφεραν υπερκέρδη στη γαλλική οικονομική ελίτ και ασθένεια, φτώχεια και θάνατο στις κατώτερες οικονομικές τάξεις.

Η απέχθεια των φτωχών για τις πολιτικές του Μακρόν αποτυπώθηκε γλαφυρά και στον πρώτο και στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. H Λε Πεν είδε τα μεγαλύτερα ποσοστά της στις εργατικές συνοικίες των γαλλικών μεγαλουπόλεων, στην ύπαιθρο, αλλά ειδικά στις υπερπόντιες γαλλικές κτήσεις — άγγιξε το 70% στη Γουαδελούπη, το 61% στη Μαρτινίκα και τη Γαλλική Γουιάνα, και το 60% στα νησιά του Ινδικού Ωκεανού, Ρεουνιόν και Μαγιότ.

Το πόσο «πύρρειος», και σίγουρα όχι θριαμβευτική, είναι η νίκη του Μακρόν, αποτυπώνεται και στο σημαντικό άγχος που έχει ήδη προκαλέσει η προοπτική των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών στο στρατόπεδό του. Τον Ιούνιο, ο Μακρόν προβλέπεται να δυσκολευτεί σημαντικά να κερδίσει μία υποστηρικτική πλειοψηφία στο γαλλικό κοινοβούλιο, με την πιθανώς ενωμένη ακροδεξιά υπό τη Λε Πεν και τον Ζεμούρ, αλλά και μία πιθανώς ενωμένη αριστερά γύρω από τον Μελανσόν, να επιζητούν να γίνουν ρυθμιστές της επόμενης πολιτικής ημέρας της Γαλλικής Δημοκρατίας.


To άρθρο του Ανδρέα Κοσιάρη δημοσιεύθηκε στο infowar


Διαβάστε επίσης:
ΕΡΕΥΝΑ: Οι εμβολιασμένοι μεταδίδουν λιγότερο τον κορονοϊό
ΕΡΕΥΝΑ: Ο Homo sapiens αγάπησε τους σκύλους λόγω των ματιών τους
Νορβηγία: Θεραπεία χωρίς φάρμακα για τις ψυχικές ασθένειες

 
εμφάνιση σχολίων