0
1
σχόλια
757
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Μας χωρίζουν κόσμοι ή λέξεις;

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
17 Δεκεμβρίου 2011
O ΠΕΤΡΟΣ ΕΜΕΝΕ Σ’ ΕΝΑ ΛΟΦΤ ΣΤΟ EAST VILLAGE. Μεταξύ της πρώτης και δεύτερης λεωφόρου. Με ένα φωταγωγό που έριχνε -ειδικά τα πρωινά- ένα υπέροχο φως. Εκεί, στις άκρες του Μανχάταν. Πίναμε τον καφέ μας και μου έβαζε να ακούω όπερες, την ίδια ώρα που οι σειρήνες των περιπολικών αλώνιζαν την πόλη. Εγώ δεν άντεχα τις άριες. Και έτσι καβγαδίζαμε πρωϊνιάτικα. Επέμενα πως ήθελα να ακούσω τη Γόβα Στιλέτο. Να παίζει ο Κραουνάκης και από το παράθυρο να κοιτώ τα τεράστια γυάλινα κτίρια. Αυτό ήθελα. Να φτιάχνω δηλαδή ένα κοντράστ και μέσα σε αυτό να απλώνω τον αντιφατικό μου εαυτό. Κι ας ήμουνα στο Μανχάταν. Κι ας μην μπορούσα να εξηγήσω στον Πέτρο για το γκέτο της ζωής μου. Κι ας περίμενα από εκείνον να είναι η τροφή μου.

ΠΛΑΚΩΝΟΜΑΣΤΕ ΛΟΙΠΟΝ, ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΣΙΝΤΙ και γω του φώναζα πως ποτέ δεν θα τον παντρευόμουνα, πως θα τον εγκατέλειπα στην μοναξιά μιας άριας. Εκείνος αντιμετώπιζε τις υστερίες μου με ένα βλέμμα αδιαφορίας κι’ ύστερα έβγαζε ένα ταλαίπωρο σημειωματάριο. Kαθότανε στην άκρη του τραπεζιού, άναβε τσιγάρο κι’ άρχιζε να μου διαβάζει τα ποιήματα του. Έγραφε ποιήματα. Πολύπλοκα και δυσνόητα.

ΑΓΩΝΙΖΟΜΟΥΝΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ ΤΟΝ ΨΥΧΙΣΜΟ ΤΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ. «Αν δεν μπορείς να με καταλάβεις μέσα από τους στίχους μου δεν θα μπορέσεις να με καταλάβεις ποτέ», μου ‘λεγε με ύφος αλαζονικό. Κι ύστερα εκείνος έφευγε για την δουλειά του. Και γω έφευγα για να εξερευνήσω τους νεοϋορκέζικους δρόμους. Τα βράδια μου μαγείρευε και γω φυλλομετρούσα αμερικάνικα περιοδικά, ενώ μου εξιστορούσε τις φοβίες του. Φοβότανε τα αεροπλάνα και τον πόλεμο. Εγώ γελούσα που φοβότανε. Εκείνος θύμωνε που γελούσα μα ύστερα του περνούσε και μου ‘λεγε «Θέλω να μείνεις εδώ για πάντα». Μα δεν έμεινα. Και πέρασαν τα χρόνια…

ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ, ΜΟΥ ΕΣΤΕΙΛΕ ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ. Ένα από τα καινούργια του ποιήματα -το ίδιο δυσνόητο. Και μαζί ένα σημείωμα όπου έλεγε «είμαι καλά, έχω μια σχέση, σκέφτομαι να παντρευτώ, την λένε Μίτσι». Δεν ήξερα τι προέλευση μπορεί να είχε αυτό το όνομα, που εμένα μου θύμιζε σκυλί. Δεν ρώτησα. Το μόνο που ήθελα να μάθω ήτανε πώς μετάφραζε τα ποιήματα του στην Μίτσι. Κι’ ύστερα με έπιανε το παράπονο που δεν ήμουνα πια εγώ η ζωή του.

ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ ΒΡΕΘΗΚΑ ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΜΑΝΧΑΤΑΝ. Είχε πια μετακομίσει στο West Village. Σε ένα διαμέρισμα χωρίς φωταγωγό. Δεν έπαιζε άριες τα πρωινά. Και δεν κάπνιζε μέσα στο σπίτι. Μαγείρευε χόρτα βραστά και έγραφε ποιήματα σε ένα γραφείο δίπλα από το παράθυρο. Τα βράδια ο Πέτρος έγραφε ποιήματα και η Μίτσι έκανε γιόγκα. Την βρήκα ανάποδα, έτσι την γνώρισα ανάποδα, με το κεφάλι στο έδαφος και τα μάτια κλειστά. Αυτή είναι η Μίτσι μου είπε ο Πέτρος και γώ είδα μια μικρόσωμη γιαπωνέζα με μαύρα μαλλιά και κόκκινα χείλη σε κατακόρυφη στάση.

ΕΙΧΕ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΙ ΤΟΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΚΙΟ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Ήθελε να σπουδάσει καλές τέχνες. Ήθελε να φτιάχνει υφάσματα που να μοιάζουν με πίνακες. Της άρεσε να διαβάζει βιβλία και να τρώει υγιεινά. Δεν θύμωνε ή μάλλον όταν θύμωνε δεν φώναζε. Έκλαιγε σιωπηλά. Ο Πέτρος μου ‘λεγε ότι είχε ένα μοναδικό τρόπο να τον ηρεμεί. Κι ύστερα μου ομολόγησε πως ποτέ δεν της είχε διαβάσει τα ποιήματα του. Πώς να τα μεταφράσει έτσι κι αλλιώς. Και γω απορούσα που δεν ήθελε να μεταφράσει τη ζωή του. Το ερχόμενο καλοκαίρι θα πήγαινε στο Τόκιο ή κάπου έξω από το Τόκιο να γνωρίσει τους δικούς της. Κι ύστερα θα έφερνε την Μίτσι εδώ να πάνε μαζί στην θάλασσα και να φάνε χωριάτικες σαλάτες με μπόλικη φέτα.

ΕΓΩ ΟΣΟ ΕΜΕΝΑ ΕΚΕΙ, ΕΒΓΑΙΝΑ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΣΕ ΕΝΑ ΣΤΕΝΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΠΝΙΣΩ. Όσο κρατούσε ένα τσιγάρο, σκεφτόμουνα πως να ‘ναι άραγε το Τόκιο. Πώς να ‘ναι άραγε το σπίτι της Μίτσι και πώς η γειτονιά της. Μου φαινότανε τόσο παράλογο. Εκείνη από το Τόκιο, εγώ από δω και στο ενδιάμεσο ένας έρωτας. Ο δικός μου για τον Πέτρο, ο δικός της για τον Πέτρο, τον Πέτρο με τα πολύπλοκα ποιήματα. Έφυγα μια βδομάδα μετά. Φίλησα την Μίτσι σταυρωτά και τον Πέτρο στο μάγουλο.

ΠΕΡΑΣΑΝ ΚΙ ΑΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ. Και τώρα είναι Δευτέρα βράδυ. Ανακατεύω τα συρτάρια μου και βρίσκω τυχαία ένα γράμμα που μου ‘χε στείλει κάποια στιγμή ο Πέτρος από το Τόκιο. Ένα γράμμα όπου έγραφε…«Θέλω τόσο πολύ να σου διαβάσω ένα ποίημα. Το έγραψα χθες το απόγευμα, ενώ κοιτούσα τις ανθισμένες κερασιές…».


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος. Ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό Κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Ανάμεσα στα κείμενά της που μπορείτε να διαβάσετε στο DOC TV είναι και η στήλη Το Νησί που έγραψε κατοικώντας επί έξι μήνες σε μια καλύβα στην Ταϊλάνδη.


εμφάνιση σχολίων