0
1
σχόλια
992
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Οι στιγμές σου καταργούν το Χάος. Κι ο χρόνος θα ‘ρθει με το μέρος μας

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
12 Δεκεμβρίου 2011
ΔΙΠΛΑ ΜΟΥ ΕΝΑ ΣΚΥΛΙ ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΜΙΑ ΞΑΝΘΗ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΚΙ ΑΥΤΗ ΤΑΞΙ. Απέναντι η θάλασσα και κάποιοι που παίρνανε βόλτα τα πιτσιρίκια τους ντυμένα με σκουφάκια και κασκόλ. Απόγευμα Κυριακής. Λίγο πριν το σούρουπο. Σκούπισα την μύτη μου με το χέρι κι’ ύστερα το έβαλα μέσα στην τσέπη του παντελονιού μου. Κρύωνα. Έκανε ψύχρα στο Φάληρο αυτό το απόγευμα. Η μέρα όμως ήτανε καθαρή και είχε ένα καταπληκτικό χρώμα, δεν μπορούσες να μην χαζέψεις έστω και μια στιγμή τον ουρανό. Για μια στιγμή.

ΓΙΑ ΤΟΣΟ ΕΧΑΣΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΔΕΙΟ ΤΑΞΙ. ΔΕΝ ΜΕ ΕΝΟΙΑΞΕ. Δεν έχω τίποτα να προλάβω σκέφτηκα. Το δεύτερο το ‘δα από μακριά. Έβγαλα το χέρι από την τσέπη, σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου, άνοιξε το παράθυρο, «που πάς;», «εκεί», εκείνος δεν πήγαινε εκεί ή μάλλον αλλού πηγαίνανε οι δύο κυρίες που κάθονταν στο πίσω κάθισμα και είχανε προτεραιότητα. «Έλα, θα σε πάω μετά», μου είπε, μπήκα, δεν με ένοιαζε, είναι η ωραία μέρα για βόλτα σκέφτηκα, κι’ ας είναι να την πληρώσω.

ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ, ΠΑΝΕ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ, ΜΟΥ ΠΕ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΗΤΑΝΕ ΠΟΥ ΤΟΝ ΠΡΟΣΕΞΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ. Ένας συμπαθέστατος χοντρούλης, με πρόσωπο σαν παιδί και μαλλιά μακριά, που κρατούσε το τιμόνι με το ένα χέρι και στο άλλο έπαιζε με ένα γαλάζιο κομπολόι. Του έγνεψα πως δεν έχω πρόβλημα, και κείνος, αφού ένιωσε πως συνεννοηθήκαμε άλλαξε σταθμό στο ραδιόφωνο, έψαξε λίγο και διάλεξε το Rise and Fall, του Στίνγκ. Οι κυρίες πίσω συζητούσανε μεγαλοφώνως. Ανέβασε την ένταση και άρχισε να τραγουδάει. Το κομπολόι έπαιζε. Ο ουρανός γινότανε πιο κόκκινος. Rise and Fall.

«ΝΑ ΤΟΝ ΠΑΡΕΙΣ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΝΑ ΤΟΝ ΒΡΙΣΕΙΣ», ΕΙΠΕ Η ΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ. «Σιγά που θα μπω στον κόπο. Δεν καταλαβαίνεις πως είναι κολλημένος ο μαλάκας» απάντησε η δίπλα. Ο ταξιτζής ήξερε τα λόγια απέξω, τα ‘λεγε στίχο-στίχο, μπερδευότανε ο Στίνγκ με την φωνή του και οι φωνές τους με τα νεύρα της κυρίας πίσω. Δεν έβγαζα λέξη. Τα μάζευα όλα, και ήχους και χρώματα και ότι περνούσε από το παράθυρο, σε μια στιγμή. Για μια στιγμή. Rise and Fall. Στα φανάρια η μια έγινε έξαλλη, η άλλη δεν ήθελε να συνεχίσει την κουβέντα, μόλις άναψε το πράσινο τέλειωσε και ο Στίνγκ, «άμα θες να καπνίσεις μπορείς» μού ‘πε ο ταξιτζής, «όχι άστο», απάντησα, θύμωσε και η κυρία, «στο νοσοκομείο πάμε», του έκανε παρατήρηση, «δεν κάνει να μυρίζουμε τσιγάρα». «Τα τσιγάρα την πειράξανε», μουρμούρισε εκείνος χαμηλόφωνα και ύστερα άλλαξε κανάλι στο ραδιόφωνο.

ΠΕΤΥΧΕ ΤΟ DUST IN THE WIND. ΤΟΥ ΑΡΕΣΕ. ΕΒΑΛΕ ΕΝΤΑΣΗ. Ένταση και η κυρία. « Κάθεσαι και παιδεύεσαι τόσα χρόνια με τις μαλακίες του, δεν μ’ ακούς», «Άσε ρε θα το χειριστώ σου λέω» , «Κάθε φορά αυτό λες και κάθε φορά η ίδια συζήτηση». Dust in the wind. Και το κομπολόι χτύπος-χτύπος και ένας ήλιος κόκκινος, πιο κόκκινος δεν μπορούσε ίσως να γίνει, η Συγγρού άδεια, μα η μέρα γεμάτη με χρώμα. Ένα λεωφορείο μπροστά μας να σταματάει απότομα. Νόμιζα πως θα καρφώναμε. Για μια στιγμή προλάβαμε. Και ήρθαμε απλά μούρη με την φράση πού ‘χε κολλημένη το λεωφορείο στο πίσω τζάμι. «Μην τρέχεις. Δεν θα προλάβεις. Απλά θα σκοτωθείς». Dust in the wind.

ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΑ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΩ, ΗΤΑΝ ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΣΚΕΦΤΗΚΑ ΚΑΙ ΕΝΙΩΣΑ ΜΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΑΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. «Χαραμίζεσαι με δαύτον», η άλλη επέμενε «άστο άλλαξε κουβέντα, δεν θέλω να το συζητώ», «καλά μην συζητάς, θα κλαίγεσαι πάλι την άλλη βδομάδα, και έτσι θα περνάει η ζωή σου», «άστο. Ξεχάσαμε να πάρουμε λουλούδια στην γιαγιά ή έστω σοκολατάκια. Με άδεια χέρια πάμε στο νοσοκομείο». Dust in the wind «Στα επόμενα φανάρια να μας αφήσετε», του ‘πε και τόπε πιο δυνατά. «Εντάξει κυρία» απάντησε εκείνος και έψαξε για άλλο σταθμό. Του πέφτανε λαϊκά, ξίνιζε την μούρη του, πιο πολύ ξίνιζε όμως η τύπισσα πίσω, ο ταξιτζής παιδευότανε με το ραδιόφωνο, εγώ δεν είχα τίποτα να παιδευτώ, κοιτούσα έξω από το παράθυρο, τίποτα άλλο δεν έκανα, ούτε σκεφτόμουνα, κοιτούσα τις στιγμές των αλλωνών, τίποτα άλλο δεν έκανα.

ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΠΑΤΗΣΕ ΦΡΕΝΟ ΣΤΟ ΣΤΕΝΟ, ΠΗΡΕ ΤΑ ΕΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ. Kι εκείνες κατεβήκανε κι’ ακόμα συζητούσανε το μαλάκα και τα λουλούδια που ξεχάσανε, ο ταξιτζής άλλαξε ταχύτητα και την ίδια στιγμή βρήκε επιτέλους και τραγούδι. Everybody hurts, Everybody hurts. Άρχισε να τραγουδάει. Άρχισα να τραγουδάω και γω μαζί του. Δεν κοιτιόμαστε. Κοιτούσαμε τον ουρανό. «Ωραίο χρώμα» είπε όταν του τέλειωσαν οι στίχοι που ήξερε. Συμφώνησα. «Μ’ αρέσει που είναι Κυριακή» είπε. «Και μένα μ’ αρέσει που τραγουδάς», απάντησα. «Δεν μου τυχαίνει συχνά. Να ‘ναι κάποιος χαρούμενος την ώρα που δουλεύει». «Μα είναι Κυριακή, κοπελιά. Και κοίτα ένα ουρανό που έχει η άτιμη». Τον κοίταξα τον ουρανό, σε μια στιγμή. Για μια στιγμή. Everybody hurts. «Αυτή είναι η ωραιότερη ώρα» είπε και χτύπησε το κομπολόι του. «Είναι», συμφώνησα. Everybody hurts. «Και δεν πειράζει που κάνει κρύο» είπε. «Όχι, δεν πειράζει» συμφώνησα. «Να πιείς ένα τσάι με κονιάκ. Αυτό ταιριάζει τώρα στον ουρανό». «Τσάι με κονιάκ;» απόρησα. «Ναι το κάνουν στο χωριό μου». «Πού είναι το χωριό σου;» «Στην Μαγνησία. Τέτοια εποχή πάω τα σαββατοκυριάκα. Ανάβω το τζάκι και πίνω τσάι με κονιάκ. Τίποτα ωραιότερο».

ΑΛΛΑΖΕΙ ΞΑΝΑ ΣΤΑΘΜΟ. DANCE INTO THE FIRE, ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ. Ξέρει κι’ αυτά τα λόγια. Λέει ένα δύο στροφές κι’ ύστερα μου πετάει ξαφνικά μια λέξη: Simplycity. Έτσι μου την είπε στα αγγλικά λες και αυτό ήτανε ένα ξέχωρο δικό του τραγούδι. «Αυτή είναι η ζωή, μην νομίζεις, εκεί και η ουσία. Simplycity». Συμφώνησα. «Γι’ αυτό κοπελιά απόλαυσε τις στιγμές», είπε. Συμφώνησα. Dance into the fire. «Δοκίμασε το τσάι με κονιάκ. Θα με θυμηθείς». Χαμογέλασα. Φτάσαμε, του είπα. Ναι φτάσαμε, είπε. «Τέρμα το κήρυγμα δηλαδή», συμπλήρωσε και γέλασε. «Καλή Κυριακή, κοπελιά». «Και για σένα», του είπα μα δεν το άκουσε, καθυστέρησα να το πω. Και έχασε την ευχή μου. Για μια στιγμή…


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος. Ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό Κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Ανάμεσα στα κείμενά της που μπορείτε να διαβάσετε στο DOC TV είναι και η στήλη Το Νησί που έγραψε κατοικώντας επί έξι μήνες σε μια καλύβα στην Ταϊλάνδη.


εμφάνιση σχολίων