«Είχα δοσοληψίες με τα λουλούδια και με τις κοπριές, με τα μερμήγκια της γάστρας και με τα σαμάρια των γαϊδουριών· μόνο τους ανθρώπους γύρω μου δεν τους λογάριαζα»
ΤΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ, ΠΟΥ ΕΠΑΙΖΑ ΠΑΙΔΙ, ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ δημιουργημένα μέσα στη μοναξιά, ρυθμισμένα μονάχ' από τη φαντασία. Τα παιγνίδια που γύρευα, που αυτοσχεδίαζα, που καλλιτεχνούσα, που αγαπούσα, και που μεθούσα μ' εκείνα. Τα έπαιζα καταμόναχος, φυλακισμένος μέσα στο σπίτι. Τα παιγνίδια μου, όσο κι αν είτανε πιο πολύ κοριτσιού, είχαν όλη του αρσενικού την ορμή, την πρωτοβουλία, την τρέλα. Γινόμουν αράδα αράδα, κατά την περίσταση και κατά τα κέφια μου, δεσπότης, ιεροκήρυκας, δημοδιδάσκαλος, καθηγητής, περιηγητής, γιατρός, στρατηγός, στρατιώτης, συνομιλητής, λιμαδόρος. Φλυαρούσα, ξεφώνιζα, κουβέντιαζα, ρητόρευα, λειτουργούσα, έψελνα, έδερνα, ανεβοκατέβαινα, αγωνιζόμουνα με τους καναπέδες και με τις καρέκλες, με τα βιβλία και με τα τραπέζια, έπιανα γνωριμίες και ξεσυνερίσματα με τους τοίχους, με τα ξύλα, με τα έπιπλα, με τα φουστάνια. Είχα δοσοληψίες με τα λουλούδια και με τις κοπριές, με τα μερμήγκια της γάστρας και με τα σαμάρια των γαϊδουριών· μόνο τους ανθρώπους γύρω μου δεν τους λογάριαζα.DOCTV.GR
27 Μαρτίου 2021
ΤΟΝ ΡΥΘΜΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΝ ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΖΑ. Οι άνθρωποι μου είτανε τα υλικά και τ' άψυχα· δεν καταδεχόμουνα να τα προσέξω. Οι ζωντανοί μου, όσοι είτανε για τους άλλους τ' άψυχα. Τον κεντιστό για μένα από την ξαδέρφη μου χαρτοφύλακα του σχολείου, που είχα για τα βιβλία μου, τον έκαμα δεσποτική μίτρα καί τον εφορούσα όταν έπαιζα: Με μια σύνοψη στο χέρι πρωτοστατούσα μεγαλόπρεπα σ' εκκλησιαστικές ιερουργίες. Τη στενή κάμαρα που βρισκόμουνα την έκανα διαδοχικά με το «γεννηθήτω φως» της φαντασίας μου, χωρίς καμιά διασκευαστική φροντίδα, την έκανα άγιο βήμα, νάρθηκα, άμβωνα, ιερό. Της εκκλησιάς αυτής είμουνα ο καντηλανάφτης, ο αναγνώστης, ο επίτροπος, ο διάκος, ο παπάς, ο επίσκοπος, ο ψάλτης, ο ενορίτης. Μαζί και αράδ' αράδα. Έπειτ' άλλαζα τη σκηνογραφία. Σ' ένα σεντούκι, απάνω μια καρέκλα κι ένα τραπεζάκι. Η δασκαλοκαθέδρα. Έκανα την παράδοσή μου. Πρώτα ήσυχα και ακαδημαϊκά. Ύστερα δεν μπορούσα να βαστάξω. Τα μαθητούδια μου άταχτα και αμελή. Ξελαρυγγίζομουν για να τα φέρω στον ίσιο δρόμο. Τίποτε. Μ' έπνιγεν ο θυμός. Άρπαζα τη βέργα. Κατέβαινα, χυμούσα. Μοίραζα ξύλο αλύπητο, δεξιά και αριστερά. Εσείς, προσκέφαλα και στρωσίδια, τραπέζια και καθίσματα, πατώματα και γωνιές, σάλες και κατώγια, κι αν ακόμα υπάρχετε, ακόμα θα βογγάτε από το δάρσιμο.
ΤΗ ΜΑΝΙΑ ΤΟΥ ΣΚΟΛΕΙΟΥ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥ, έπειτ' από τα πρώτα μου παιδιάτικα παιγνίδια, του γυμνασίου αγόρι πια. Ξαλάφρωνα στο σπίτι από την πλήξη της γυμνασιακής παράδοσης μεταμορφώνοντάς τη σε παιγνίδι. Τον καθηγητή που μ' ενοχλούσε στην τάξη, τον έπαιζα στο σπίτι κι είμουν ενθουσιασμένος. Μόνος πάντα. Κρατούσα κατάλογο μαθητών, έβαζα κλήρους, είχα πρόγραμμα, πότε παράδιδα Πλούταρχο, πότε Θουκυδίδη, πότε Θεόκριτο. Ακόμα τα 'χω στα μάτια μου τα βιβλία των δύο πρώτων, καλοδεμένα, με την έκδοσή τους από τους Γερμανούς σοφούς και στη Γερμανία, τον τρίτο από τον Νεόφυτο Δούκα κι εκδομένο και μεταφρασμένο, κείμενο και μετάφραση, όμοια δύσκολα, κι αμετάφραστα χωρίς τη συνδρομή του δασκάλου, και τ' αρχαία και τ' αρχαιόζηλα. Κάποιες εξηγήσεις του αδερφού μου που είτανε πια στην Αθήνα φοιτητής, τις είχα κληρονομήσει. Κι όσο πετούσα και καταφρονούσα τα δικά μου τα μαθητικά τετράδια, όταν είχα τετράδια, γιατί, συχνά δυστυχώς, τέτοιο κόπο δεν έπαιρνα, άλλο τόσο έσκυβ' απάνω στις εξηγήσεις του αδερφού μου, περίεργα και φροντισμένα.
ΑΥΤΑ ΕΙΤΑΝΕ ΤΑ ΚΑΘΗΓΗΤΙΚΑ ΜΟΥ ΕΦΟΔΙΑ, οι πηγές της σοφίας μου. Παράδιδα σε όλες τις τάξεις. Όλα τα μαθήματα. Εδώ ελληνικά, εκεί Ιστορία, αλλού ψυχολογία. Από όλα κάτι σκάμπαζα. Μόνο μαθηματικά δεν είχε το πρόγραμμά μου. Τα σιχαινόμουνα γιατί δεν τα ήξερα, ή δεν τα ήξερα γιατί τα σιχαινόμουνα; Ποιος ξέρει! Και τα δυο. Το μόνο που θυμούμαι είναι πως κάποιος, δεν γνωρίζω αν από το σπίτι μου ή από το σχολείο μου που με πρωτόβαλαν και που πηγαίναμε αντάμα αγόρια και κορίτσια (η ιστορία του σκολειού εκείνου βρίσκεται γραμμένη όσο παίρνει καθαρά σ' ένα ποίημα των «Τραγουδιών της Πατρίδος μου», του πρώτου μου βιβλίου του 1886· το ποίημα επιγράφεται «Το Σχολείον»), κάποιος μ' έδωκε μιας συμμαθήτριάς μου, Αμαλία την έλεγαν, για να μου μάθει τα μαθηματικά. Μου έφερ' εκείνη μια πλάκα κι επάνω σ' αυτή μού αράδιαζε νούμερα. Χαμένος κόπος. Κοίταζα περισσότερο την Αμαλία, από τα νούμερα.
Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Κωστή Παλαμά, Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου, κεφ. Τα παιγνίδια μου. Από τα Άπαντα του Κ.Π. των εκδ. Μπίρη. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με την επιμέλεια του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά, το 1972.
Πηγή: Αυτοβιογραφικά
Διαβάστε επίσης:
8 ποιήματα για τη θάλασσα
10 ποιήματα για το καλοκαίρι
εμφάνιση σχολίων