«Μένουμε σε σπίτια, σε πόλεις που κάηκαν ολοσχερώς προσποιούμενοι πως στέκονται ακόμα όρθια»
«Ό,τι και να κάνω δεν έχει κανένα νόημα αν το σπίτι καίγεται». Ωστόσο, ακόμα και όσο καίγεται το σπίτι είναι απαραίτητο να συνεχίσουμε όπως πριν, να τα κάνουμε όλα με την ίδια φροντίδα και ακρίβεια, αν όχι μεγαλύτερη, ακόμα και αν κανείς δεν το προσέχει. Μπορεί η ζωή να εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης, μπορεί καλώς ή κακώς να χαθεί κάθε ανάμνηση από όσα έχουν συμβεί. Αλλά εσύ συνεχίζεις όπως πριν, είναι πλέον πολύ αργά για να αλλάξεις, δεν υπάρχει πλέον χρόνος.DOCTV.GR | ΦΩΤΟ: UNSPLASH
13 Φεβρουαρίου 2021
«Ό,τι συμβαίνει γύρω σου, δεν πρέπει πλέον να σε απασχολεί». Όπως η γεωγραφία μιας χώρας που πρέπει να αφήσεις για πάντα πίσω σου. Όμως με ποιο τρόπο σε επηρεάζει ακόμα; Ακριβώς από τη στιγμή που πλέον δεν σε απασχολεί, τώρα που όλα μοιάζουν να έχουν τελειώσει, όλα τα πράγματα και οι τόποι εμφανίζονται με το πιο αληθινό τους περίβλημα, σε αγγίζουν ακόμα πιο βαθιά –έτσι όπως είναι: μεγαλείο και ένδεια.
Μπορεί τα σπίτια και οι πόλεις ήδη να κάηκαν από μια τεράστια πυρκαγιά –ποιος ξέρει πόσο καιρός έχει περάσει– την οποία κάναμε πως δεν είδαμε
Ποιο σπίτι καίγεται; Η χώρα που ζεις, η Ευρώπη, ο κόσμος ολόκληρος; Μπορεί τα σπίτια και οι πόλεις ήδη να κάηκαν από μια τεράστια πυρκαγιά –ποιος ξέρει πόσο καιρός έχει περάσει– την οποία κάναμε πως δεν είδαμε. Δεν έμειναν παρά κάποιοι τοίχοι, μια τοιχογραφία, ένα τμήμα οροφής, και ονόματα, πολλά ονόματα, που τα δάγκωσαν οι φλόγες. Ωστόσο, εμείς τα καλύπτουμε όλα αυτά πολύ προσεκτικά με λευκό σοβά και απατηλές λέξεις, για να φαίνονται άθικτα. Μένουμε σε σπίτια, σε πόλεις που κάηκαν ολοσχερώς προσποιούμενοι πως στέκονται ακόμα όρθια. Οι άνθρωποι ζουν και περπατάνε δίπλα στα συντρίμμια με τις μάσκες τους σαν να βρίσκονται στις γειτονιές που γνώριζαν παλιά.Τώρα η φλόγα έχει αλλάξει μορφή και φύση, έχει γίνει ψηφιακή, αόρατη και ψυχρή —και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι πλέον ακόμα πιο κοντά μας και μας περικυκλώνει κάθε στιγμή. Το ότι ένας πολιτισμός –μια βαρβαρότητα– μπορεί να βυθιστεί και να μη ξαναβγεί ποτέ στην επιφάνεια, δεν είναι κάτι καινούριο. Οι ιστορικοί είναι συνηθισμένοι να καταγράφουν και να χρονολογούν τομές και ναυάγια. Αλλά τι μαρτυρία να καταθέσουμε για έναν κόσμο που οδεύει προς την καταστροφή με τα μάτια δεμένα και το πρόσωπο καλυμμένο, μια πολιτεία που καταρρέει χωρίς ίχνος διαύγειας ή περηφάνιας, βυθισμένη στην αθλιότητα και τον φόβο; Η τύφλωση γίνεται ακόμα πιο απελπιστική από τη στιγμή που οι ναυαγοί προσποιούνται ότι κυβερνούν το ίδιο τους το ναυάγιο, ορκίζονται πως ακόμα μπορούν όλα να τεθούν υπό έλεγχο μέσω της τεχνικής, πως δεν χρειάζεται ούτε ένας νέος θεός ούτε ένας νέος ουρανός, παρά μόνο απαγορεύσεις, ειδικοί και γιατροί. Πανικός και απατεωνιά.
Τι θα ήταν ένας Θεός στον οποίο δεν θα απευθύναμε ούτε προσευχές ούτε θυσίες; Και τι θα ήταν ένας νόμος που δεν θα γνώριζε ούτε προσταγή ούτε εφαρμογή; Και τι θα ήταν μια λέξη που ούτε θα σήμαινε ούτε θα πρόσταζε κάτι, αλλά θα μπορούσε να σταθεί αληθινά στην αρχή –ακόμα και πριν από αυτή;
Οι άνθρωποι πρέπει να είναι κινητοποιημένοι, να αισθάνονται κάθε στιγμή πως βρίσκονται σε μια επείγουσα κατάσταση, την οποία ρυθμίζουν μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια εκείνοι που έχουν την εξουσία να την αποφασίζουν
Ένας πολιτισμός που αισθάνεται ότι βρίσκεται στο τέλος του, ότι δεν έχει άλλη ζωή, προσπαθεί να κυβερνήσει την κατάρρευσή του με τον μόνο τρόπο που μπορεί, με μια διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Από αυτή την οπτική πρέπει να ιδωθεί η ολική κινητοποίηση στην οποία ο Γιούνγκερ [Ernst Jünger] εντόπισε το ουσιώδες χαρακτηριστικό της εποχής μας. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι κινητοποιημένοι, να αισθάνονται κάθε στιγμή πως βρίσκονται σε μια επείγουσα κατάσταση, την οποία ρυθμίζουν μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια εκείνοι που έχουν την εξουσία να την αποφασίζουν. Αλλά ενώ στο παρελθόν η κινητοποίηση είχε ως στόχο να φέρει κοντά στους ανθρώπους, σήμερα στοχεύει να τους απομονώσει, να απομακρύνει τον έναν από τον άλλο.Εδώ και πόσο καιρό καίγεται το σπίτι; Πόσο καιρός πέρασε από τότε που κάηκε; Το σίγουρο είναι ότι έναν αιώνα πριν, μεταξύ του 1914 και του 1918, στην Ευρώπη συνέβη κάτι που έριξε στις φλόγες και την τρέλα καθετί που έμοιαζε να στέκει ακόμα όρθιο και ζωντανό. Τριάντα χρόνια αργότερα, η φωτιά κάλυψε τα πάντα και έκτοτε σιγοκαίει χωρίς σταματημό, μόλις που φαίνεται κάτω από τις στάχτες. Ίσως όμως η πυρκαγιά να ξεκίνησε πολύ νωρίτερα, όταν η τυφλή ενόρμηση της ανθρωπότητας για σωτηρία και πρόοδο συναντήθηκε με τη δύναμη της φωτιάς και των μηχανών. Όλα αυτά είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλαμβάνουμε. Το μόνο ερώτημα είναι πώς μπορέσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε και να σκεφτόμαστε, όσο οι φλόγες κάλυπταν τα πάντα γύρω μας, τι ήταν αυτό που παρέμεινε ανέπαφο στο κέντρο της φωτιάς ή στις άκρες της. Πώς καταφέραμε να συνεχίσουμε να αναπνέουμε μέσα στις φλόγες, τι ήταν αυτό που χάσαμε και από ποια ερείπια –ή ποιες απάτες– κρατηθήκαμε; Τώρα που δεν υπάρχουν πια φλόγες αλλά μόνο νούμερα, στοιχεία και ψέματα, είμαστε σίγουρα πιο αδύναμοι και μόνοι, αλλά χωρίς τη δυνατότητα κάποιου συμβιβασμού, είμαστε τουλάχιστον πιο διαυγείς από ποτέ. (...)
Να νιώθεις ότι ζεις: Να συγκινείσαι από την ίδια σου την αισθητικότητα [sensibilità], να έχεις παραδοθεί απαλά στην ίδια σου την κίνηση χωρίς να είσαι σε θέση ούτε να την αναλάβεις ούτε να την αποφύγεις. Το να νιώθω ζωντανός καθιστά δυνατή τη ζωή για εμένα, ακόμα και αν με κλειδώσουν σε ένα κελί. Και τίποτα δεν είναι τόσο πραγματικό όσο αυτή η δυνατότητα.
Στα χρόνια που έρχονται θα υπάρχουν μόνο μοναχοί και παραβάτες. Κι όμως είναι αδύνατο απλά να φύγουμε, να πιστέψουμε ότι μπορούμε να προσπεράσουμε τα ερείπια του κόσμου που έχει καταρρεύσει γύρω μας. Διότι η κατάρρευση αφορά και καλεί εμάς, ένα από αυτά τα ερείπια είμαστε εμείς. Και πρέπει να μάθουμε πώς μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε με τον πιο σωστό τρόπο, προσεκτικά, χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί.
Η αλήθεια μπορεί μόνο να ειπωθεί από εκείνους που δεν έχουν καμιά ελπίδα να ακουστούν, μόνο από εκείνους που μιλούν μέσα από το σπίτι που το κατασπαράσσουν αδιάκοπα οι φλόγες. Σήμερα ο άνθρωπος εξαφανίζεται, όπως ένα πρόσωπο στην άμμο από το κύμα. Αλλά αυτό που παίρνει τη θέση του, δεν συγκροτεί πια ένα κόσμο. Είναι μονάχα μια γυμνή και βουβή ζωή, χωρίς ιστορία, στο έλεος των υπολογισμών της εξουσίας και της επιστήμης. Ωστόσο, μπορεί από τα συντρίμμια αυτά μια μέρα να γίνει η αρχή για να εμφανιστεί, είτε αργά είτε ακαριαία, κάτι άλλο –όχι φυσικά ένας θεός, αλλά και ούτε ένας άλλος άνθρωπος— ίσως ένα νέο ζώο, μια ψυχή που ζει διαφορετικά…
Διαβάστε επίσης:
Αγκάμπεν: Θα επιδιώξουν να συνεχίσουν ότι δεν έχουν καταφέρει να υλοποιήσουν
Ζίζεκ: Δεν υπάρχει επιστροφή στην κανονικότητα μετά την πανδημία
Πρώτη δημοσίευση: Quodlibet, 5 Οκτωβρίου, 2020. Η μετάφραση βασίστηκε στην αγγλική απόδοση από τον Richard Braude με παράλληλη χρήση του ιταλικού πρωτοτύπου. Μετάφραση: Παναγιώτης Τριτσιμπίδας, Δανάη Θεοδωράκη.
Giorgio Agamben (Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, 1942). Ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, υπήρξε καθηγητής φιλοσοφίας στο Ινστιτούτο αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου της Βενετίας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης όπου εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή πάνω στην πολιτική σκέψη της Σιμόν Βέιλ. Ο Αγκάμπεν παρακολούθησε τα Le Thor σεμινάρια του Μάρτιν Χάιντεγκερ το 1966 και το 1968. Υπήρξε μέχρι το 1996 επιμελητής της ιταλικής έκδοσης των Aπάντων του Βάλτερ Μπένγιαμιν και συνοδοιπόρος με την σκέψη, μεταξύ άλλων, των Γκυ Ντεμπόρ, Ζυλ Ντελέζ, Μισέλ Φουκώ και Βάλτερ Μπένγιαμιν. Κεντρική θέση στη σκέψη του καταλαμβάνουν οι έννοιες της «κατάστασης εξαίρεσης», «μορφής-ζωής και homo sacer καθώς κι αυτή της βιοπολιτικής (που δανείζεται από τον Μ. Φουκώ, αν και τροποποιεί το νόημά της).
εμφάνιση σχολίων