0
1
σχόλια
967
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Μόνο στο βήμα που υπερβαίνει τη λογική, μπορεί να κατοικήσει το μαγικό

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
14 Νοεμβρίου 2011
ΣΥΝΕΒΗΣΑΝ ΟΛΑ ΣΕ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ. ΤΟΥ ΧΙΛΙΑ ΕΝΝΙΑΚΟΣΙΑ ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΚΑΤΙ. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο ήταν αυτό το κάτι. Θυμάμαι μόνο, πως εκείνη την εποχή γέμιζε ο τηλεφωνητής μου από μηνύματα. Οι φίλοι με έψαχναν, μα εγώ ήθελα να χαθώ. Δεν απαντούσα σε κανένα. Ή μάλλον απαντούσα, ενώ η πραγματικότητα ήταν πως δεν ήθελα να απαντήσω σε κανένα. Ήταν μια γκρίζα εποχή. Ούτε μαύρη, ούτε άσπρη. Που μιλούσα με γκρίζες λέξεις. Δηλαδή που δεν ανήκαν ούτε στο μαύρο, ούτε στο άσπρο. Που μιλούσα με στίχους. Που δεν άνηκαν σε μένα. Και τους τραγουδούσα, έτσι δανεικά, νομίζοντας πως τραγουδούσα τη ζωή μου. Πάντα αυτό έκανα.

ΟΤΑΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΧΑΘΩ ΜΕ ΕΨΑΧΝΑ ΣΤΙΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΑΝΕΙΚΕΣ ΑΤΑΚΕΣ. Και με έβρισκα σε τραγούδια, με έβρισκα σε διαζώματα συναυλιών, σε νύχτες που έβαζα να παίζει το ίδιο βινύλιο ξανά και ξανά. Χωρίς να καταλαβαίνω πως έτσι κρυβόμουνα ακόμα πιο πολύ. Οι μουσικές ήτανε οι κρυψώνες μου κι ας φαινόταν πως με φανέρωναν. Έλεγα πως εκεί εγώ υπάρχω. Σε τραγούδια που διαρκούσαν μόνο τρία λεπτά. Μα ήταν αρκετά για να χωρέσουν, όλα όσα με χώρεσαν ή μάλλον όλα όσα με χώριζαν από μένα. Αυτό ήταν το χίλια εννιακόσια κάτι. Που δεν θυμάμαι, ή δεν θέλω να θυμηθώ πόσο ήταν το κάτι. Και ύστερα όλα συνέβηκαν σε ένα βράδυ.

ΚΑΘΟΜΟΥΝ ΣΕ ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ. ΜΙΚΡΟ ΚΑΙ ΑΔΙΑΦΟΡΟ. Με λευκά σεντόνια που δεν μύριζαν τίποτα. Χωρίς θέα από τα παράθυρα. Παντού τοίχος. Ακόμα και η θέα ένας τοίχος. Καθόμουνα με ένα τζίν και ένα πλεχτό πουλόβερ. Και περίμενα. Ένα άντρα για τον οποίο δεν ήξερα πολλά. Ήξερα μόνο όσα χρειαζόμουνα. Λίγα. Πως δηλαδή αισθανότανε μόνος. Πως τον κυνηγούσε το παρελθόν του. Και πως τα βράδια έπινε πολύ. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά σαν χάδι. Και μεγάλα καστανά μάτια, σαν απορία. Και έπαιζε μουσική. Τίποτα άλλο δεν ήξερα. Ούτε και κείνος για μένα. Μόνο τα ελάχιστα. Που, τότε, στο χίλια εννιακόσια κάτι, μας ήταν ωστόσο, αρκετά. Είχε, δηλαδή, υποψιαστεί πως με καθόριζαν ακόμα οι σιωπές μου. Και πως με όριζαν, περιορίζοντας με, οι εκκρεμότητες μου.

ΤΟΝ ΓΝΩΡΙΣΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. ΜΗΝΕΣ ΠΡΙΝ. ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΕΝΟΣ ΚΟΙΝΟΥ ΦΙΛΟΥ. ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ. ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΚΕΙΝΟΣ. Υπήρχε όμως μια περίεργη επικοινωνία μεταξύ μας, που δεν είχε να κάνει τόσο με τον έρωτα, όσο με την απουσία του έρωτα. Καθόταν απέναντι μου και ξαφνικά, έτσι για πλάκα, του είπα ότι ξέρω να λέω τα χαρτιά. Δεν ήξερα. Μα αναζητούσα ένα πρόσχημα. Για να διαβάζω την ζωή του. Μέσα από βαλέδες και ντάμες και καρδιές και καρό σχήματα, εγώ προσπαθούσα να καταλάβω ποια ήταν τα σχήματα τα δικά του. Σαν από ένστικτο, μπορούσα να τα διακρίνω και έτσι για μια στιγμή χαθήκαμε μαζί, ανακαλύπτοντας πως μας παίδευαν οι ίδιοι κύκλοι. Έτσι τον γνώρισα. Κι’ ύστερα χαθήκαμε. Μα το ξέραμε πως έπρεπε να ξανασυναντηθούμε.

ΚΙ’ ΟΛΑ ΣΥΝΕΒΗΣΑΝ ΣΕ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ (ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ). ΣΕ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ. Που τον περίμενα. Που ήρθε. Κουβαλούσε μια μαύρη θήκη. Μπαίνοντας, την τοποθέτησε δίπλα από την αδιάφορη πολυθρόνα. Μιλήσαμε ελάχιστα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, με τα μαύρα ρούχα του και άφησε τα μαλλιά του να χαρίσουν στο μαξιλάρι μια μυρωδιά σαμπουάν. Η νύχτα άρχισε να μυρίζει. Έστω και σαμπουάν. Παραγγείλαμε καφέ. Και μιλούσαμε ελάχιστα. Με ρώτησε αν κατάφερα να βρω την άκρη μου στους μήνες που μεσολάβησαν. Τον ρώτησα αν είχε βάλει τις τελείες του στις παραγράφους που τον βασάνιζαν. Κανένας μας δεν απάντησε με σαφήνεια. Μου είπε πως ήτανε κρίμα που συναντηθήκαμε αυτή την εποχή. Και εννοούσε πως ήτανε η λάθος εποχή. Γιατί αισθανόμασταν ήδη πολύ μόνοι για να σκεφτούμε πως θα ‘τανε αν είμαστε μαζί. Το χίλια εννιακόσια ενενήντα κάτι, είχαν ήδη συμβεί πολλά, που μας έκαναν να νιώθουμε πως οι σκέψεις μας δεν ήτανε για μοιρασιά. Ήταν ακόμα βαριές, ζούσαν στον πάτο, σαν κατακάθι. Μα δεν το ‘ξερε κανείς, γιατί τον καφέ μας τον πίναμε τότε γλυκύ και τον πίναμε πάντα με παρέα…

ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ ΚΙ ΑΛΛΑ. ΕΓΩ ΔΕΝ ΤΟΝ ΡΩΤΗΣΑ ΑΛΛΑ. ΠΡΟΤΙΜΗΣΑ ΝΑ ΜΗΝ ΜΙΛΑΜΕ. Είχαμε αποκτήσει ευτυχώς την οικειότητα της σιωπής. Μέχρι που κάποια στιγμή σηκώθηκε. Έτσι ντυμένος με τα μαύρα του ρούχα, άνοιξε την μαύρη θήκη κι’ από μέσα έβγαλε ένα βιολί. Εγώ ακούμπησα στο μαξιλάρι και δεν είπα τίποτα. Έμενα να τον κοιτώ. Άρχισε, τότε, να παίζει μια υπέροχη μελωδία. Τα δάχτυλα του πετούσαν πάνω στις χορδές λες και ξόρκιζαν τους δαίμονες που κουβαλούσε ο καθένας μας. Κι’ όσο έπαιζε έπαυε να ‘ναι μια φιγούρα. Μεταμορφωνότανε ολόκληρος σε ένα ήχο. Σε μια μελωδία. Ήτανε γύρω στις πέντε το πρωί και στους διαδρόμους ενός φτηνού ξενοδοχείου πετούσε μια μουσική από βιολί, και εγώ ένιωθα πως με κείνο το δοξάρι καταστρέφονταν οι δείκτες του χρόνου… Σε ένα αδιάφορο δωμάτιο με άοσμα σεντόνια, έπαζε μια υπέροχη μελωδία, που περνούσε την πόρτα και έφτανε στους διαδρόμους ξυπνώντας, τους υπόλοιπους ένοικους, όχι από το ύπνο τους, αλλά μπορεί κι’ απ’ την ζωή τους.

ΝΑΙ, ΗΤΑΝ ΤΟΣΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΕΝΙΩΘΑ ΠΩΣ Η ΛΟΓΙΚΗ ΕΜΟΙΑΖΕ ΠΙΑ ΜΟΝΟ ΣΑΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ. Πως μόνο στο βήμα που υπερβαίνει την λογική, που υπερβαίνει το πλαίσιο, που υπερβαίνει το συμβατικό, μπορεί να κατοικήσει το μαγικό. Όσο άκουγα την μουσική, αυτή τη μουσική χωρίς λόγια, που δεν μου χάριζε στίχους για να ταυτιστώ, αλλά νότες για να ξανακοιτάξω την ζωή μου, έγερνα πιο πολύ και βούλιαζα μέσα στο μαξιλάρι… Και όταν πια σταμάτησε να παίζει γύρισα προς το παράθυρο και κοίταξα απέξω το φεγγάρι. Ναι απέξω υπήρχε το φεγγάρι. Και από το παράθυρο, ναι, υπήρχε τελικά η θέα. Ο τοίχος που την έκρυβε πιο πριν, κατάλαβα, πως ήταν ο δικός μου.

ΣΥΝΕΒΗΣΑΝ ΟΛΑ ΣΕ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΛΟΙΠΟΝ. Του χίλια εννιακόσια ενενήντα και κάτι.


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος. Ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό Κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Ανάμεσα στα κείμενά της που μπορείτε να διαβάσετε στο DOC TV είναι και η στήλη Το Νησί που έγραψε κατοικώντας επί έξι μήνες σε μια καλύβα στην Ταϊλάνδη.

εμφάνιση σχολίων