0
1
σχόλια
753
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Η Γάτα και ο Διάβολος». To παλιό γαλλικό παραμύθι, που αναπλάθει ο Τζόις
 
DOCTV.GR
29 Ιανουαρίου 2019
«Αγαπημένε μου Στήβυ! Τις προάλλες σου έστειλα μια τσίγκινη μικρή γάτα γεμάτη λιχουδιές, αλλά ίσως να μην ξέρεις την ιστορία της γάτας του Μπωζανσύ. Το Μπωζανσύ είναι μια μικρή παλιά πόλη στις όχθες του Λουάρ. Είναι επίσης και το πιο μακρύ ποτάμι της Γαλλίας. Στο Μπωζανσύ, το πλάτος του είναι τόσο μεγάλο που αν ήθελες να το διαβείς απ΄την μία όχθη στην άλλη, θα έπρεπε να κάνεις το λιγότερο χίλιες δρασκελιές.

Τα παλιά χρόνια οι κάτοικοι του Μπωζανσύ, αν ήθελαν να το περάσουν, έπαιρναν βάρκα γιατί δεν υπήρχε γεφύρι. Και ούτε οι ίδιοι είχαν λεφτά ούτε μπορούσαν να πληρώσουν κάποιον άλλον να φτιάξει ένα γεφύρι. Τι να έκαναν λοιπόν;

Ο διάβολος, που διαβάζει πάντα τις εφημερίδες, έμαθε γι αυτή την απελπιστική κατάσταση που βρίσκονταν, γι αυτό ντύθηκε και πήγε να επισκεφτεί τον δήμαρχο του Μπωζανσύ που λεγόταν μεσιέ Άλφρεντ Μπάααυρν. Του κυρ-δημάρχου του άρεσε κι αυτού να ντύνεται και να στολίζεται. Φορούσε μια κατακόκκινη μπέρτα και μια μεγάλη χρυσή αλυσίδα κρεμόταν από το λαιμό του, ακόμα κι όταν κοιμόταν με το πηγούνι στα γόνατα.

Ο διάβολος είπε στο δήμαρχο αυτά που είχε διαβάσει στην εφημερίδα. Ακόμα, του είπε ότι θα μπορούσε να χτίσει ένα γεφύρι για να μπορούν οι κάτοικοι του Μπωζανσύ να το διαβαίνουν όποτε τους κάνει κέφι.  Θα έφτιαχνε, τον διαβεβαίωσε, ένα τόσο καλό γεφύρι, που όμοιό του δεν θα υπήρχε πουθενά και μάλιστα θα 'ταν έτοιμο μέσα σε μια νύχτα.

Ο δήμαρχος τον ρώτησε πόσα λεφτά ήθελε για να το φτιάξει. Ούτε δεκάρα, απάντησε ο Διάβολος. Το μόνο που ζητώ είναι να μου ανήκει ο πρώτος που θα περάσει πάνω απ’ τη γέφυρα. Καλά, καλά, απάντησε ο δήμαρχος.

Η νύχτα έπεσε σιγά σιγά και όλοι οι κάτοικοι του Μπωζανσύ έπεσαν στο κρεβάτι τους να κοιμηθούν. Ξημέρωσε. Και όταν έβγαλα τα κεφάλια τους έξω απ’ τα παράθυρά τους, φώναξαν όλοι: Ω Λουάρ! Τι όμορφο γεφύρι! Γιατί πάνω στο πλατύ ποτάμι είδαν να απλώνεται ένα θαυμάσιο γερό πέτρινο γεφύρι.

Όλοι έτρεξαν ως την άκρη του να το περιεργαστούν. Και να, απ’την άλλη μεριά στεκόταν ο διάβολος και περίμενε τον πρώτο που θα περνούσε. Αλλά κανένας δεν τολμούσε να ξεμυτίσει γιατί φοβούνταν τον διάβολο.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν σάλπιγγες –ήταν σημάδι πως όλοι έπρεπε να σιωπήσουν– και ο δήμαρχος, κύριος Άλφρεντ Μπάααυρν, εμφανίστηκε με την υπέροχη κόκκινη μπέρτα του του και τη βαριά, χρυσή αλυσίδα στον λαιμό του. Στο ένα του χέρι κρατούσε έναν κουβά νερό και κάτω από τη μασχάλη –του άλλου του χεριού– κουβαλούσε μια γάτα.

Όταν τον είδε ο διάβολος απ’ την άλλη άκρη, σταμάτησε τον χορό του και σήκωσε το μακρύ τηλεσκόπιό του. Όλοι οι άνθρωποι ψιθύριζαν αναμεταξύ τους και η γάτα σήκωσε τα μάτια πάνω στο κύριο δήμαρχο, γιατί στην πόλη του Μπωζανσύ επιτρεπόταν σε μια γάτα να κοιτάξει τον δήμαρχο. Όταν κουράστηκε να τον κοιτάζει (γιατί ακόμα και μια γάτα βαριέται κάποια στιγμή να κοιτάζει έναν δήμαρχο), άρχισε να παίζει με τη βαριά, χρυσή αλυσίδα του.

Όταν ο κύριος δήμαρχος πλησίασε στη γέφυρα, όλοι οι άνδρες κράτησαν την αναπνοή τους και όλες οι γυναίκες τη γλώσσα τους. Εκείνος, απίθωσε τη γάτα πάνω στη γέφυρα και, γοργός σαν αστραπή –πλάτς!–, άδειασε όλον τον κουβά με το νερό επάνω της. Η γάτα, ανάμεσα στο νερό και στον διάβολο, έκανε γρήγορα την επιλογή της και, τρέχοντας με τα αυτιά της κολλημένα στο κφάλι, πέρασε τη γέφυρα και χώθηκε στην αγκαλιά του διαβόλου.

Ο διάβολος έγινε θηρίο από θυμό, όπως μπορεί να γίνει μόνο ο ίδιος ο διάβολος. «Κύριε Μπωζανσέστες», ξεφώνιζε απ’την άκρη της γέφυρα, «δειείκαθ όλου εν τάξι άνθρωποι: Είσσσστε γάτες!» Και στη γάτα γύρισε και είπε: «Έλα μικρή μου γάτα. Φοβάσαι μικρή μου γατούλα; Κρυώνεις όμορφή μου γατούλα; Έλα, ο Διάβολος θα σε ζεστάνει». Και χάθηκε από τα μάτια τους μαζι με τη γάτα.

Από τότε  οι κάτοικοι αυτής της πόλης λέγονται οι γάτες του Μπωζανσύ». Αλλά το γεφύρι βρίσκεται πάντα στη θέση του και τα παιδιά περπατούν, τρέχουν, και παίζουν εκεί πάνω. Ελπίζω να σου αρέσει αυτή η ιστορία. Ο Νόννο».

Υ.Γ. Τις περισσότερες φορές ο διάβολος μιλάει μια δικιά του γλώσσα που λέγεται Αρεσμάρες και τη σκαρώνει μοναχός του καθώς τραβάει το δρόμο του· αλλά όταν θυμώσει πολύ, μπορεί να μιλήσει Άσχημα Γαλλικά πολύ καλά αν και μερικοί που τον έχουν ακούσει λένε ότι έχει βαριά δουβλινέζικη προφορά.


Από το βiβλίο του Τζέιμς Τζόυς, Η Γάτα και ο Διάβολος, εκδ. Ηριδανός. Ο Τζέιμς Τζόυς James Augustine Aloysius Joyce (2 Φεβρουαρίου 1882 - 13 Ιανουαρίου 1941) ήταν Ιρλανδός συγγραφέας και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες του 20ού αιώνα, δημιουργός του μυθιστορήματος Οδυσσέας (1922) και Finnegans Wake (1939). 
εμφάνιση σχολίων