Φύτεψε ένα δέντρο και τον είπαν τρελό. Τελικά μεγάλωσε μια ολόκληρη οικογένεια δασών κι ένα κίνημα που όλο εξαπλώνεται
ΜΑΡΙΑΝΙΝΑ ΠΑΤΣΑ
23 Ιουνίου 2017
Όταν ο κύριος Antonio Vicente αγόρασε ένα κομμάτι γης στο Σάο Πάολο και δήλωσε ότι θέλει να το χρησιμοποιήσει για να φυτέψει ένα δάσος, οι άνθρωποι τον είπαν τρελό. Ήταν το 1973 και τα δάση θεωρούνταν από πολλούς εμπόδιο στην πρόοδο και το κέρδος. Η τότε στρατιωτική κυβέρνηση της Βραζιλίας ενθάρρυνε τους πλούσιους ιδιοκτήτες γης να επεκταθούν, προσφέροντας γενναιόδωρες επιδοτήσεις για να επενδύσουν σε σύγχρονες γεωργικές τεχνικές, κίνηση με την οποία οι κυβερνώντες πίστευαν ότι θα ενισχυόταν η εθνική γεωργία. Αλλά το νερό -ή καλύτερα η επικείμενη έλλειψή του- ήταν η μεγάλη ανησυχία του Vicente καθώς παρακολουθούσε την ιλιγγιώδη επέκταση της βιομηχανίας, την καταστροφή των τοπικών δασών και την ταχεία αστικοποίηση.
Ο Vicente μεγάλωσε μαζί με τα 13 αδέρφια του στο αγρόκτημα όπου εργαζόταν ο πατέρας του. Τον παρακολουθούσε να κόβει τα δέντρα σύμφωνα με τις εντολές των ιδιοκτητών, για να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή ξυλάνθρακα και να υπάρξει περισσότερο έδαφος για βοσκή. Τελικά οι πηγές νερού της φάρμας ξεράθηκαν για πάντα.
Η διατήρηση των δασών είναι απαραίτητη για την παροχή νερού, επειδή τα δένδρα απορροφούν και συγκρατούν το νερό στις ρίζες τους και βοηθούν στην πρόληψη της διάβρωσης του εδάφους. Έτσι, μαζί με μια μικρή ομάδα ανθρώπων και μερικά γαϊδουράκια, ο Vicente εργάστηκε πάνω στα 31 εκτάρια γης που είχαν μετατραπεί σε χώρο βοσκής και η αναγέννηση ξεκίνησε.
Οι γείτονές του, γεωργοί, κτηνοτρόφοι και γαλακτοπαραγωγοί του έλεγαν: «Είσαι χαζός. Το να φυτεύεις δέντρα, είναι σπατάλη γης. Δεν θα έχεις εισόδημα αν η γη είναι γεμάτη δέντρα, δεν θα έχεις χώρο για αγελάδες ή καλλιέργειες». Αλλά αυτό που ξεκίνησε ως ημιαπασχόληση για τον Vincente, έχει γίνει τρόπος ζωής εδώ και δεκαετίες.