0
1
σχόλια
817
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Δεν έχουν νόημα πια οι εξηγήσεις. Να νιώθεις μόνο

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
24 Ιουνίου 2011
«ΜΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ. ΑΥΤΟ ΘΕΛΩ. ΜΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ. ΕΚΕΙ, ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΣΤΡΑΓΑΛΟ». Έτσι του το ανακοίνωσα. Απότομα και μεγαλοφώνως. Εκείνος ρουφούσε ένα παγωμένο τσάι με πολλά παγάκια και πότε-πότε σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπό του με ένα πράσινο παρεό. «Είσαι σίγουρη;» ρώτησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα. Για τίποτα δεν ήμουνα σίγουρη. Μόνο για το ότι η μέρα εκείνη ήταν από τις πιο ζεστές του Aυγούστου και η θάλασσα απέναντι μου δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Μόνο γι’ αυτά ήμουνα σίγουρη. Όλα τ’ άλλα τα άφηνα να κολυμπούν μέσα στην αβεβαιότητα. Όχι στην αμφιβολία. Μα στην αβεβαιότητα. Που για μένα όμως πια μετρούσε σαν ελευθερία. Αυτό το καλοκαίρι το ‘χα βάλει πείσμα. Δεν θα καιγόμουνα. Γιατί είχα αποφασίσει πως ήτανε πια καιρός να δείξω επιτέλους εμπιστοσύνη στο ένστικτό μου.

ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΚΑΗΚΑ. Έτσι ξαφνικά. Κάηκε το μυαλό μου. Έγιναν όλα σαν φωτιά. Τίποτα δεν ξεχώριζα, τίποτα δεν διέκρινα. Ότι είχα μέσα στο νου μου καταχωρημένο σαν βεβαιότητα, το έβλεπα να καίγεται και γω περίμενα μήπως από την στάχτη βρω μια άκρη. Μα δεν έσβηνε η φωτιά. Έπαιρνε το κεφάλι μου. Ξυπνούσα τα πρωινά και μύριζα καμένο. Κοιμόμουνα τα βράδια και έβλεπα καπνό. Θα τρελαθώ, έλεγα στην Ιωάννα. Μια λεπτή κλωστή μας χωρίζει από την τρέλα. Και γω την έκοψα. Την πάτησα, την πέρασα. Μ’ ακούς;

ΘΑ ΜΕ ΒΡΕΙΤΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΝΑ ΚΑΘΟΜΑΙ ΣΕ ΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ μέσα στο σπίτι μου, να επαναλαμβάνω την ίδια λέξη δεκάδες φορές, κοιτώντας το κενό. Έτσι θα γίνει. Και δεν θα ξέρει κανείς από τι έχω τρελαθεί. Ούτε και γώ. Κάπως έτσι δεν γίνεται; Την ρωτούσα με αγωνία. Εκείνη δεν απαντούσε. Αλλά εγώ καιγόμουνα. Με όλους τους δείκτες προστασίας- νόμιζα- απλωμένους στο κορμί μου. Πώς διάολο τα είχα καταφέρει; Εγώ που λάτρευα τα καλοκαίρια, εγώ που ξεδιψούσα με αλάτι, που ανάπνεα στο βυθό, που κοίταγα τον ήλιο κατάματα, εγώ που χόρευα στην άμμο… Πώς διάολο τα είχα καταφέρει;

ΚΑΙ ΟΛΑ ΟΣΑ ΠΙΣΤΕΥΑ ΠΩΣ ΗΤΑΝΕ ΖΩΗ ΜΟΥ ΤΑ ΝΙΩΘΑ ΔΑΝΕΙΚΑ ΚΑΙ ΞΕΝΑ. Πέρασε καιρός για να απαντήσω. Και για να σβήσει η φωτιά. Έσβησε μόνο όταν άρχισα πια να κλαίω. Για μέρες. Για μήνες. Έκλαιγα και έριχνα νερό μέσα στο μυαλό μου. Έριχνα νερό και έσβηνα την πυρκαγιά. Έκλαιγα και καθάριζα το νου μου. Και κατάλαβα πως ότι κάηκε έπρεπε να καεί, για να δω καθαρά ποιο ήταν το δικό μου δάσος. Έμενε τώρα να του χαρίσω και την δική του πεταλούδα…

«ΜΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ. ΑΥΤΟ ΘΕΛΩ». Του το ‘πα ξανά. Πιο δυνατά. Και λίγο εκνευρισμένα. «Καλά ντε, μην φωνάζεις» μου απάντησε. « Έχω πεθάνει στην ζέστη και συ με έχεις πρήξει με την πεταλούδα σου. Γιατί τόσο βιαστική;» Δεν του απάντησα. Δεν ήτανε απαραίτητο να ξέρει, μα η ερώτηση του εμένα εκείνη την ώρα με τσουρούφλιζε.

ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΙΔΕΑ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ ΠΟΣΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΞΟΔΕΨΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΒΡΩ ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ. Αυτό ήθελα να του πω. Μα δεν είπα τίποτα. Παράγγειλα και γω ένα παγωμένο τσάι και σιώπησα. Ο καθένας τραβάει το δικό του ζόρι, σκέφτηκα. Δεν έχουν νόημα πια οι εξηγήσεις. Να νιώθεις μόνο. «Βάλε εδώ το πόδι σου», με πρόσταξε διακόπτοντας ευτυχώς τις σκέψεις μου. Πήρε το πόδι μου, το τοποθέτησε σε ένα μεγάλο μαξιλάρι μπροστά του κι ύστερα πήρε ένα μπλε στυλό κι άρχισε να κάνει γραμμές, ασυνάρτητες, δεξιά αριστερά, πάνω και κάτω, σχεδιάζε γρήγορα μα με αυτοπεποίθηση, δεν με άφηνε να του μιλώ, μου έγνεφε να μην πω λέξη μέχρι να τελειώσει και γω ένιωθα το στυλό να γλιστρά στο ιδρωμένο μου πόδι και να σχηματίζει, εκεί κάτω από τον αστράγαλο, μια πεταλούδα. Μέσα σε πέντε λεπτά την έκανε.

«ΣΟΥ ΑΡΕΣΕΙ;» ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ. Την κοίταξα έτσι γραμμική, χωρίς χρώματα, χωρίς τίποτα, μόνο ένα σχήμα που εμένα μου έμοιαζε πεταλούδα αλλά ήξερα πως κάποιος μπορούσε να το δει και σαν αράχνη ή και σαν ουλές στο κάτω μέρος του ποδιού. Ναι μ’ αρέσει. Αυτό ακριβώς μου άρεσε. Που ήταν μια πεταλούδα που θα μπορούσε να ‘ναι και αράχνη αλλά και σημάδια από ουλές. Ναι μ’ αρέσει. Ας το κάνουμε λοιπόν. Μόλις συμφώνησα άφησε το στυλό και πήρε ένα μικρό καλάμι μπαμπού που είχε στην άκρη του τέσσερις μικροσκοπικές βελόνες. Εγώ ξάπλωσα στο πάτωμα. Εκείνος με ρώτησε αν είμαι έτοιμη. Έγνεψα με το κεφάλι μου πως ήμουν και άρχισε σιγά σιγά, εκεί όπου ήτανε το περίγραμμα της πεταλούδας, να τρυπάει το δέρμα μου με τις τέσσερις βελόνες. Με χάραζε αργά και σταθερά και γω περίμενα υπομονετικά δαγκώνοντας τα χείλη μου, μέχρι να τελειώσει. Πέρασαν περίπου 20 λεπτά. Και στο τέλος τους, είχα ήδη στο πόδι μου, μια πεταλούδα, που θα κατοικούσε πάνω μου για πάντα.

ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ, ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ, την πιο ζεστή, που η θάλασσα ήτανε ακίνητη και ο ήλιος έκαιγε, χαράχτηκε απάνω μου, αργά και επώδυνα, το πρώτο μου φτερό…


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Εδώ στο DOC TV, πιστεύουμε ότι πρέπει να εκδώσει επειγόντως μυθιστόρημα.

εμφάνιση σχολίων