0
1
σχόλια
633
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Περίληψη κειμένου: Πες μου ότι παθιάζεσαι, πες μου ότι δεν έχεις πεθάνει ακόμα

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
6 Ιουνίου 2011
Μ’ ΑΡΕΣΕ ΕΚΕΙΝΗ Η ΝΥΧΤΑ. Έτσι όπως απλώσαμε στο τέλος στο χαλί, με ένα κουτάβι να πηγαινοέρχεται ανάμεσα μας και μείς να τσαλακώνουμε τα περιτυλίγματα από τις σοκολάτες και να τα κάνουμε μικρές μπαλίτσες για να παίξει. Μ’ άρεσε εκείνη η νύχτα. Που χαχανίζαμε σαν παλαβά κι’ ύστερα πλάι στο γέλιο κολλούσαμε και τα σοβαρά μας, εναλλάξ το πηγαίναμε, δεν γίνεται κι αλλιώς, να κάτι που μάθαμε μεγαλώνοντας, πως δεν γίνεται αλλιώς, άμα δεν ελαφρύνεις το ζόρι βαραίνει αυτό στην πλάτη σου, το μόνο, δηλαδή, που καταφέρνεις είναι να καμπουριάσεις κι’ άντε μετά να ψάξεις για φεγγάρι.

ΚΑΙ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙ. ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ! Πρέπει να το ‘χεις για ανάγκη να το ψάξεις, να δεις πώς μοιάζει απόψε, κι’ αν μοιάζει με βαρκούλα να το σκάσεις το χαμόγελο ή ακόμα και να πάρεις και ένα στυλό και σε ένα κομμάτι χαρτί, που θα βρεις πρόχειρο, εκεί στο πάγκο της κουζίνας, να θέλεις, στο έτσι, να το ζωγραφίσεις.

ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣΑΜΕ, ΜΟΥ ΛΕΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΓΕΛΑΜΕ. Γελάμε γιατί δεν το φοβόμαστε. Γι’ αυτό γελάμε. Άλλα είναι τα φοβιστικά, να ακόμη κάτι που χαμπαριάσαμε, πως δεν είναι δηλαδή ο χρόνος για φταίξιμο, είναι το πώς λογαριάζεσαι μαζί του το φταίξιμο. Να πάρεις ρεβίθια, του λέω, να τα αλέσεις, να τα κάνεις σκόνη, να βάλεις γιαούρτι και μέλι και να το απλώσεις όλο αυτό στην μούρη σου. Κάν’το. Εκείνος με κοιτάει σαν χάννος, τι λες μωρή; μου λέει φωναχτά.

ΜΟΥ ΤΟ ΄ΠΕ ΜΙΑ ΙΝΔΗ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ, εγώ να επιμένω, 70 χρονών γυναίκα δεν είχε μια ρυτίδα πάνω της, πώς γίνεται βρε Λίζ (έτσι την λένε) την ρώτησα μια μέρα, και μού ‘πε για αυτή τη μάσκα. Μού ‘πε βέβαια και το άλλο και αυτό το τόνισε, πως η μάσκα μόνο τις ρυτίδες μαλακώνει. Ακούς; Όλα τ’ άλλα, εκείνα που δεν φαίνονται, μόνος σου πρέπει να τα μαλακώσεις, αλλιώς μην ρίξεις φταίξιμο στα ρεβίθια. Τό ‘πε η Λίζ, πού ήτανε εβδομήντα χρονών και κάθε βράδυ πήγαινε μόνη βόλτα στην παραλία για να χαζέψει το φεγγάρι.

ΤΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΗ ΛΙΖ, το βλέπω καθώς τεντώνεται ακόμη περισσότερο στο χαλί και μένει σκεφτικός. Ξέρεις τι σκέφτομαι με ρωτάει καπάκι. Που να ξέρω; Μου λέει πως το ‘χει σαν απορία, γιατί, λέει, ο κόσμος πια δεν ερωτεύεται; Και δεν εννοεί το καψούρεμα που παθαίνει ο ένας για τον άλλο, μιλάει για εκείνο το πιο γενικό, που παθαίνεις με μια εικόνα και ενθουσιάζεσαι, που πας μια εκδρομή και υπόσχεσαι κρυφά στον εαυτό σου την επομένη, πως κάθε μέρα στο σπίτι θα φέρνεις λουλούδια για τα βάζα, εκείνο, το να σού ‘ρχονται τρελές ιδέες και να παθιάζεσαι και να θες να πάρεις τον κολλητό σου αργά τη νύχτα, έστω και με την έγνοια πως θα ξυπνήσεις τα παιδιά, για να του πεις πώς έχεις μια τρελή ιδέα. Τέτοια δηλαδή.

ΚΙ’ ΑΝΤΙ ΓΙ’ ΑΥΤΑ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΕΕΙ πως εκείνο που βλέπει είναι ανθρώπους τα απογεύματα να γυρνάνε από τις δουλειές τους και να ‘χουνε το βλέμμα που μετράει χαμένες διαδρομές. Αυτό είναι φοβιστικό. Το παραδεχόμαστε και οι δύο και ύστερα αλλάζουμε κουβέντα, λέμε να φάμε κι άλλη σοκολάτα, λέμε να γράψουμε και ένα τραγούδι, να το παίξει εκείνος στο πιάνο, να του γράψω εγώ ένα στίχο και το φανταζόμαστε να γίνεται, έτσι όπως είμαστε απλωμένοι στο χαλί, το πάμε μάλιστα και παραπέρα, πως ίσως μια μέρα γράψουμε και ένα μονόλογο, ίσως το κάνουμε μικρή παράσταση, και ύστερα το πάμε ακόμη παραπέρα, και παραπέρα και έχουμε δεκάδες τρελά όνειρα… από κείνα που σού ‘ρχονται στο μυαλό και σε βάζουνε να κοιτάξεις πως μοιάζει απόψε το φεγγάρι… Γιατί δεν γίνεται παιδιά χωρίς φεγγάρι. Δεν γίνεται.


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Εδώ στο DOC TV, πιστεύουμε ότι πρέπει να εκδώσει επειγόντως μυθιστόρημα.

εμφάνιση σχολίων