Η ποιήτρια Naomi Shihab Nye περιγράφει μια πραγματική ιστορία με πολλή αλληλεγγύη, ζάχαρη και χωρίς σύνορα
ΑΘΗΝΑ ΛΕΒΕΝΤΗ
26 Νοεμβρίου 2015
«Όταν έμαθα ότι η πτήση μου θα καθυστερούσε 4 ώρες, άκουσα την ανακοίνωση: Αν κάποιος στην περιοχή της πύλης 4-Α καταλαβαίνει αραβικά, παρακαλούμε να έρθει αμέσως.
Η πύλη 4-Α ήταν η δική μου πύλη. Πήγα αμέσως εκεί. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη με την παραδοσιακή παλαιστινιακή φορεσιά, ακριβώς όπως τη φορούσε και η γιαγιά μου, ήταν κουλουριασμένη στο πάτωμα και θρηνούσε δυνατά.
“Βοήθεια”, είπε ο άνθρωπος της υπηρεσίας πτήσης. “Μίλα της. Ποιο είναι το πρόβλημά της; Της είπαμε ότι η πτήση επρόκειτο να καθυστερήσει τέσσερις ώρες και αντέδρασε έτσι”. Έβαλα το χέρι μου γύρω της και της μίλησα διστακτικά.
Shu dow-a, shu- biduck habibti, stani stani schway, min fadlick, sho bit se-wee? Τη στιγμή που άκουσε τις λέξεις που ήξερε -όσο και φτωχά διατυπωμένες να ήταν- σταμάτησε να κλαίει. Νόμιζε πως η πτήση μας είχε ακυρωθεί εντελώς. Έπρεπε να είναι στο Ελ Πάσο για κάποια σημαντική ιατρική αγωγή την επόμενη μέρα. Είπα “όχι, όχι, είμαστε μια χαρά, θα φτάσουμε εκεί, μόνο πιο αργά. Ποιος σας περιμένει εκεί; Ας τον καλέσουμε και θα του πω”.
Καλέσαμε τον γιο της και μίλησα μαζί του στην αγγλική γλώσσα. Του είπα ότι θα μείνω με τη μητέρα του μέχρι να μπούμε στο αεροπλάνο και πως θα καθίσω δίπλα της. Του μίλησε. Στη συνέχεια μιλήσαμε και με τους άλλους γιους της, μόνο και μόνο για τη διασκέδαση.
Ύστερα καλέσαμε τον μπαμπά μου. Μιλήσανε για λίγο στα αραβικά και ανακάλυψαν ότι είχαν δέκα κοινούς φίλους. Τότε σκέφτηκα γιατί να μην καλέσω κάποιους Παλαιστίνιους ποιητές που γνωρίζω και να τους αφήσω να συνομιλήσουν μαζί της; Αυτό πήρε περίπου 2 ώρες.
Εκείνη γελούσε πολύ από τότε. Μιλούσε για τη ζωή της. Απαντήσεις. Ερωτήσεις. Είχε τραβήξει ένα σάκο με σπιτικά μπισκότα mamool -με λίγη ζάχαρη και γεμιστά με ξηρούς καρπούς- έξω από την τσάντα και άρχισε να τα προσφέρει σε όλες τις γυναίκες στην πύλη. Προς έκπληξή μου, καμία γυναίκα δεν αρνήθηκε. Ήταν σαν ένα μυστήριο. Η ταξιδιώτισσα από την Αργεντινή, η ταξιδιώτισσα από την Καλιφόρνια, η όμορφη γυναίκα από το Laredo -ήμασταν όλοι καλυμμένοι με την ίδια ζάχαρη άχνη. Και χαμογελούσαμε. Δεν υπάρχουν καλύτερα μπισκότα.
Και τότε η αεροπορική μοίρασε δωρεάν -μη αλκοολούχα- ποτά από τα τεράστια ψυγεία της και τα δύο μικρά κορίτσια της πτήσης μας, μία Αφρικανή-Αμερικανίδα και μία Μεξικανή-Αμερικανίδα, άρχισαν να τρέχουν γύρω μας και να μας σερβίρουν χυμό μήλου και λεμονάδα και ήταν καλυμμένες και αυτές με ζάχαρη άχνη.
Και παρατήρησα πως η νέα καλύτερή μου φίλή, που τώρα κρατιόμασταν χέρι-χέρι, είχε κάτι που προεξείχε από την τσάντα της: κάποια φάρμακα και ένα φυτό με πράσινα, σαν γούνινα, φύλλα. Η παλιά ταξιδιωτική παράδοση μιας τέτοιας χώρας. Πάντα έχετε μαζί σας ένα φυτό. Πάντα να μένετε ριζωμένοι κάπου.
Και κοίταξα τριγύρω στην πύλη της αργοπορίας και της κούρασης και σκέφτηκα: Αυτός είναι ο κόσμος που θέλω να ζήσω. Ο κόσμος της μοιρασιάς. Ούτε ένα άτομο σε αυτή την πύλη, με το που σταμάτησε το κλάμα, δεν φάνηκε να ανησυχεί για κανένα άλλο πρόσωπο. Πήραν τα μπισκότα. Ήθελα να αγκαλιάσω όλες τις άλλες γυναίκες πάρα πολύ. Αυτό μπορεί ακόμα να συμβεί οπουδήποτε. Δεν έχουν χαθεί τα πάντα».
εμφάνιση σχολίων