0
1
σχόλια
786
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Από το Βυτίο

DOC TV
16 Ιουλίου 2014
Η ΓΥΜΝΗ ΠΛΑΤΗ. Στην παραλία, στο κρεβάτι, στην άκρη μιας μπάρας. Η γυμνή πλάτη του Ιουλίου είναι ένα μαύρο μπλουζάκι, τα όχι τελείως λεπτά τιραντάκια, μια τεράστια καμπύλη σαν κόλπος της Αμοργού και ύστερα η ατέλειωτη διαδρομή, μικρά βραχάκια -η σπονδυλική στήλη- από το πίσω μέρος του λαιμού μέχρι το χάος.

Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΒΕΝΖΙΝΑΔΙΚΟΥ ντάλα μεσημέρι κάπου στη Μεσσηνία. Αφόρητη ζέστη, άρρωστη μυρωδιά, απαίσια κι εθιστική. Κολλάει το χέρι σου στο μαύρο του αμαξιού στο κατεβασμένο παράθυρο. Ο σκύλος φτερνίζεται απ’ το πίσω κάθισμα χωρίς διακοπή όσο είμαστε εκεί.

Η ΚΑΥΤΗ ΑΣΦΑΛΤΟΣ. Είσαι στην παραλία και θες να περάσεις απέναντι τον δρόμο να φέρεις παγωτά. Αλλά είσαι αλλοπαρμένος, κόκκινος στους ώμους και στο σβέρκο, ξεχνάς ότι πρέπει να έχεις μαζί σου λεφτά ή να φοράς παπούτσια. Ξεχνάς τους βασικούς κανόνες του πολιτισμού του χειμώνα και ξεκινάς για τα παγωτά ξυπόλητος και με άδειες τις βρεγμένες τσέπες του μαγιό. Τα πόδια σου τσουρουφλίζονται στην άσφαλτο, γυρνάς άπραγος, τρέχεις πάνω στη ζεματιστή άμμο να φτάσεις στην πετσέτα. Ενοχλείς του πάντες γιατί πηδάς πάνω σε όποια πετσέτα είναι πιο κοντινή. Κλωτσάς βιβλία, πατάς απλωμένα χέρια, χαλάς την ησυχία. Παίρνεις λεφτά, αλλά σοφός μαζοχιστής αρνείσαι τη βοήθεια της σαγιονάρας. Θα πας ξυπόλητος ξανά.

ΜΕ ΚΛΕΙΣΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ξαπλώνεις ανάσκελα για ώρα κι αιωρείσαι στο νερένιο κενό. Ξαφνικά αναρωτιέσαι πού σε έφτασε το ρεύμα πιο κοντά ή πιο μακριά, κοιτάς δεξιά αριστερά και το βλέμμα σου έχει κάποιο φίλτρο, βλέπεις με ενσωματωμένο ίνσταγκραμ, είναι όλα σιέλ ή απλά καμένα γαλάζια. Δεν έχεις ίνσταγκραμ, είναι απλά μια παλιά φωτογραφία που έχει χαλάσει το χρώμα της. Πίσω στο χωριό, στη μια πλευρά του τραπεζιού κάποιος έχει μπροστά του δύο σακούλες και καθαρίζει φασολάκια. Στην άλλη πλευρά, κάποιος χτυπάει και ακούει το καρπούζι. Ο χτύπος είναι σαν αλλόκοτη μουσική, σαν την πιο ουσιώδη επικοινωνία. Το καρπούζι δεν τρομάζει από την απειλή του μαχαιριού και λέει απαλά, μη με χτυπάς. Φάτε με.

ΤΟ ΠΙΟ ΚΛΑΣΙΚΟ ΚΟΚΤΕΪΛ, αυτό που δοκιμάσαμε πριν απ’ όλα, που το ήπιαμε σχεδόν δωρεάν σε μια πλατεία έτοιμη να βουλιάξει απ’ τη ζέστη. Η μίξη της ξηρασίας των 40 βαθμών Κελσίου και της ζαλάδας από την μπίρα. Κάποια στιγμή σταματάει ο ιδρώτας, θες μόνο να λιώσεις, να ξεμείνεις με μια μισή πρόταση στην άκρη ενός παγκακιού ή μιας καρέκλας. Δεν υπάρχουν μυστικά να πεις, τα άγχη εξατμίζονται, η εικόνα που παρουσιάζεις στην περαστική που περνάει εξουθενωμένη αλλά το ίδιο όμορφη δεν έχει σημασία, τα λόγια βγαίνουν με το ζόρι και το παραμικρό δροσερό αεράκι γιορτάζεται σαν εθνική επιτυχία. Ωπ, νάτο. Το νιώθεις; Έτσι, κράτα το λίγο, μείνε λίγο. Επικλήσεις σε έναν αόρατο ρυθμιστή του τοπικού μικροκλίματος. Νομίζω πως η μπίρα μάς ζεσταίνει περισσότερο. Μα είναι παγωμένη. Κάποιες ώρες αργότερα ο ράθυμος πονοκέφαλος. Αργεί χαρακτηριστικά να σε αποχαιρετήσει κι όμως νιώθεις πως μαζί φέρνει και μια αδιανόητη διαύγεια. Εκεί που ανοίγεις την πόρτα σπίτι, κουρέλι κανονικό πια, πιστεύεις ξαφνικά ότι μπορείς να πάρεις τις πιο σοβαρές και οριακές αποφάσεις της ζωής σου. Ποτίστε με μπίρα στα τσιμέντα των Εξαρχείων κι ύστερα φέρτε μου να συμπληρώσω μηχανογραφικά, επιστολές παραίτησης, ερωτικά γράμματα. Φέρτε μου τον χάρτη να δείξω αργά και υπολογισμένα εκείνο το νησί.

ΒΕΒΑΙΑ Ο ΝΤΑΛΑ ΗΛΙΟΣ δεν αντέχεται. Αλλά μερικές φορές αυτό ακριβώς το στοιχείο του αφόρητου μοιάζει παρηγορητικό, σχεδόν φιλικό. Να περπατάς σ’ ένα χωμάτινο δρόμο ή να φλέγεσαι στη Σταδίου και να μην υπάρχει πουθενά σκιά. Να περιμένεις στα μάρμαρα του Πανεπιστημίου. Να κατηφορίζεις το δρομάκι για τη θάλασσα στο Σούνιο. Να μη σε πειράζει που πίνεις και ιδρωκοπάς στην Ηπίτου ή στο Μεταξουργείο. Με τα ρούχα της δουλειάς, η ρίγα της ζώνης του αυτοκινήτου στο πουκάμισο σαν την εμφάνιση του Περού, αλλά εσείς μιλάτε και περιγράφετε τις ίδιες και τις ίδιες γυναίκες. Ναι αλλά τα πόδια της. Ναι οκ, αλλά πραγματικά δεν ξέρω πώς να μιλήσω για τα πόδια της. Και παρεμπιπτόντως έχεις δει τα πόδια της; Τα πόδια της λέω, δεν μ’ ακούς.

ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΡΙΣΤΙΚΟ, τίποτα δεν τελειώνει, όλα κυλάνε αιώνια στις φλέβες και τα φτύνεις τελικά απ’ το στόμα σαν ενοχλητικά κουκούτσια. Όλα μοιάζουν ταυτόχρονα σαν να τα έχουμε χάσει εξαρχής και σαν να περιμένουν στη γωνία να τα βρούμε.


(Θα ήθελα να ήμουν τόσο καχύποπτος, τόσο μισός, τόσο εντοιχισμένος στο άθλιο παρόν αυτού του τόπου και να ήταν τέσσερις Ιουλίου του 2014. Θα ήθελα κάποιος να μου πει ότι μετά την καυτή άσφαλτο στο μαγαζί απέναντι έχει τα παγωτά, κάποιος να μου πει ότι έχει κι άλλες μπίρες παγωμένες κι άλλα φίλτρα ματιών και μυρωδιές βενζίνης και γυμνές πλάτες. Κι επειδή το λέει ήδη ο Ιούλιος, μπορώ απλά να τον ακούσω. Κι ας ζούμε πια μέσα στο κακό και στη βαναυσότητα του φασισμού που ντρέπεται απλά να ανακοινώσει το όνομά του. Εδώ έχει και μάχες και Ιούλιο. Μπορούμε να πίνουμε ταυτόχρονα από δύο ποτήρια. Δεν μας τρομάζει το μεθύσι).

Πηγή: Το Βυτίο

εμφάνιση σχολίων