0
1
σχόλια
799
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Έξι μήνες σε ένα νησί της Ταϊλάνδης, παρατηρώντας τον κόσμο να πηγαινοέρχεται

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
26 Φεβρουαρίου 2011
ΦΟΡΟΥΣΕ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ. Υπέθεσα πως πρέπει να το έπλενε το βράδυ, να το άπλωνε στην βεράντα δίπλα από την αιώρα και το πρωί να το μάζευε από την ίδια θέση για να το φορέσει ξανά. Ήταν ένα καφέ κοντό φουστάνι ελαφρώς διάφανο. Συνηθισμένο καφέ, συνηθισμένο σχέδιο, τόσο συνηθισμένο που δεν κινούσε καμία περιέργεια, θα ‘λεγα πως μάλλον αφαιρούσε από κείνην, όση περιέργεια μπορούσε η ίδια να προκαλέσει.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ, ΒΕΒΑΙΑ, ΕΙΝΑΙ ΠΩΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΝΤΥΠΩΣΗ αυτή η γυναίκα δεν προκαλούσε κανένα ενδιαφέρον. Είχε μια φάτσα συνηθισμένη, τίποτε πάνω της δεν ξεχώριζε ιδιαίτερα, δεν μπορούσες καν να την περιγράψεις βάση κάποιου χαρακτηριστικού, να πεις δηλαδή «η κοπέλα με την μεγάλη μύτη ή έστω με τα έντονα ζυγωματικά». Την πρόσεχες τόσο, όσο για να επιβεβαιώσεις πως άνηκε στην κατηγορία των ανθρώπων που περνούν απαρατήρητοι.

ΓΙΑ ΒΔΟΜΑΔΕΣ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΚΑΝ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ. Αν για κάποιο λόγο ήθελα να αναφερθώ σε κείνη -που συνήθως δεν υπήρχε κανένας λόγος- την αποκαλούσα ως «η κοπέλα με το καφέ φόρεμα». Σχεδόν από λάθος μάθαινα πληροφορίες για κείνη. Και λέω από λάθος γιατί ουδέποτε αυτές οι πληροφορίες αφορούσαν απευθείας στην ίδια. Βρισκόταν, συνήθως, δίπλα από το επίκεντρο της πληροφορίας. Ήταν π.χ. η γειτόνισσα του τάδε ή η στενή φίλη του νεαρού που ήξερε να χορεύει καποέιρα. Έτσι ό, τι μάθαινα για αυτή την γυναίκα ήταν πάντα σαν μια επιπρόσθετη πληροφορία, η οποία, ωστόσο, ερχόταν να ολοκληρώσει την εικόνα ενός άλλου προσώπου και όχι του δικού της.

ΣΤΟ ΠΑΡΕΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΛΟΙΠΟΝ, πληροφορήθηκα πως ήταν από την Ολλανδία, πως είχε ένα κομμωτήριο το οποίο πούλησε, πως της άρεσε να σχεδιάζει και να κάνει κοσμήματα από κοχύλια και πως μετρούσε ήδη ένα-δύο μήνες παραμονής στο νησί. Και τελευταίο, πως την λέγανε Ρενάτα. Συνήθως κυκλοφορούσε μόνη και όταν ο ήλιος έδυε παράγγελνε πάντα γιαούρτι με μέλι και φυστίκια. Τα βράδια έτρωγε το ίδιο φαγητό, τηγανιτό ρύζι με κάτι επιπρόσθετο αλλά αυτό το επιπρόσθετο δεν ήταν αρκετό ώστε να αλλάξει την συνηθισμένη γεύση ενός τηγανιτού ρυζιού.

ΝΟΙΚΙΑΖΕ ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ΣΤΗΝ ΔΕΞΙΑ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ, σε ένα πανδοχείο που το λέγανε -για κάποιο μυστήριο λόγο- Μπαρτσελόνα. Δεν ξέρω γιατί ξαφνικά οι Ταϊλανδοί αποφάσισαν να βαφτίσουν το μικρό ξενοδοχείο τους με το όνομα μιας ισπανικής πόλης αλλά δεν είχα και καποια ιδιαίτερη αγωνία να μάθω. Η Ρενάτα έμενε στο Μπαρτσελόνα, έτρωγε τηγανιτό ρύζι και κυκλοφορούσε πάντα με ένα καφέ συνηθισμένο φόρεμα. Αυτά ήταν όλα όσα είχα μάθει για κείνη. Μέχρι εκείνη την μέρα…

ΗΤΑΝ ΑΡΓΑ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΟΤΑΝ ΤΗΝ ΕΙΔΑ ΝΑ ΚΑΘΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ «ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ». Ένα ξερακιανό σκυλί, ταλαιπωρημένο, το οποίο ξεχώριζε από τα υπόλοιπα σκυλιά που αλώνιζαν στο νησί ακριβώς γιατί εκλιπαρούσε με κάθε του βλέμμα για χάδι και σημασία. Κανένας (μόνιμος κάτοικος ή μόνιμος τουρίστας) δεν ήταν διατεθειμένος να αναλάβει την προστασία του. Ούτε καν για να του χαρίσει ένα όνομα, το οποίο να μην υποδηλώνει την αδιαφορία, όπως υποδήλωνε σαφέστατα η επιλογή «χωρίς όνομα».

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΛΟΙΠΟΝ Η ΠΑΡΑΛΙΑ ΗΤΑΝ ΑΔΕΙΑ. Δεν υπήρχε κανείς εκτός από τον «Χωρίς Όνομα» και την κοπέλα που ελάχιστοι θυμόταν το όνομα της. Οι δύο τους καθόντουσαν πλάι-πλάι, στην άκρη της θάλασσας, εκεί που έσπαγε το κύμα. Είχαν τα πόδια τους (σκυλί και γυναίκα) μέσα στο νερό, κοιτούσαν προς την ίδια κατεύθυνση, κοιτούσαν (σκυλί και γυναίκα) προς τον ορίζοντα, ο ορίζοντας εκείνη την ώρα ήταν μια λεπτή μπλε σκούρα γραμμή που δεν είμαι σίγουρη αν ήθελε να ξεχωρίσει τον ουρανό από τον ωκεανό ή να κάνει ακόμα πιο έντονη την ένωση τους.

ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΜΟΙΑΖΕ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟ, ήταν μια ώρα που όλα λες και έσμιγαν για να σου χαρίσουν την αίσθηση πως δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς, αλλά πως υπάρχουν πολλοί λόγοι να εμπιστεύεσαι ακόμα και στις ανησυχίες σου. Εκείνο το απόγευμα την είδα. Να κάθεται πλάι στον ωκεανό και να χαιδεύει την ζωή πάνω στην κοκαλιάρικη ράχη του «Χωρίς Όνομα». Το σκυλί μέσα από το χάδι της αποκτούσε ζωντάνια την οποία έβλεπες στο βλέμμα του και η γυναίκα μέσα από το χάδι της έμοιαζε σχεδόν αιθέρια, έτσι όπως ανεβοκατέβαζε το χέρι της στο τρίχωμα του σκυλιού, έμοιαζε να έχει μέσα της το ρυθμό των κυμάτων, έμοιαζε να έχει μέσα της το ρυθμό της ζωής.

ΤΟΥΣ ΚΟΙΤΟΥΣΑ ΓΙΑ ΩΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ. Δεν με είχαν καν προσέξει. Και έτσι όπως τους κοιτούσα ξαφνικά συνειδητοποίησα πως αυτή η εικόνα θα μπορούσε να είναι απλά η εικόνα μιας γυναίκας και ενός σκυλιού, ένα απόγευμα σε μια παραλία. Θα μπορούσε όμως να ‘ναι και αλλιώς. Αυτή η συνηθισμένη γυναίκα που χαϊδεύει ένα «μοναξιασμένο» σκυλί σε ένα απόγευμα όπου όλα απορρέουν μια τρυφερότητα, μπορεί και είναι τελικά, η πρώτη λέξη σε ένα ποίημα…


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Εδώ στο DOC TV, πιστεύουμε ότι πρέπει να εκδώσει επειγόντως μυθιστόρημα.

εμφάνιση σχολίων