3
1
σχόλια
794
λέξεις
ΣΙΝΕΦΙΛ

Τα Ανθρώπινα Δεσμά διά χειρός Στιβ ΜακΚουίν, από τη Λουιζιάνα της σκλαβιάς μέχρι την Καλιφόρνια των βραβείων 'Οσκαρ 

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΑΚΗΣ ΛΑΚΤΑΡΙΔΗΣ [email protected]
12 Δεκεμβρίου 2013
Το 1841, στο Saratoga Springs της Νέας Υόρκης, ο ελεύθεροςέγχρωμος άντρας Σόλομον Νόρθαπ (Τσιγουετέλ Ετζιόφορ), παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών, βιολιστής στο επάγγελμα, ναρκώνεται από δύο απατεώνες που του υπόσχονται δουλειά και πουλιέται σκλάβος στο ρατσιστικό νότο των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα δύο πρώτα χρόνια, θα πέσει στα χέρια ενός όχι και τόσο αυστηρού ιδιοκτήτη, όταν όμως έρθει σε σύγκρουση με έναν από τους επιστάτες του, εκείνος θ’ αναγκαστεί να τον μεταπουλήσει.



Ο νέος του ιδιοκτήτης, Έντουιν Επς (Μάικλ Φασμπέντερ), είναι μέθυσος, ακόλαστος και σαδιστής. Θεωρεί τους έγχρωμους χειρότερους κι από ζώα, αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να έχει μια παθιασμένη σχέση με μία από της σκλάβες του, την Πάτσι (Λουπίτα Νιόγκο). Αλλάζοντας συνεχώς «στάση» απέναντι στο γεγονός της στέρησης της ελευθερίας του (τις περισσότερες φορές υποφέροντας παθητικά, για να γλιτώσει το κεφάλι του), ο Σόλομον θα ζήσει για άλλα 10 χρόνια σ’ αυτήν την κόλαση, μέχρι να φτάσει στο κτήμα του Έπς ένας καναδός λευκός μαραγκός, ο οποίος θα δεχτεί να τον βοηθήσει.

Ο γεννημένος στη νησιωτική Γρενάδα (ανάμεσα στην Ταϊτή και τη Βενεζουέλα) και πολίτης της Βρετανίας, εικαστικός και σκηνοθέτης Στιβ ΜακΚουίν, με τρεις μόνο ταινίες στο ενεργητικό του (οι άλλες δύο ήταν τα “Shame” το 2001 και “Hunger” το 2008), θεωρείται ήδη ένα από τα σπουδαιότερα ονόματα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ως έγχρωμος, είχε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του να γυρίσει κάποτε μία ταινία για τη σκλαβιά των αφρικανών στον νέο κόσμο. Είχε ζητήσει από τον, επίσης έγχρωμο, σεναριογράφο Τζον Ρίντλεϊ (“Three Kings”), να γράψουν μαζί ένα πρωτότυπο σενάριο. Έπειτα από προτροπή της γυναίκας του, διάβασε την αυτοβιογραφία του Νόρθαπ κι εκεί βρήκε την ιστορία που ήθελε.

Λιγότερο φορμαλιστική από τις δύο προηγούμενες ταινίες του, το «12 Χρόνια Σκλάβος» τού δίνει την ευκαιρία να μιλήσει όχι μόνο για τη φρίκη της ανθρώπινης δουλείας και τον ηθικό αμοραλισμό του μεγαλύτερου μέρους της λευκής, χριστιανικής κατά τα άλλα, φυλής, αλλά και να επεκτείνει τη γνωστή και από τα δύο προηγούμενα φιλμ του προβληματική, αυτήν που βλέπει το ανθρώπινο σώμα ως φυλακή.



Ξεκινάει, πολύ έξυπνα την αφήγηση, μ’ ένα επεισόδιο από την ήδη μακροχρόνια παραμονή του Σόλομον στη σκλαβιά, για να μας τον δείξει στη συνέχεια ελεύθερο, να πέφτει στην παγίδα των δουλεμπόρων. Με αυτόν τον τρόπο, ρίχνοντάς μας κατευθείαν στα βαθιά, κάνει τη σταδιακή μας παρακολούθηση της απώλειας της ελευθερίας του και τον υποβιβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του πολύ πιο οδυνηρή, απ’ ό,τι θα προέκυπτε μέσα από μία πιο γραμμική αφήγηση. Στη συνέχεια, γνωρίζοντας ότι το κοινό έχει ήδη μια κινηματογραφική άποψη για το θέμα, από την εποχή του τηλεοπτικού φαινομένου των Roots (1977), επιλέγει ν’ αφηγηθεί την οδύσσεια του ήρωά του μέσα από μία σειρά μεγάλων σε διάρκεια (σε σχέση πάντα με τον αμερικανικό μέσο όρο) πλάνων, που αποτυπώνουν τη σωματική και ψυχολογική βάσανο, όχι μόνο τη δική του, αλλά και των υπόλοιπων προσώπων του δράματος, τα οποία τον περιβάλουν.

Είναι χαρακτηριστική η σκηνή ανθολογίας του παραλίγο απαγχονισμού του. Κρεμάμενος από το κλαδί ενός δένδρου, προσπαθεί να ισορροπήσει στα ακροδάχτυλά του πάνω στη λάσπη. Γύρω του, στην αρχή, όλοι οι άλλοι σκλάβοι κρύβονται φοβισμένοι. Στη συνέχεια, βγαίνουν από τις κρυψώνες τους και η «ζωή» γύρω από το δένδρο και τον, στα όρια του πνιγμού, Σόλομον συνεχίζεται για πολλές ώρες (μέχρι να γυρίσει τ’ αφεντικό), σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Επίσης, δεν πέφτει στην παγίδα να περιγράψει τον Επς ως τον αδίστακτο σαδιστή, που πιθανόν να του άρμοζε. Αντίθετα, τον περιγράφει σαν έναν διχασμένο άντρα που μισεί τον εαυτό του και τους γύρω του, κυρίως λόγω του απελπισμένου, τρελού έρωτά του για μια γυναίκα «κατώτερης» ράτσας.



Ακόμα και όταν κάποιες σκηνές μοιάζουν με κολάζ αποτρόπαιων εικόνων (για να μη μείνει απέξω καμία παράμετρος της «ζωής» στη σκλαβιά), στο σύνολό τους είναι τόσο ξεχωριστά επιλεγμένες κι αναπαριστούν τη «ζωή» στις φυτείες με τέτοια δύναμη, που σε συνδυασμό με τις άψογες ερμηνείες (Ετζιόφορ, Νιόγκο, Φασμπέντερ, αλλά και Πολ Ντάνο, Πολ Τζιαμάτι, Σάρα Πόλσον), τη νατουραλιστική φωτογραφία του Σον Μπόμπιτ (ο οποίος έχει επιμεληθεί και τις τρεις ταινίες του), το χαμηλόφωνα επικό σάουντρακ του Χανς Τσίμερ (το οποίο μοιράζεται μελωδίες απ’ το επίσης δικό του “The Thin Red Line”), δίνουν στην εμπειρία της θέασής της όλα τ’ απαραίτητα στοιχεία μιας ξεχωριστής κινηματογραφικής απόλαυσης για «σκεπτόμενους» θεατές.

Θεατές που τους κάνει συνένοχους στα όσα φριχτά έχουν διαδραματιστεί, βάζοντας τον κεντρικό ήρωα, λίγο πριν το τέλος, να κοιτάξει προς τη μηχανή λήψης, παραβαίνοντας έτσι ένα βασικό κινηματογραφικό κανόνα. «Εσείς τι σκοπεύετε να κάνετε για όσα (ακόμη) γίνονται;», μοιάζει να μας ρωτάει.


Info: «12 Χρόνια Σκλάβος» (“12 Years a Slave”) -Δραματική Βιογραφία. ΗΠΑ-Αγγλία, 2013. Πρεμιέρα: Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου. Σκηνοθεσία: Στιβ ΜακΚουίν. Παίζουν: Τσιγουετέλ Ετζιόφορ, Μάικλ Φασμπέντερ, Λουπίτα Νιόγκο, Πολ Ντάνο, Πολ Τζιαμάτι, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Σάρα Πόλσον, Μπραντ Πιτ. Διανομή: Odeon.


Διαβάστε επίσης όλες τις ταινίες της εβδομάδας
 
εμφάνιση σχολίων