0
1
σχόλια
644
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

«Οι στίχοι του άρχισαν να ακούγονται στη νύχτα με μια καθαρότητα σχεδόν τρομακτική, με μια καθαρότητα που ολοφάνερα μας τάρασσε» 

OLD BOY
17 Μαΐου 2013
Κανείς μας δεν το είδε να έρχεται. Ήμασταν άλλωστε απασχολημένοι μιλώντας μεταξύ μας. ΄Ετσι ξαφνιαστήκαμε όταν το είδαμε να στέκεται από πάνω μας και να μας συστήνεται με αυτό το απροσδόκητο όνομα. Τα λόγια του ηχούν ακόμα στα αυτιά μας, κι ας έχει περάσει πια καιρός: «Καλησπέρα, δε με ξέρετε από κοντά, αλλά μάλλον θα έχετε ακούσει για μένα. Είμαι το Ποίημα». Μολονότι κανείς μας δεν το πίστεψε, το αφήσαμε να κάτσει. Περίσσευε άλλωστε μια καρέκλα. Σε μερικά τραπέζια περισσεύει πάντοτε μια καρέκλα. Στο δικό μας περίσσευε πλέον και η δυσπιστία.

Αλλά όσο το σκεφτόμασταν -και δε χρειαζόταν να το πούμε ο ένας στον άλλο, γνωρίζαμε καλά ο ένας τον άλλο- η κατάσταση δεν ήταν όσο δυσοίωνη φάνηκε αρχικά. Γιατί κι η δυσπιστία μας να αποδεικνυόταν αβάσιμη, κι αλήθεια να έλεγε, και πάλι: τι οίηση! Ακόμη κι αν είχε αισθητικά δίκιο, ηθικά ήταν υπόλογο από την αρχή. Η σκέψη μάς παρηγορούσε και μας γλύκαινε σιγά σιγά, όσο και το αλκοόλ που συνέχιζε να ρέει από κανάτες σε ποτήρια, από ποτήρια σε στόματα, από στόματα σε οργανισμούς, στέλνοντας από εκεί γραμμή την οδηγία στους εγκεφάλους μας, τους μικρούς ημιταλαντούχους-ημιατάλαντους εγκεφάλους μας.

Αρχίσαμε να γελάμε δυνατά, σχεδόν χωρίς λόγο, με την κάθε πιθανή κι απίθανη αφορμή. Εν τω μεταξύ δεν παραλείπαμε να το ποτίζουμε κι εκείνο. Κάθε άλλο παρά παραλείπαμε. Και πρέπει να ήταν λιγότερο συνηθισμένο από εμάς στο ποτό -ή πάντως περισσότερο ευαίσθητο- γιατί από Ποίημα έγινε τραγούδι, κι έτσι αυτός ο σωρός από στοιχισμένες πάνω στην καρέκλα λέξεις ντύθηκε ξαφνικά νότες, και η μελωδία του διαχύθηκε και στα διπλανά τραπέζια που ξαφνικά σώπασαν, και οι στίχοι του άρχισαν να ακούγονται στη νύχτα με μια καθαρότητα σχεδόν τρομακτική, με μια καθαρότητα που ολοφάνερα μας τάρασσε και την οποία όσο κι αν απεχθανόμασταν (όσο κυρίως κι αν απεχθανόμασταν τη φυσικότητα με την οποία είχε προκύψει), άλλο τόσο μας έκανε να μη μας νοιάζει ο πομπός της, απελευθερώνοντάς μας από έναν εαυτό που δεν ήταν υποχρεωμένος πια να είναι ανταγωνιστικός πομπός, καθώς μετατρεπόταν σε ευεργετημένο δέκτη, δέκτη αυτού που ξετυλιγόταν στη διπλανή ή την απέναντί του καρέκλα, αναλόγως πού καθόταν δηλαδή ο καθένας μας.

Όλα γκρεμίστηκαν από τον ήχο του σκουπιδιάρικου που θυμήθηκε να περάσει εκείνη την ώρα. Πεταχτήκαμε αγανακτισμένοι πάνω, πήγαμε να τραμπουκίσουμε τους σκουπιδιάρηδες, θυμηθήκαμε πως είμαστε αριστεροί, επιστρέψαμε απεγνωσμένοι πίσω. Το Ποίημα είχε εξαφανιστεί. Θα πήγε να κατουρήσει, είπε ο πιο αισιόδοξος από εμάς, κι έτρεξε στην τουαλέτα. Δεν ήταν εκεί. Βγήκαμε στο δρόμο και αρχίσαμε να φωνάζουμε: «Ποίημα! Ποίημα! Γύρνα πίσω».

Πουθενά. Ένας από εμάς έφτιαχνε σκιτσάκια, του είπαμε να το ζωγραφίσει. Ανεβάσαμε την εικόνα του στο διαδίκτυο, φτιάξαμε γκρουπ στο facebook που ζητούσαμε στοιχεία του, μετά τυπώσαμε σχετικές αφίσες, γέμισε η πόλη, θα τις είχες δει μάλλον κι εσύ τότε. Όταν χάσαμε κάθε ελπίδα, στραφήκαμε στην τελευταία: πηγαίναμε κάθε Σάββατο βράδυ στο ίδιο μαγαζί, στο ίδιο τραπέζι και περιμέναμε. Η καρέκλα του πάντοτε περίσσευε. Το ίδιο και η ματαίωση που ολοένα και περισσότερο μας κυρίευε, καθώς δεν παύαμε να φτιάχνουμε κι εμείς τα δικά μας πράγματα, δεν παύαμε να προχωράμε κι εμείς τα δικά μας πρότζεκτ. Τουλάχιστον αισθανόμασταν ασφαλείς στην αλληλοεξουδετέρωσή μας.

Μέχρι που το μαγαζί έκλεισε λόγω κρίσης. Ο καθένας μας πήγε τότε μυστικά από τους άλλους στον μαγαζάτορα, ζητώντας του μια περίεργη χάρη: να πάρει μια καρέκλα σπίτι του. Πήραμε έτσι όλοι μας μία, ελπίζοντας πως πήραμε τη σωστή, πως πήραμε εκείνη που είχε ένα βράδυ κάτσει το Ποίημα. Στα σπίτια μας περίσσευε έκτοτε πάντοτε μια καρέκλα στα κρυφά. Μπορεί και το κουδούνι να χτυπούσε κάποτε. Μπορεί να ερχόταν να ξανακάτσει κοντά μας, να μας αποκαλυφθεί με λέξεις, να μας αποκαλυφθεί με μελωδίες. Μπορεί να ερχόταν να μας κάνει να νιώσουμε πάλι για λίγο πανίσχυροι κι ανήμποροι, ένοχοι και πανέμορφοι, μικροί και πελώριοι, σίγουροι και εκκρεμείς, με μια λέξη ζωντανοί, ζωντανοί, ρε μαλάκα, ζωντανοί.

Old Boy
 
εμφάνιση σχολίων