Ενώ φτιάχνεις βαλίτσα για το αλλού
«ΘΑ ΜΑΓΕΙΡΕΥΩ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ» ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΚΑΙ ΓΕΛΑΣΕΣ ΠΟΛΥ ΔΥΝΑΤΑ -ΔΕΝ ΕΙΧΕΣ ΚΑΜΙΑ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΙΣ ΜΑΓΕΙΡΙΚΕΣ ΜΟΥ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΙΧΕΣ ΑΠΟΛΥΤΟ ΔΙΚΙΟ. Το ’ξερα πως θα ήτανε δύσκολο να σε πείσω να δείξεις εμπιστοσύνη. «Γι’ αυτό έρχομαι εκεί άλλωστε», σ’ το θύμισα, «γιατί είναι και πάλι η εποχή να εκπλήξω τον εαυτό μου». Αυτό ήθελα. Να με εκπλήξω. Να τσιγαρίσω, δηλαδή, λιγάκι το μυαλό μου με άγνωστα μπαχαρικά και να ανακατέψω ξανά τα υλικά μου, ρίχνοντας μέσα ξένες μυρωδιές. «Είμαι τόσο περίεργη» σου είπα και εσύ δεν αντέδρασες. Προφανώς δεν κατάλαβες τι εννοούσα, μα εκείνο που εννοούσα ήταν πως νιώθω την ίδια αγωνία, την ίδια εκείνη αγωνία που με πιάνει κάθε φορά που ξέρω πως είναι η στιγμή να νικήσει η επιθυμία μου ένα φόβο μου ακόμα. Είμαι περίεργη, σου είπα, πού θα με βγάλει αυτό το καινούργιο κονταροχτύπημά τους κι αν θα καταφέρω να κυλήσω ξανά στο ρυθμό του ποταμού.
«ΔΕ ΣΕ ΠΕΙΡΑΖΕΙ ΠΟΥ ΘΑ ΕΧΕΙ ΚΡΥΟ ΚΑΙ ΠΟΥ ΔΕ ΘΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΗΛΙΟ;» ΜΕ ΡΩΤΗΣΕΣ. Είχες ήδη διασχίσει τη γέφυρα και περπατούσες τώρα προς τον υπόγειο σταθμό. Ο αέρας είχε ηρεμήσει και ο ποταμός σου έμοιαζε ακόμα πιο υπέροχος όσο τον κοιτούσες από μακριά. «Σε λίγο ίσως κλείσει η γραμμή», μου είπες, «μπορεί να μην έχω σήμα», διευκρίνισες και συνειδητοποίησα πόσο είχα πεθυμήσει τους υπόγειους σταθμούς με τις ατέλειωτες ηλεκτρικές τους σκάλες και τις υπόγειες διαδρομές των τυχαίων συναντήσεων. «Δε σε πειράζει;» ρώτησες ξανά και εγώ βιάστηκα να σου απαντήσω, πριν χάσεις σήμα, πως καθόλου δε με πειράζει που δε θα βλέπω ήλιο, αυτό θέλω, σου είπα, να παρατηρώ τα πρόσωπα χωρίς να τα φωτίζει ο ήλιος και να βλέπω πώς γράφουνε οι σκιές απάνω τους χωρίς την αντανάκλαση. Δεν έκανες κανένα σχόλιο. «Θέλω να μείνεις όσο θες» είπες μονάχα και πως να μην ξεχάσω να σου στείλω όλες τις λεπτομέρειες της πτήσης μου για να είσαι εκεί στην ώρα σου. «Να βάλεις το εμβόλιο στο σκυλί και να του αγοράσεις μια κουβέρτα» συμπλήρωσες με ύφος επιτακτικό, για να το σημειώσω στα επείγοντα.
«ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ», ΣΟΥ ΕΙΠΑ, «ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΠΟΤΑ. Έχω βάλει το εμβόλιο στο σκυλί και του πήρα και κουβέρτα. Είμαι έτοιμη. Είμαι έτοιμη να γυρνάω ξανά σε μια άγνωστη πόλη, με ένα μαύρο, αυτή τη φορά, σημειωματάριο που να ταιριάζει στο γκρίζο ουρανό της, και εκεί μέσα, στο μαύρο σημειωματάριο, να γράφω μικρές ιστορίες θανάτου». «Μικρές ιστορίες θανάτου;» απόρησες και έχασες σήμα, έτσι δεν πρόλαβα να σου εξηγήσω πως έχω πια τη σοβαρή υποψία πως σ’ εκείνες είναι τελικά που πάει και κρύβεται η ζωή…
Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος. Ζει στη Λευκωσία. Όταν τη χάνουμε, ταξιδεύει. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Ανάμεσα στα κείμενά της που μπορείτε να διαβάσετε στο DOC TV είναι και η στήλη Το Νησί που έγραψε κατοικώντας επί 6 μήνες σε μια καλύβα στην Ταϊλάνδη. Κυκλοφορεί το βιβλίο της «ΥΓ. Γεννήθηκα έναν Απρίλη» το οποίο μπορείτε να βρείτε εδώ.