«…Ποιοι να ήσαν τάχα ετούτοι οι δύο; Για τι πράγμα μιλούσαν; Ποια αρχή αντιπροσώπευαν; Ο Κ. ζούσε σε μια χώρα με συνταγματικό πολίτευμα, βασίλευε γενική ειρήνη, και όλοι οι νόμοι ήσαν εν ισχύι· ποιος τολμούσε να τον συλλάβει μέσα στο ίδιο του το σπίτι; Ανέκαθεν είχε την κλίση να παίρνει τα πράγματα εύκολα, να πιστεύει στο χειρότερο μόνο όποτε το χειρότερο ερχόταν, να μη μεριμνά για την αύριο ακόμα και όταν οι προοπτικές ήσαν απειλητικές…»
«…Ένας οργανισμός που διαθέτει όχι μόνο διεφθαρμένους δεσμοφύλακες, ηλίθιους Επιθεωρητές και Ανακριτές για τους οποίους το καλύτερο που μπορείς να πεις είναι ότι αναγνωρίζουν τα όριά τους, αλλά έχει επίσης στη διάθεσή του δικαστική ιεραρχία υψηλής, της υψίστης πράγματι βαθμίδος, με την απαραίτητη και πολυάριθμη ακολουθία κλητήρων, γραφέων, αστυνομικών και άλλων υπαλλήλων, ενδεχομένως και δημίων˙ δε με πτοεί η λέξη. Και ποια η σημασία, κύριοι, αυτού του μεγάλου οργανισμού; Να, σε τι συνίσταται: αθώοι κατηγορούνται ως ένοχοι και παράλογες αξιώσεις εγείρονται εναντίον τους, κατά το πλείστον, είναι η αλήθεια, χωρίς αποτέλεσμα, όπως στην περίπτωσή μου. Αλλ’ αφού στο σύνολό του είναι παράλογος, πώς είναι δυνατόν οι ανώτερες βαθμίδες να παρεμποδίσουν τη διαφθορά των οργάνων τους; Αδύνατον. Ακόμα και ο ανώτατος Δικαστής αυτού του οργανισμού θ’ αναγκαστεί να παραδεχθεί τη διαφθορά του δικαστηρίου του…»
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του εγκαταστάθηκε σε κάποιο προάστιο του Βερολίνου και αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Το 1914 αρραβωνιάστηκε τη Φελίτσε Μπάουερ, την οποία είχε γνωρίσει στο σπίτι του φίλου του Μαξ Μπροντ, και με την οποία αλληλογραφούσε επί δύο χρόνια, διέλυσε όμως τον αρραβώνα επειδή ένιωθε ανίκανος να αντιμετωπίσει το γάμο. Άλλη μια απόπειρά του να παντρευτεί τη Φελίτσε κατέληξε σε αποτυχία, αφού το 1917 έγινε γνωστό ότι πάσχει από φυματίωση και μπήκε σε σανατόριο -με τη συμπαράσταση της αδελφής του Ότλα.
Το 1923, σε ένα ταξίδι του στη Βαλτική, γνώρισε τη χειραφετημένη Εβραία νηπιαγωγό Dora Diamant και μετά από λίγο μετακόμισε στο σπίτι της στο Βερολίνο, προσπαθώντας να ξεφύγει από την επίδραση της οικογένειάς του και να αφοσιωθεί στο γράψιμο.
Οι άτυχοι έρωτές του, η άσχημη σχέση με τον πατέρα του, έναν αυτοδημιούργητο άντρα που δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες του γιού του, η δική του άκαμπτη διανοητική τιμιότητα καθώς και η σχεδόν ψυχοπαθητική ευαισθησία του, έκαναν την υγεία του να κλονιστεί.
Πέθανε στις 3 Ιουνίου 1924. Αν και ήταν Τσέχος, ο Κάφκα έγραψε όλα τα βιβλία του στα γερμανικά. Εφτά από αυτά εκδόθηκαν όσο ζούσε. Λίγο πριν πεθάνει, παρακάλεσε τον Μπροντ να καταστρέψει τα έργα του, εντολή που αυτός ευτυχώς παράκουσε. Ο Μπροντ επιμελήθηκε τα τρία ημιτελή μυθιστορήματά του και τα εξέδωσε: Η Δίκη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1925, Ο Πύργος το 1926, και η Αμερική το 1927.
Ο Κάφκα είναι ο μεγάλος ποιητής και ανατόμος ταυτόχρονα της ακατάβλητης υπαρξιακής αγωνίας που στοιχειώνει τις καθημερινές σκέψεις και τα μύχια συναισθήματα του ανθρώπου. Οι άκαμπτοι κι ανάλγητοι κρατικοί μηχανισμοί και οι εφιαλτικά περίπλοκες κοινωνικές δομές στον ιστό των οποίων ο άνθρωπος ταλαντεύεται ανήμπορος και φιμωμένος, συστέλλουν και διαστέλλουν τα όρια της συνείδησής του, εξορίζοντάς τον στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της, εκεί όπου, γυμνωμένος από το ευπρεπές, σιδερωμένο ένδυμα της κοινωνικότητάς του, έρχεται αντιμέτωπος με τον ανελέητο και απροσάρμοστο βαθύτερο εαυτό του.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είπε για τον Κάφκα: «Ο Κάφκα περιέγραψε με αξιοθαύμαστη εικονοκλαστική δύναμη τα μελλοντικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, τη μελλοντική αστάθεια του νόμου, το μελλοντικό απολυταρχισμό του κρατικού απαράτ.»
Φραντς Κάφκα, "Η Δίκη", μτφρ.: Αλέξανδρος Κοτζιάς (Κέδρος, 1995)
Ακολουθήστε μας στο Instagram και στο Facebook για να βλέπετε τα άρθρα που σας ενδιαφέρουν