Πάρε με τρένο! Πάρε με φρεγάτα, στα πανιά σου! Μακριά! Μακριά! Η λάσπη εδώ με δάκρυ έχει γενεί! (Σαρλ Μπωντλαίρ)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
20 Δεκεμβρίου 2011
Η ΚΕΙΣ ΠΟΛΑΡΝΤ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ που μπορώ να βρω για να συγκρίνω την προσωπική μου αυξανόμενη δυσφορία που εκδηλώνεται με κρίσεις πανικού κάθε φορά που έρχομαι σε επαφή με ότι ονομάζεται «νεοελληνική πραγματικότητα». Ζαλίζομαι και νιώθω αναγούλα όταν παρ’ όλες τις προσπάθειες και τα επιδέξια σλάλομ για να αποφύγω το βάναυσο ρεαλισμό της πεμπτοκοσμικής χώρας που ζω σκοντάφτω κάθε τόσο στην ηλιθιότητά της, στις προκαταλήψεις της, στον επαρχιωτισμό της, στην ημιμάθειά της, στη ξιπασιά της, στο σουσουδισμό της, στην αυταρέσκεια της, στο ρατσισμό της, στα σαχλά της σχόλια, στον φτηνό συναισθηματισμό της, στην κατάφορη σφαγή της λογικής, στο κακό γούστο της, στην συμπεριφορά και τις πράξεις μιας κοινωνίας που δεν μπορεί να χωρέσει ο νους κανενός πολιτισμένου ανθρώπου.
ΑΠΟ ΤΙΣ ΡΑΚΕΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΗΛΙΘΙΟΥΣ ΑΝΑ ΖΕΥΓΗ μέχρι τους πενηντάρηδες πολιτικούς που χωρίς καμία συναίσθηση της γελοιότητας αυτοχαρακτηρίζονται «νέοι πολιτικοί με νέες ιδέες» ενώ μιλάνε σα δεινόσαυροι λίγο πριν εξαφανιστούνε από τους μετεωρίτες ΚΑΙ από το θρήνο για τα αυθαίρετα σπίτια που ανεγέρθηκαν σε δασικές περιοχές ως μνημεία παραβατικότητας μέχρι τους δημοσιογράφους που μοιάζουν με εκπροσώπους της Στάζι ΚΑΙ από το χάος του κράτους μέχρι το ραγιαδισμό του «δεν αλλάζει τίποτα» ΚΑΙ την ψύχωση να παραμείνουμε κομμουνιστικό κράτος στο οποίο εργάζονται αποκλειστικά δημόσιοι υπάλληλοι ΚΑΙ από τον όλεθρο των φωτιών ΚΑΙ την μηδαμινή αντιμετώπισή τους μέχρι αυτήν την κυβέρνηση εθνικής διχόνοιας που προσπαθεί φιλότιμα να μας πεθάνει ζωντανούς ΚΑΙ τελευταία την επίκληση ενός κατακλυσμού ως ύστατης ευκαιρίας για αποδείξουμε την σύμπνοια σα να πρέπει μόνο ο θάνατος και η καταστροφή να μας ξυπνάνε από το παρατεταμένο κώμα που βρισκόμαστε, κάνουν όλο και πιο παράλογο το γεγονός ότι έχω την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη ενώ η χώρα και οι κάτοικοί της μου δημιουργούν τρομερή απέχθεια.
ΠΟΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ Ο ΤΟΠΟΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΟΧΙ Ο ΤΟΠΟΣ ΠΟΥ ΑΝΗΚΕΙ Η ΨΥΧΗ ΣΟΥ, που γοητεύει τη φαντασία σου, που έλκει το σώμα σου και το μυαλό σου. Σημασία έχει η χώρα που ονειρεύεσαι, που σε κάνει να αισθάνεσαι καλά, που σε αγαπάει και που δε σε μαραζώνει. Σιχαίνομαι αυτή τη χώρα που για τα μόνα πράγματα που μπορεί να υπερηφανευτεί είναι ο ήλιος, ή θάλασσα και τα ερείπια της και που διαφημίζει αυτές τις τυχαιότητες σαν δημιούργημά της ενώ κάνει τα πάντα για να τα αποδυναμώσει. Λέει ο Φλομπέρ: «Δεν είμαι περισσότερο αρχαίος από όσο σύγχρονος, ούτε περισσότερο Γάλλος από ότι Κινέζος και η ιδέα της πατρίδας δηλαδή η υποχρέωση προς τη περιοχή που ζεις και που είναι σημειωμένη με κόκκινο ή με μπλε στο χάρτη, να μισείς τα άλλα μέρη με το πράσινο η με το μαύρο μου φαινόταν ανέκαθεν στενόμυαλη, κοντόφθαλμη και απύθμενα βλακώδης. Είμαι εν Θεώ αδελφός με κάθε τι που ζει, με την καμηλοπάρδαλη και με τον κροκόδειλο όσο και με τον άνθρωπο».
ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΕΝΑ ΓΛΥΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ 50 ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ: «Αθήνα μου/ πως να στο πω, σαν μάννα μου σε αγαπώ/ και πιό πολύ ακόμα» και στο θυμό μου βλέπω μια ανεστραμμένη αγάπη, ένα έρωτα που δεν τολμάει να πει το όνομά του. Το αίμα νερό δεν γίνεται. Η Αθήνα κυκλοφορεί στις φλέβες μου θέλω δεν θέλω, ακόμα και σαν παγάκια. Ποτέ δεν έκανα τουρισμό στην Αθήνα. Η Ακρόπολη ήταν εκεί και την έβλεπα από το παράθυρο του δωματίου των γονιών μου από τη στιγμή που γεννήθηκα. Κάθε μέρα. Στην ευθεία, απέναντί μου. Δεν με ενδιέφερε, ούτε ήξερα αν είναι σημαντική. Είχα το ίδιο ενδιαφέρον και αδιαφορία που έδειχνα στον Αντρέα, τη Κατερίνα, το Μιχάλη, την Αλέκα, τον Νίκο και το Σταύρο -τους παιδικούς φίλους μου. Με μαμά και μπαμπά από την Αθήνα ποτέ δεν ονειρεύτηκα ότι κάποτε θα επιστρέψω κάπου που βρίσκονται οι ρίζες μου. Την εποχή που σαν έφηβος οι ορμόνες και η φιλοδοξία μου χτυπούσαν κόκκινο θεωρούσα αυτονόητο ότι βρίσκομαι στην Αθήνα κι όχι κάπου αλλού και τώρα σαν ενήλικας συνειδητοποιώ ότι κάθε φορά που περνάει από το μυαλό μου η σκέψη ότι πρέπει να εγκαταλείψω την Αθήνα από ανάγκη, όπως ονειρεύονται όλο και συχνότερα οι συνομήλικοι μου, δεν οφείλεται σε λογική μου σκέψη αλλά σε πρόσκαιρη έκλειψη προσωπικότητας.
ΟΙ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ-ΜΟΥΣΕΙΟ- ΕΞΑΡΧΕΙΑ- ΔΕΞΑΜΕΝΗ- ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ- ΟΜΟΝΟΙΑ, η Πατησίων πάνω-κάτω, η Αλεξάνδρας πάνω-κάτω στην εφηβεία μου είναι χαραγμένες σαν τατουάζ στη ψυχή μου και δεν τις αλλάζω με τίποτα. Αν κάποιος εύχεται να αναπαυθεί στο πατρογονικό του χώμα, εγώ ελπίζω να θαφτώ κάτω από την άσφαλτο της Πατησίων αγκαλιά με τα ποιήματα της Φρίντας Λιάπα από το «Λυρικό Επίλογο της Οδού Πατησίων».
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΟΥΜΕ ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ ΕΡΜΑΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΓΗ αλλά μεγαλώνοντας έχουμε το δικαίωμα και την ελευθερία να ξαναεφεύρουμε τον εαυτό μας, να διαλέξουμε την ταυτότητά μας, να καλλιεργήσουμε τις προσωπικές μας σκέψεις και ιδέες, να επιλέξουμε την πατρίδα της καρδιάς μας. Φυσικά και μπορώ να αποσύρομαι σε κομμάτια του εαυτού μου στα οποία νιώθω περισσότερα νεοϋορκέζος, γιαπωνέζος, ή μαροκάνος και σίγουρα καθόλου Έλληνας. Ο Σωκράτης που ήξερε ένα δύο πράγματα παρά πάνω από εμάς δεν θεωρούσε τον εαυτό του πολίτη της Αθήνας αλλά του κόσμου. Εγώ που δεν ξέρω αυτά που ήξερε ο Σωκράτης ξέρω ότι η μόνη πατρίδα που ξέρω είναι η Αθήνα.
εμφάνιση σχολίων