Μέσα στη μακρόχρονη διαδρομή της ιστορίας τους, η ιδέα της αυτάρκειας που γεννήθηκε από την πραγματικότητα της μονήρους ύπαρξης τους, έγινε η ρότα της ζωής που πήραν πασχίζοντας να καλύψουν όλες τις βιοτικές ανάγκες διαμέσου της πρωτογενούς παραγωγής. Αυτάρκες σε αγαθά έπρεπε να είναι κάθε αγροτικό νοικοκυριό, το σύνολο των οποίων απάρτιζε την αυτάρκεια του νησιού.
Λιγοστό το νερό στις περισσότερες περιοχές, αλλά η αγροτική επινοητικότητα και η εμπειρία που μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά για αιώνες, έφερνε θαυμαστά αποτελέσματα
Αυτό συνέβαινε και στην Πάρο. Ξεκινούσε από τα βάθη της ιστορίας και ήταν πραγματικότητα μέχρι περίπου τη δεκαετία του 1960 όταν ένα μεσαίας τάξης σε γη αγροτόσπιτο, παρήγαγε μια πληθώρα αγαθών, ικανών να θρέψει τα μέλη και τα ζώα της οικογένειας. Εύφορη και γόνιμη η γη της Πάρου, λιγοστό ωστόσο το νερό στις περισσότερες περιοχές, αλλά η αγροτική επινοητικότητα και η εμπειρία που μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά για αιώνες, έφερνε θαυμαστά αποτελέσματα.
Ένα μέσο λοιπόν αγροτικό νοικοκυριό παρήγαγε ένα σύνολο δημητριακών. Μαλακό και σκληρό σιτάρι όπως τον μαυραγανίτη με τα πλούσια θρεπτικά στοιχεία, κριθάρι, βρώμη που στην Πάρο την ονόμαζαν αγιάλπα, βίκο και τριφύλλι. Καλλιεργούσε όσπρια όπως ρεβίθια, κουκιά μεγαλόκαρπα ή μικρόκαρπα που στην Πάρο τα έλεγαν σανταμάκια, διάφορα είδη φασολιών και κυρίως μαυρομάτικα, αρακά και φάβα όπως και τον λεγόμενο μπίζη ειδικά στην Ανατολική Πάρο που ήταν εκλεκτό αρακοειδές.
Κάθε αγροτόσπιτο στην παλαιά Πάρο είχε επίσης την καλουριά του, μια επινόηση παραγωγής αγαθών γεννημένη από την πραγματικότητα του λιγοστού νερού που ήταν συνήθως διαθέσιμο. Καλουριά ονόμαζαν κάποιο κτήμα που τα προηγούμενα χρόνια φύτευαν κυρίως με δημητριακά και το όργωναν από το φθινόπωρο έως το Φλεβάρη πολλές φορές, ώστε να αποταμιεύσει η γη αρκετή ποσότητα υγρασίας από τη βροχή και να είναι το χώμα αφράτο. Εκεί φύτευαν ακανόνιστα, ζαρζαβατικά όπως φασόλια, ντομάτες, πιπεριές, αγγούρια, πεπόνια, κολοκύθια, καρπούζια, σουσάμι και καλαμπόκι και σε ορισμένες περιπτώσεις βαμβάκι. Μετά το φύτεμα έκαναν το λεγόμενο σβάρνισμα ώστε η επιφάνεια του κτήματος να γίνει επίπεδη και να μειώνεται η εξάτμιση της υγρασίας. Στην καλουριά φύτευαν τα λεγόμενα καλουργικά ή μποστανικά που δεν τα πότιζαν και ήταν πάντα άνυδρα.
Από τις κατ' έθιμο οικονομικές συνήθειες του αγροτικού κόσμου, εκπορεύονταν και οι αξίες και τα ήθη που επιστέγαζαν την καθημερινή ζωή και νοηματοδοτούσαν τον πολιτισμό
Στα κτήματα ενός μέσου αγροτόσπιτου παράγονταν επίσης λάχανα, κουνουπίδι, μπρόκολο, μαρούλια, μπάμιες, πατάτες, γλυκοπατάτες, αγκινάρες, ραπανάκια, κρεμμύδια και σκόρδα. Κάθε σχεδόν μέσο αγροτικό νοικοκυριό είχε αμπέλια με ποικιλία κρασοστάφυλων και επιτραπέζιων σταφυλιών αλλά και συκιές που βρίσκονταν μέσα στα αμπέλια και έδιναν εύγεστα σύκα. Η παραγωγή ωστόσο των φρούτων ήταν περιορισμένη καθώς γι΄αυτά απαιτείται μεγάλη ποσότητα νερού. Παράγονταν λίγα φρούτα κυρίως αυτά που ωρίμαζαν νωρίς την άνοιξη στα κτήματα ή σε περιβόλια όπου υπήρχαν τρεχούμενα νερά ή πηγάδια. Όμως σε κάθε σχεδόν σπίτι υπήρχε τουλάχιστον μία λεμονιά.
Στη Βορειοδυτική και Ανατολική Πάρο υπήρχε επίσης μικρός αριθμός ελαιώνων σε αντίθεση με την Κεντρική που υπήρχαν περισσότεροι. Επίσης ένα μέσο σπίτι της εξοχής παρήγαγε το σύνολο της κρεατοπαραγωγής όπως κοτόπουλα, γαλόπουλα, πρόβατα, κατσίκια, αρνιά, βοοειδή, αλλά και κουνέλια και χοιρινά που έδιναν εκτός από το κρέας τους, γάλα, αβγά, μαλλί και τυροκομικά προϊόντα.
Τίποτα δεν περίσσευε και τίποτα δεν πήγαινε χαμένο στο αγροτικό νοικοκυριό. Τα πάντα είχαν χρηστική αξία και έβρισκαν θέση μέσα στον βιολογικό κύκλο του πρωτογενή τομέα
Η αρχή ωστόσο της αυτάρκειας που ήταν η πυξίδα της αγροτικής ζωής και παραγωγής στην παλαιά Πάρο, συνοδευόταν από μια άλλη σπουδαία αρχή που συμπλήρωνε την πρώτη, καθιστώντας το νοικοκυριό αυτοδύναμο και πλήρες ως προς την επάρκεια. Αυτή ήταν η αξιοποίηση στο έπακρο κάθε προϊόντος αλλά και υποπροϊόντος που παραγόταν. Τίποτα δεν περίσσευε και τίποτα δεν πήγαινε χαμένο στο αγροτικό νοικοκυριό. Τα πάντα είχαν χρηστική αξία και έβρισκαν θέση μέσα στον βιολογικό κύκλο του πρωτογενή τομέα.
Ταπεινά όσο κι ασήμαντα απολειφάδια του αγροτικού κύκλου παραγωγής, η ανθρώπινη επινοητικότητα της χρείας και η σοφία της οικονομίας του απλού βίου, τα μετέτρεπαν σε χρήσιμα προϊόντα ή αντικείμενα, ενταγμένα απόλυτα στην καθημερινότητα και τη ζωή, που βρισκόταν σε αγαστή αρμονία με τη φύση.
Για παράδειγμα, η λίπανση των κτημάτων γινόταν από την κοπριά των ζώων, το μαλλί από τα πρόβατα γινόταν με φυσική επεξεργασία από τις νοικοκυρές νήμα για μάλλινα ρούχα, από το τρίχωμα των κατσικιών φτιάχνονταν κάπες ή το χρησιμοποιούσαν στις κατασκευές ως συνεκτικό υλικό του σοβά, το τυρόγαλο από την τυροκομία γινόταν θρεπτική τροφή για τους χοίρους, οι προβιές των ζώων μετά από διεργασία με στάχτη και αλάτι τοποθετούνταν ως χαλιά στα πατώματα των σπιτιών, από τα τομάρια των κατσικιών έφτιαχναν τουλούμια για τουλουμοτύρι και κρασί και από τις νεροκολοκύθες φλασκιά για το κρασί, από το βαμβάκι έφτιαχναν κλωστές και γέμιζαν μαξιλάρια και στρώματα, από μαλλί και βαμβάκι ήταν επίσης τα χράμια.
Εθιμικά και για λόγους επιβίωσης ίσχυε σε μεγάλο βαθμό η ανταλλακτική οικονομία
Επίσης από τα δέρματα των ζώων κατασκεύαζαν δεκάδες αγροτικά εργαλεία ενώ τα στρόφυλα από τα οποία παρασκεύαζαν τη σούμα τα πετούσαν μέσα στο αλώνι για να φάνε τα κουκούτσια τους τα κοτόπουλα. Ενδεικτικό της σε έπακρο αξιοποίησης του κάθε τι, ήταν ότι όταν τα κοτόπουλα είχαν φάει τα κουκούτσια από τα στρόφυλα, χρησιμοποιούσαν στη συνέχεια τους φλοιούς μαζί με τις κουτσουλιές που απέμεναν, ως κοπριά σε ειδικές εργασίες. Ακόμα και τα περιττώματα των βοοειδών, οι βουδιές όπως λέγονταν στην Πάρο, χρησιμοποιούνταν από τους αγρότες στην επίστρωση του αλωνιού πριν από το αλώνισμα ώστε να μη γλιστρούν τα ζώα.
Όσο η χρεία επικαθόριζε τη ζωή τόσο η σοφή φυσική αξιοποίηση του πλούτου που γεννούσε ο ίδιος ο περιβάλλων χώρος γινόταν μέσο επιβίωσης για αιώνες. Μια επιβίωση που δεν ήταν ωστόσο δεδομένη ή εύκολη για πολλά νοικοκυριά της εξοχής. Γιατί αν ένα μέσο αγροτόσπιτο παρήγαγε πλήθος αγαθών για να τραφεί και να πουλήσει το περίσσευμα στην αγορά της Πάρου, πολλά ήταν εκείνα που αδυνατούσαν να καλύψουν τις ανάγκες τους. Το χρήμα, αποτέλεσμα της εμπορευματικής οικονομίας ήταν λιγοστό κατά τις παρελθούσες εποχές και ο προσπορισμός των αναγκαίων στην αγροτική οικονομία της Πάρου γινόταν για πολλούς με τη μέθοδο της ανταλλαγής.
Εθιμικά λοιπόν και για λόγους επιβίωσης ίσχυε σε μεγάλο βαθμό η ανταλλακτική οικονομία. Μέρος προϊόντων που υπήρχαν δηλαδή σε περίσσευμα σε ένα νοικοκυριό ανταλλάσσονταν με άλλα προϊόντα από άλλα νοικοκυριά. Σε πολλές περιπτώσεις, για την αγορά αγαθών από τους εμπόρους της εποχής, δηλαδή τους γυρολόγους όπως τους ονόμαζαν, που γύριζαν στις εξοχές διαλαλώντας την πραμάτεια τους, συνηθιζόταν να δίνονται ως αντάλλαγμα από τις νοικοκυρές, αγροτικά προϊόντα όπως τυριά ή κοτόπουλα. Η ανάγκη της επάρκειας της θρέψης είχε γεννήσει και την εθιμική συνήθεια του αμοιβαίου. Το αμοιβαίο ήταν η εθιμική συναλλαγή κατά την οποία ένας εργαζόμενος στα κτήματα κάποιου άλλου που παρήγαγε ένα συγκεκριμένο αγροτικό προϊόν, αμειβόταν με μια ποσότητα του προϊόντος ανάλογη με το έργο του.
Συνήθειες και σχέσεις, στις οποίες το καθαρό ανθρώπινο βλέμμα συμπύκνωνε άφθαρτες αξίες που μακροημέρευσαν, κράτησαν ζωντανά μέσα στο διάβα του χρόνου νησιά όπως την Πάρο
Από τις κατ΄έθιμο οικονομικές συνήθειες του αγροτικού κόσμου, εκπορεύονταν και οι αξίες και τα ήθη που επιστέγαζαν την καθημερινή ζωή και νοηματοδοτούσαν τον πολιτισμό της παριανής υπαίθρου. Μια σφιχτή συνήθως χειραψία ανάμεσα στους αγρότες, ήταν το συμβόλαιο της εποχής για την προφορική συμφωνία ανταλλαγής ή το αμοιβαίο, καθώς επισφράγιζε με καθαρότητα, ειλικρίνεια και ευθύτητα την δοσοληψία μεταξύ αντρών.
Οι αγρότες της εποχής, αγνοί και αγέρωχοι, με καθαρό, ελεύθερο πνεύμα και άδολη ψυχή, συμφωνούσαν ή διαφωνούσαν δια ζώσης, κοιτάζοντας καταπρόσωπο ο ένας το άλλον, χωρίς να διεκδικούν ότι δεν τους ανήκε ούτε όμως να επιχειρούν να αδικήσουν ή να αποδέχονται την εις βάρος τους αδικία. Η αγροτική κοινωνία της εποχής, με τη μακρά προφορική παράδοση και τη σοφή εμπειρία αιώνων ζωής πάνω σε μια γη κυκλωμένη από θάλασσα, είχε τους δικούς της άγραφους νόμους που ορίζονταν από την αμεσότητα μιας δικαιοσύνης συμβιωτικής, βασισμένης στην ορθή αμοιβαιότητα της χρείας που ήταν συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή. Μια ζωή δεμένη άρρηκτα με τη φύση που ήταν ο πρωταρχικός δημιουργός και ο συνοδοιπόρος του ανθρώπου σε όλη τη διάρκεια του βίου του.
Σήμερα, η κατάσταση από την δεκαετία ήδη του 1960 έχει αλλάξει άρδην. Το άνοιγμα της Πάρου και των νησιών στον έξω κόσμο με την βελτίωση των υποδομών και την έλευση της εμπορευματικής οικονομίας και του τουρισμού, είχαν ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του πρωτογενούς τομέα. Είχαν όμως επίσης ως αποκύημα και την εγκατάλειψη του θησαυρού της αγροτικής σοφίας που έδεσε τους αγρότες με τη γη και τον τόπο τους για αιώνες και μαζί με αυτήν τον θάνατο ενός ολόκληρου πολιτισμικού σύμπαντος εθιμικών σχέσεων και συνηθειών.
Συνήθειες και σχέσεις, στις οποίες το καθαρό ανθρώπινο βλέμμα συμπύκνωνε άφθαρτες αξίες που μακροημέρευσαν, κράτησαν ζωντανά μέσα στο διάβα του χρόνου νησιά όπως την Πάρο, τα έθρεψαν, τα διαιώνισαν και φιλοτέχνησαν την τόσο ιδιαίτερη πολιτισμική τους φυσιογνωμία που σήμερα έχει αλλοιωθεί σοβαρά και τείνει να χαθεί για πάντα…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στον Παριανό Τύπο
Διαβάστε επίσης:
Οι 6 «άυλοι» ελληνικοί θησαυροί
ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ: Οι Μικρές Κυκλάδες