0
1
σχόλια
1778
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Έξι μήνες και 14 διηγήματα αργότερα, η συγγραφέας αφήνει την καλύβα της και τους δαίμονές της στην Ταϊλάνδη

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
13 Σεπτεμβρίου 2011
ΠΛΗΡΩΣΑ 150 ΜΠΑΤ, ΠΗΡΑ ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ, το έβαλα στην τσέπη του παντελονιού μου και κάθισα στην άκρη της προκυμαίας κοιτώντας τον ωκεανό, με την πλάτη γυρισμένη στους υπόλοιπους τουρίστες, που στέκονταν σε ουρά με τα σακίδια τους απλωμένα στο έδαφος. Σκέφτηκα να βγάλω μια φωτογραφία, δεν είχα ακόμα εμπιστοσύνη στην μνήμη μου, ήθελα αυτή την εικόνα σαν απόδειξη πως τελικά κατάφερα να πάρω την μεγάλη απόφαση και να εγκαταλείψω για ένα χρονικό διάστημα ό,τι ζούσα, ώστε να ανακαλύψω αν ήταν τελικά εκείνο που ήθελα να ζήσω. Και μόνο με την διαπίστωση πως αμφέβαλλα για την ικανότητα μου να θυμάμαι τα απαραίτητα, αρνήθηκα να βγάλω την φωτογραφική από τη τσάντα μου.

Η ΞΥΛΙΝΗ ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ ΠΟΥ ΕΦΤΑΝΕ ΒΑΘΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ θα υποδεχόταν σε λίγο το πλοίο με το όνομα Χατρίν Κουήν, το οποίο και θα με μετέφερε στο νησί της «απομόνωσής» μου. Ήταν μια προκυμαία γεμάτη από τρύπες, όπου σκάλωναν οι περιποιημένες βαλίτσες με τους μικρούς τροχούς, ένδειξη πως αυτή η διαδρομή δεν ταίριαζε στις συγυρισμένες ζωές. Οι τρύπες στα ξύλα, οι ρωγμές στις ενώσεις τους, η αστάθεια των στηριγμάτων, δεν άντεχε τους σταθερούς βηματισμούς, τους απόλυτα βέβαιους ή μάλλον τους παραδομένους στο επόμενο τους βήμα.

Η ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ ΗΤΑΝ ΓΕΜΑΤΗ ΑΠΟ ΣΗΜΑΔΙΑ ΜΙΑΣ ΑΣΤΑΘΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ, μιας διάτρητης αυτοπεποίθησης, σημάδια μιας αγωνίας να φτάσει κανείς στο προορισμό του, αλλά και μιας τόλμης να ανακαλύψει πού ακριβώς χωρούσε αυτός ο προορισμός στον προσωπικό του χάρτη. Τη στιγμή που πλήρωνα 150 μπάτ και αγόρασα το εισιτήριο- ένα εισιτήριο φτιαγμένο από φτηνό χαρτί έτοιμο να διαλυθεί με το πρώτο αεράκι- συνειδητοποιούσα πως εκείνα τα ελάχιστα, σε αναλογία, ευρώ ήταν το μοναδικό αντίτιμο που είχα να πληρώσω, προκειμένου να συναντήσω ένα εαυτό, τον οποίο είχα ηθελημένα ξεχάσει ή είχα αφήσει κρυμμένο.

ΑΝΑΨΑ ΤΣΙΓΑΡΟ, ΜΙΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΕΤΟΙΜΗ ΝΑ ΑΦΗΣΩ, ήθελα να πιστεύω πως ηρεμούσε τις σκέψεις μου και πως ο καπνός όπως κατέβαινε μέσα στα πνευμόνια μου, μου αφαιρούσε εκείνο ακριβώς το ποσοστό οξυγόνου που δεν άντεχα ακόμα να εισπνεύσω. Ήθελα να αναπνέω λιγότερο, οι βαθιές μεγάλες ανάσες μου προκαλούσαν πόνο στο στήθος, έτσι μάζευα τους ώμους μου και μίκραινα το λαιμό μου για να αντισταθώ στον καθαρό αέρα. Δεν είχα αναπτήρα, ζήτησα φωτιά από ένα Ιταλό που στεκόταν ακριβώς πίσω μου μαζί με άλλους τέσσερεις-πέντε Ιταλούς, οι οποίοι και με τα ελάχιστα ρούχα εξακολουθούσαν να διατηρούν αυτό το στυλιζαρισμένο στήσιμο, σήμα κατατεθέν της καταγωγής τους. Μια δερμάτινη ζώνη πάνω από το ταυλανδέζικο παντελόνι του ψαρά και ένα σάλι με έντονα χρώματα περασμένο στο λαιμό μαζί με μακριά χαϊμαλιά που τέλειωναν σε ένα αγαλματάκι του Βούδα, ήταν αρκετά δυνατές προσθήκες, ώστε να υποδηλώνουν, όχι μόνο την ταυτότητα τους αλλά και τις προθέσεις τους.

ΜΕ ΕΝΑ ΓΡΗΓΟΡΟ ΒΛΕΜΜΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ. Μερικοί Ισραηλίτες που μιλούσαν δυνατά και κουνούσαν τα χέρια τους με κείνο τον αέρα της υπεροχής, που εκπορευόταν από την εμμονή τους στην ιστορική τους περιπλάνηση άρα και στην επηρμένη βεβαιότητα πως ξέρουν να ανακαλύπτουν τον κόσμο καλύτερα από όλους. Πιο πέρα κάποιοι Καναδέζοι -είχα ακούσει από σπόντα να μιλάνε για το Βανκούβερ-, μετρούσαν πόσες φορές είχαν ήδη κάνει το ίδιο ταξίδι, και πιο πίσω μερικοί Αυστραλοί -το κατάλαβα από την επαναλαμβανόμενη φράση No Worries- αντάλλαζαν συστάσεις.

ΥΠΕΘΕΤΑ ΠΩΣ ΟΙ ΗΛΙΚΙΕΣ ΤΟΥΣ ΗΤΑΝ ΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ. Δεν ήταν μόνο το παρουσιαστικό τους που πρόδιδε τα χρόνια τους ήταν και κείνη η έλλειψη ενθουσιασμού να ανακαλύψουν τη χώρα. Στην θέση της ήταν έκδηλη η παρουσία μιας αγωνίας να ανακαλύψουν τον εαυτό τους ή αν αυτό ήταν υπερβολικά νωρίς να το κρίνω, στα σίγουρα μπορούσα να διαισθανθώ την ανάγκη τους, πληρώνοντας κι’ αυτοί το αντίτιμο των 150 μπατ, να ξεφύγουν από κάτι. Τι ήταν αυτό το κάτι δεν ήξερα, μα το άκουγα να τρίζει καθώς τους έβλεπα να περπατάνε στην προκυμαία χωρίς να αποφεύγουν τις τρύπες της, διατεθιμένοι ακόμα και να σφηνώσουν στις ρωγμές της, προκειμένου να φτάσουν κάποια στιγμή μέχρι το μέσο του ωκεανού.

ΤΟ ΧΑΤΡΙΝ ΚΟΥΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΠΑΤΟΥΣΑ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ. Έδωσα πρώτη το εισιτήριο μου στο Ταυλανδό που είχε σταθεί ήδη στην άκρη της προκυμαίας, άρχισα να περπατώ γρήγορα και ανέβηκα στην κουπαστή. Οι υπόλοιποι ταξιδιώτες κατέφθαναν με πιο αργά βήματα, και το ίδιο αργά εξακολουθούσα να τους παρατηρώ προσπαθώντας να διαγνώσω αν εκείνο που μας ένωνε ήταν η συνύπαρξή μας σ’ αυτό το ταυλανδέζικο σκουριασμένο πλοίο με τις λάμπες φθορίου στην οροφή ή αν ήταν τα ερωτηματικά μας που στερεωμένα στα σακίδιά μας, ήταν εκείνα που ευθύνονταν τελικά για το επιπλέον βάρος που νιώθαμε στην πλάτη.

ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΑΚΟΜΑ ΝΑ ΔΙΑΚΡΙΝΩ, παρότι όλες μου οι αισθήσεις ήταν ανοιχτές και έτοιμες να νιώσουν και την τελευταία σταγόνα των κυμάτων που δημιουργούσε η άγκυρα καθώς, την ώρα που έσχιζε την επιφάνεια του νερού, σήμανε την αφετηρία αυτής της παράξενης διαδρομής.

ΗΤΑΝ ΑΡΓΑ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΟΤΑΝ ΕΦΘΑΣΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ. Στην παραλία δεν υπήρχε κανείς, παρά μόνο ένα μαύρο σκυλί που γάβγιζε θυμωμένα στα κύματα. Τα μικρά ξύλινα σπιτάκια που ήταν χωμένα μέσα στην ζούγκλα δεν φανέρωναν τους ενοίκους τους, οι αιώρες που ήταν κρεμασμένες στα μπαλκόνια έπαιζαν μόνες με τον άνεμο και τους ήχους των πουλιών. Κατέβηκα από την βάρκα και άφησα τις πατούσες μου να βουλιάξουν στην άμμο νιώθοντας τον κάθε βρεγμένο της κόκκο. Και ύστερα περπάτησα την γέφυρα που οδηγούσε στον γκρίζο βράχο κρατώντας την σημείωση με το όνομα του μικρού πανδοχείου και τις οδηγίες πώς να το βρω. Σε ελάχιστα λεπτά ήμουν εκεί, ρώτησα για δωμάτιο, μου έδωσαν το κλειδί του μηδέν -δύο, του μοναδικού μπάγκαλοου που ήτανε χτισμένο στους βράχους και είχε θέα ολόκληρο τον ωκεανό και τον ουρανό απέναντι του.ΠΑΡΑΤΗΣΑ ΤΟ ΣΑΚΙΔΙΟ ΜΟΥ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ και κάθισα σταυροπόδι στην βεράντα κοιτώντας γύρω μου. Όλα έμοιαζαν τόσο ήρεμα που το μόνο που μπορούσα να ακούσω, εκτός από τους ήχους της ζούγκλας, ήταν οι δικές μου ανήσυχες σκέψεις. «Ένας ολόκληρος ωκεανός μπορεί και ησυχάζει» σκέφτηκα «εγώ άραγε θα μπορέσω;».

ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ΞΥΠΝΟΥΣΑ ΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΝΗΣΥΧΙΑ, μαζί της κολυμπούσα στον ωκεανό, μαζί της κοιμόμουν τα βράδια κάτω από την λευκή κουνουπιέρα. Έβλεπα τις αράχνες να μπλέκουν τους ιστούς τους στις γωνιές του δωματίου και ένιωθα λες και κεντούσαν το δικό μου δίχτυ, ένιωθα να παίρνουν από το σάλιο του μυαλού μου υγρό, ένιωθα πως η μοναδική ικανότητα των σκέψεων μου ήταν να φτύνουν, να φτύνουν και να κεντούν ακόμα μεγαλύτερους ιστούς από κείνους που προσπαθούσα να διαλύσω.

ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑ ΣΤΗΝ ΖΟΥΓΚΛΑ ΜΕ ΕΝΑ ΦΑΚΟ, φωτίζοντας την διαδρομή μου χωρίς να έχω την ικανότητα να αφεθώ στους ήχους της, χωρίς να μπορώ να νιώσω τα φύλλα των δέντρων να με χαϊδεύουν. Σε κάθε θρόισμα νόμιζα πως γύρω μου σέρνονταν φίδια, ο φόβος δεν μ’ άφηνε να δω το σκοτάδι και έτσι παρέμενα αφημένη στο δικό μου σκοτάδι, αδύναμη να πιστέψω πως η νύχτα έχει το δικό της φως.

ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΟΛΑ ΗΤΑΝ ΜΠΛΕΓΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΞΕΚΑΘΑΡΟ. Άνοιγα τις κουρτίνες κάθε πρωί να δω τον ωκεανό και τον ουρανό, που κάθε πρωί ήταν αλλιώτικοί, με άλλα χρώματα και άλλα σχήματα στα σύννεφα και πιο μικρά ή πιο μεγάλα κύματα, αλλά εγώ δεν είχα καταλάβει πως ο λόγος που άλλαζαν σύννεφα και κύματα και χρώματα, ήταν για να μου υποδείξουν πως η κάθε μέρα είναι μοναδική. Δεν ήξερα ακόμα πώς να συνομιλώ με τη ζωή, γιατί ακριβώς προσπαθούσα να ερμηνεύσω την πραγματικότητα με το μυαλό μου. Πέρασαν μήνες για να αντιληφθώ πως ο μόνος τρόπος να ερμηνεύσεις την πραγματικότητα και να την φέρεις, έτσι, πιο κοντά στην ζωή, είναι να την νιώσεις και όχι να την καταλάβεις.

ΤΟ ΝΗΣΙ ΕΙΧΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΜΑΓΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ. Κάποιοι πιο ψαγμένοι την ονόμαζαν ως μια ειδική ενέργεια, λέγανε μάλιστα πως ο μεγάλος γκρίζος βράχος ήταν ξακουστός και διάσημος μεταξύ εκείνων που ασχολούνταν με διαλογισμό. Λέγανε πως εκεί μπορούσε να αισθανθείς τη σύνδεσή σου με το σύμπαν, μπορούσες να δεις εκείνη την γέφυρα που ενώνει το ορατό με το αόρατο. Λέγανε κι’ άλλα περίεργα τα οποία εγώ δεν καταλάβαινα και δεν είχα και την διάθεση να καταλάβω. Μου αρκούσε να παιδεύομαι με τους δικούς μου γρίφους και στο ενδιάμεσο να διερωτώμαι κατά πόσο και οι υπόλοιποι κουβαλούσαν και αυτοί από ένα σταυρόλεξο με οριζόντιους και κάθετους ορισμούς της μέχρι τότε ζωής τους.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΑΙΡΟ ΕΙΧΑ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΠΩΣ ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ είχαν καταφέρει να βρούνε την δική τους ισορροπία και απλά έμεναν εκεί για να την απολαύσουν. Μετά, όταν πια άρχισα να σκέφτομαι λιγότερο και να νιώθω περισσότερο, κατάλαβα πως τα απογεύματα ο καθένας ξάπλωνε στην αιώρα της βεράντας του και ευχόταν οι έξι πυροβολισμοί που εξαπέλυαν κάθε δειλινό οι Ταυλανδοί με σκοπό να σκοτώσουν τα κακά πνεύματα, να έβρισκαν στόχο και έναν από τους δικούς τους δαίμονες. Και τότε ήξερα πως εκείνο το σκουριασμένο πλοίο που μας μετέφερε μήνες πριν σ’ αυτή την ακτή δεν ήταν το μοναδικό στοιχείο που μας ένωνε. Ήταν και οι φωνές των φαντασμάτων μας, που περπατούσανε στην ζούγκλα τα βράδια και έκαναν ακόμα και τα φίδια να κρύβονται βαθιά μέσα στο βουνό.

ΠΕΡΑΣΑΝ ΜΗΝΕΣ. ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΑΣΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΒΕΡΑΝΤΑ ΚΟΙΤΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΩΡΑ ΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ μέχρι να καταφέρω να νιώσω πως δεν είμαι τίποτα άλλο παρά ένα ποτήρι θάλασσας. Πέρασα μήνες κοιτώντας τα σύννεφα μέχρι να πειστώ πως δεν είμαι τίποτα άλλο παρά ένα κομμάτι ουρανός. Πέρασα μήνες περπατώντας τα βράδια στην ζούγκλα μέχρι να καταφέρω να σβήσω το φανάρι και να δω πως δεν είμαι τίποτα άλλο παρά ένα κομμάτι από το σκοτάδι της νύχτας. Πέρασα μήνες περπατώντας πάνω στην ξύλινη γέφυρα που ένωνε τον γκρίζο βράχο με την ακτή, μέχρι να καταλάβω πως ο μόνος λόγος που μπορώ και περπατώ είναι γιατί υπάρχει μια γέφυρα που ενώνει το ορατό με το αόρατο. Πέρασαν μήνες λοιπόν μέχρι να πειστώ πως ο μόνος τρόπος να νιώσεις την πραγματικότητα στη ζωή είναι να την εμπιστευτείς.

ΤΩΡΑ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΦΥΓΩ. Και ξέρω πως πίσω δεν θα με πάρει το σκουριασμένο, εκείνο, Ταυλανδέζικο πλοίο. Ξέρω πια πως πίσω θα γυρίσω με ένα δελφίνι. Εκείνο το δελφίνι για το οποίο τραγουδούσα όταν ήμουνα μωρό, τότε που ήξερα να ξεχωρίζω ανάμεσα στους δεκάδες δίσκους βινυλίου, με το ένστικτό μου, ποιος ήτανε που έπαιζε το τραγούδι του δελφινιού.

ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΗ ΠΙΑ, ΠΩΣ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΔΕΛΦΙΝΙ, αφού βεβαιώθηκε πως έμαθα ξανά να παραδίνομαι στην δύναμη του ενστίκτου μου, θα διασχίσει ωκεανούς και θα πετάξει πάνω από κύματα και θα ‘ρθει εδώ, στο γκρίζο βράχο για να με συναντήσει. Θα σχηματίσει στον αέρα χιλιάδες φυσαλίδες, θα βγάλει το κεφάλι του από το βυθό, θα με κοιτάξει στα μάτια και ύστερα θα μου μιλήσει σχεδόν τραγουδιστά λέγοντας μου: «Ανέβα Λένη στην πλάτη μου και κράτα με γερά. Είναι ώρα να φύγουμε».


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Το Νησί τελείωσε αλλά συνεχίζει να μας στέλνει διηγήματα στο DOC TV.

εμφάνιση σχολίων