0
1
σχόλια
1084
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

«Καμιά φορά το να σκέφτεσαι μπορεί να σε σκοτώσει». Από το Βυτίο

DOC TV
6 Ιανουαρίου 2016
Ξαφνικά μες τη νύχτα ανοίγει τα μάτια. Ένας περίεργος πόνος. Ακόμη δεν ξέρει πόσο δυνατός είναι. Είναι πολύ δυνατός. Ακόμη δεν μπορεί να περιγράψει πού ακριβώς χτυπάει ο πόνος. Ο πόνος διαχέεται θα έλεγες σε όλο το περίβλημα της κοιλιάς, στο εσωτερικό τοίχωμα απ’ τα δεξιά ως τα αριστερά, παντού. Μάλλον το κέντρο και η αρχή του εντοπίζεται κάπου κάτω απ’ τον αφαλό. Πρώτη φορά νιώθει τέτοιο πόνο. Δεν σκέφτεται, δεν θέλει να το σκεφτεί ιδιαίτερα. Σηκώνεται προσεχτικά να μην την ξυπνήσει και πάει στην τουαλέτα. Νομίζει πως τον λούζει κρύος ιδρώτας, αλλά δεν τον λούζει, νομίζει πως θέλει να χέσει, αλλά δεν χέζει. Ύστερα νομίζει πως ζαλίζεται, πως θα κάνει εμετό. Ο πόνος επιμένει, ο πόνος δυναμώνει.

Επιστρέφει στο κρεβάτι, το μόνο που κατάφερε ήταν να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο, λες και η δροσιά είναι το αιώνιο και διαρκές φάρμακο. «Άνοιξε το παράθυρο να σε φυσήξει λίγο ο αέρας. Βάλε το κεφάλι σου κάτω από το ντους, θα νιώσεις καλύτερα».

Ξαπλώνει. Ο πόνος δυναμώνει. Σκέφτεται. Πώς χτυπάει η σκωληκοειδίτιδα; Πώς νιώθει κανείς ένα ξαφνικό κρύωμα; Πώς σκάει το έλκος; Πώς τρυπάει το στομάχι απ’ την κοκακόλα; Ποιο είναι το επόμενο βήμα απ’ την καούρα από ουίσκι; Πώς ανταποκρίνεται κάποιος στο άκουσμα μιας βαριάς και απροσδόκητης ασθένειας; Πώς πονάει τόσο κανείς;

Τώρα κρυάδες. Κρυάδες και ρίγη. Το μυαλό κάνει τα δικά του. Είναι τέσσερις η ώρα. Ποιο νοσοκομείο να εφημερεύει τέτοια ώρα; Πώς πάει κανείς στο νοσοκομείο; Μπορεί να οδηγήσει; Αν καλέσεις ασθενοφόρο, πόση ώρα κάνει και άραγε μπορεί αυτή η ώρα να αποβεί μοιραία; Μπορεί να αποβεί μοιραία η δικιά του καθυστέρηση, το να σκέφτεται και να μην πηγαίνει στο νοσοκομείο. Καμιά φορά το να σκέφτεσαι μπορεί να σε σκοτώσει. Καμιά φορά το να σκέφτεσαι σε εμποδίζει να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι του πόνου.

Και ποιο νοσοκομείο θα εφημερεύει; Πόση ώρα θα περιμένει; Πώς και με ποιον θα συνεννοηθεί; Πού έχει το βιβλιάριο; Έχει βιβλιάριο; Το 5ευρω ισχύει; Το 25ευρω ισχύει; Πόσα λεφτά έχει; Εντωμεταξύ ο πόνος επιμένει. Την ξυπνάει, της εξηγεί, τον σκεπάζει καλύτερα. Τον ρωτάει, αλλά αυτός δεν μπορεί να περιγράψει με σαφήνεια.

Σκέφτεται ότι αυτό είναι ο άνθρωπος, αυτό είναι αυτός. Περπατάς ένα πρωί τον δρόμο σου, στρίβεις τη γωνία και πέφτεις κάτω νεκρός, σωριάζεσαι, πέφτεις κανονικά, χωρίς ιδιαίτερο δράμα, σαν ένα αντικείμενο που κούνησε η γάτα στη βιβλιοθήκη.

Κι άμα πέσει τι; Τίποτα το ιδιαίτερο, απλά δεν θα πάει απ’ την εφορία που είχε προγραμματίσει να ρωτήσει για εκείνη την καθυστέρηση, δεν θα δει το μπάσκετ το βράδυ, δεν θα ξαναδεί μπάσκετ, δεν θα ξαναπάει για καφέ, για ουίσκι, για κονιάκ, για μπίρες, δεν θα διαβάσει Γκόρπα, τα παλιά του Αρανίτση, έναν ακόμη Ντελίλο, το επόμενο του Παπαμάρκου, ένα ακόμη του Κόνραντ, δεν θα ξαναδεί το κορίτσι γυμνό στη θάλασσα, δεν θα ξαναδεί άλλα κορίτσια γυμνά στη θάλασσα, δεν θα τον περιμένουν τα ζώα πίσω απ’ την πόρτα, δεν θα ξανακλείσουν για αυτόν τα φώτα στο σινεμά, δεν θα δει την επόμενη σεζόν Οrange is the new black που προμηνύεται τόσο καλή, δεν θα φύγει για καλοκαίρι και δεν θα ξαναγυρίσει, δεν θα ξαναφάει φασολάδα, δεν θα πιστέψει εντελώς σοβαρά ότι από αύριο ξεκινάει ξανά η ζωή του και θα είναι εντελώς διαφορετικά, δεν θα ξαναδεί τη Naturelle με το ασημένιο φόρεμα και τον Ρέι Άλεν με τον Ντένζελ Γουάσινγκτον, δεν θα ξανακούσει το «Πέφτει μια βροχή» και το «Don’t it let it bring you down» και το «Σκότωσέ με» (τραγική ειρωνεία), δεν θα ξαναφτάσει στο χωριό, δεν θα ξαναβάλει το αγαπημένο του παλτό, εντέλει -και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο- δεν θα ξαναπροσέξει μην τρίξει η πόρτα και την ξυπνήσει.

Κι όλα αυτά κι άλλα τόσα βεβαίως με ένα απλό στρίψιμο στη γωνία. Να, εκεί που περπατάς, στρίβεις και σωριάζεσαι. Περνάνε λίγα δευτερόλεπτα και φεύγεις ανέτοιμος και ατακτοποίητος, με μισόλογα, ασήμαντα άγχη και αγωνίες. Τι παραπάνω ήθελες να είχες γράψει, να είχες πει; Αυτό που ήθελες και τελικά δεν είδες θα σε στοιχειώνει καθώς διανύεις την απόσταση από το ύψος σου σε αυτό του πεζοδρομίου. Κι αν εκείνα τα τελικά δευτερόλεπτα αποκτήσεις εκείνο το βλέμμα που έψαχνες και απέφευγες ταυτόχρονα; Κρίμα να κρατήσει τόσο λίγο, αλλά κρίμα και δίκαιο και άδικο την ίδια στιγμή.

Αλλά όπως και να το κάνουμε, η σκέψη του θανάτου τη στιγμή ενός πονόκοιλου, όσο έντονος κι αν είναι αυτός, είναι γραφική, αν όχι και εντελώς ψεύτικη. Γιατί τώρα του γινόταν φανερό ότι ακόμη και την ώρα του πόνου, ο εαυτός καταφεύγει στο αόρατο πάλκο. Σκηνοθεσίες και σενάρια, ό,τι χρειαστεί, για να μη διαταραχτεί η νορμαλιτέ που προκαλεί τους πονόκοιλους και τους κρύους ιδρώτες και τα ασήμαντα άγχη και βέβαια αμέσως μετά τη φιλοσοφική αποδόμηση των προηγούμενων και την υποτιθέμενη διαύγεια που κάποτε θα οδηγήσει σ’ ένα σοφό βλέμμα, αλλά πάντως όχι στο να πας αντίθετα στον μονόδρομο. Εκτός από πόνο λοιπόν, διαθέτουμε και νεύρα. Σχεδόν το είπε δυνατά, καθώς βολεύτηκε καλύτερα σε ανάσκελη πάντα στάση.

Λευκέ προνομιούχε μαλάκα, με τις δήθεν υπαρξιακές ανησυχίες, σταμάτα να τρέμεις κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Κι άμα σωριαστείς καθώς στρίβεις στην επόμενη γωνία, σωριάστηκες. Κι άμα τελειώσουν όλα κι εσύ νιώσεις το τελευταίο δευτερόλεπτο, ότι ήθελες λίγο ακόμη, ότι μπορούσες λίγο ακόμη, ότι είχες κάτι ακόμη να κάνεις, δεν έγινε και τίποτα, απλά τελείωσαν όλα. Εντωμεταξύ, αν υποθέσουμε ότι ο αόριστος φόβος είναι η άλλη όψη της δίψας για ζωή, ίσως πρέπει να δοκιμάσεις να κοιμηθείς μπρούμυτα, να πορευτείς ανάποδα, να στρίψεις στην αντίθετη γωνία, να διαβάσεις έναν Κόνραντ, να ξαναδείς τη Naturelle και να προσέξεις να μην τρίξει η πόρτα.

Όλοι κάποτε ξεγελιούνται, ακόμη και ο φόβος, ακόμη και ο θάνατος ο ίδιος και άλλωστε, ας σοβαρευτούμε, αυτός ο πονόκοιλος προφανώς συνδέεται με το ότι βγήκες έξω στο κρύο με βρεγμένα μαλλιά και λεπτό μπουφάν.

Αυτό το τελευταίο τον καθησύχασε κάπως και μπόρεσε να παρατηρήσει ότι ο πόνος, αν και ακόμη κάπως έντονος, είχε σταθεροποιηθεί εκεί κάτω απ’ τον αφαλό και δεν απλωνόταν σε όλη την κοιλιά. Ηρέμησε ακόμη περισσότερο, τόσο που δεν άργησε να αφήσει κατά μέρος τον τρόμο του θανάτου και να πιάσει το ροχαλητό. Δίπλα του εκείνη, στριφογυρνούσε και σκεφτόταν, μήπως έπρεπε να πήγαιναν στο νοσοκομείο, μήπως έπρεπε να επιμείνει, μήπως έπρεπε να αφήσει την ανησυχία της να πάρει τα ηνία. Το ροχαλητό του όμως την έπεισε κι αυτή, η οποία σιγά σιγά ξανανύσταξε πια, αναλογιζόμενη την ιδέα του πόνου. Τι είναι κι ο άνθρωπος όμως, εκεί που κοιμάσαι όμορφα και γλυκά, ξαφνικά ξυπνάς και τρέμεις, ζαλίζεσαι, σφάζεσαι από μέσα.

Με αυτή τη σκέψη ενώθηκαν τα δύο ροχαλητά σε μία κρεβατοκάμαρα και η ζωή από αύριο ξαναρχίζει. Σκληρή και πολλά υποσχόμενη.

Πηγή: Το Βυτίο

εμφάνιση σχολίων