Τον καιρό της νιότης μας ο έρωτας μάς φαινόταν ένα αίσθημα ισχυρό, ικανό να μεταμορφώσει τη ζωή. Η σεξουαλική επιθυμία, που ήταν αξεχώριστη απ’ τον έρωτα, συνοδευόταν από ένα αίσθημα εγγύτητας, κατάκτησης και μέθεξης που όφειλε να μας υψώνει πάνω απ’ τις πεζές μέριμνες και να μας καθιστά ικανούς για μεγάλα πράγματα.
Ένα απ’ τα πιο διάσημα σουρεαλιστικά ερωτηματολόγια ξεκινούσε με την ερώτηση: «Ποια ελπίδα εναποθέτετε στον έρωτα;». Εγώ απάντησα: «Αν είμαι ερωτευμένος, κάθε ελπίδα. Αν δεν είμαι, καμία». Ο έρωτας μας φαινόταν αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής, της πράξης, της σκέψης, της αναζήτησης.
Σήμερα, αν πιστέψω τα όσα μου λένε, για τον έρωτα ισχύει ό,τι και για την πίστη στον Θεό. Τείνει προς εξαφάνιση — τουλάχιστον σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα. Σήμερα ο έρωτας παρουσιάζεται σαν ένα ιστορικό φαινόμενο, σαν μια πολιτισμική ψευδαίσθηση. Ο έρωτας μελετάται, αναλύεται — ει δυνατόν, θεραπεύεται.
Διαμαρτύρομαι. Δεν υπήρξαμε θύματα κάποιας ψευδαίσθησης. Ακόμη κι αν σ’ ορισμένους φαίνεται δύσκολο να το πιστέψουν, ερωτευτήκαμε αληθινά.»
«Μπορεί να γεννήθηκε σ’ έναν τόπο όπου ο μεσαίωνας κράτησε μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά από πολύ νωρίς ο Λουίς Μπουνιουέλ συνδέθηκε με την πνευματική και καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής του· πρώτα στη Μαδρίτη, μαζί με τον Λόρκα, τον Νταλί, κι ύστερα στο Παρίσι της δεκαετίας του ’20, με την ομάδα των σουρεαλιστών.
Στο σουρεαλισμό ο Μπουνιουέλ βρήκε την αγάπη για το παράλογο, το αμφίσημο, το βαθιά κρυμμένο, το επικίνδυνο, συνδυασμένη με την αυθάδικη διάθεση για πρόκληση, σκανδαλισμό, για βεβήλωση των ιερών και γκρέμισμα των παραδεδομένων αξιών, όπως η κοινωνική ειρήνη, η εργασία, η θρησκεία, η οικογένεια.
Ο Μπουνιουέλ γράφει για τη ζωή του με παιχνιδιάρικη ειρωνεία και με μια παράδοξη νηφαλιότητα, έχοντας επίγνωση ότι αυτή υπήρξε χορταστική. Σαν ήρωας σε πικαρέσκο μυθιστόρημα, ξεστρατίζει αμέριμνος σε αλλεπάλληλες παρεκβάσεις, καθώς μιλά για τα μεγάλα πάθη και για τα όνειρά του, για τους αγαπημένους φίλους και τους πολέμιούς του, για τα έργα τα δικά του και για εκείνα που τον καθόρισαν.». Ο Luis Buñuel (1900–1983) γεννήθηκε στην Καλάνδα της Αραγώνας και μεγάλωσε στη Σαραγόσα, σε εύπορη αστική οικογένεια. Σπούδασε στη Μαδρίτη, ενώ τη δεκαετία του ’20 βρέθηκε στο Παρίσι, όπου γύρισε τις πρώτες του ταινίες και εντάχτηκε στην ομάδα των σουρεαλιστών. Μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο έζησε εξόριστος, πρώτα στις ΗΠΑ και κατόπιν στο Μεξικό, όπου και γύρισε τις περισσότερες ταινίες του. Τη δεκαετία του ’60 ξανάρχισε να κάνει ταινίες και στην Ευρώπη, μοιράζοντας τον καιρό του μεταξύ Μεξικού, Ισπανίας και Γαλλίας. Φωτογραφία: René Magritte, The Lovers