«Το τέλος του κοινού κόσμου έχει επέλθει όταν αυτός αντικρίζεται από μια μόνο πλευρά και παρουσιάζεται σε μια μόνο προοπτική»
DOC TV
15 Οκτωβρίου 2014
Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ είναι δυνατή ως πολιτικό φαινόμενο μόνο αν στηριχτεί στην υπόθεση ότι ο κόσμος δεν θα διαρκέσει· αν όμως υποτεθεί αυτό, είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι η αδιαφορία για τον κόσμο, με τη μία ή την άλλη μορφή, θ’ αρχίσει να κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή. Αυτό συνέβη μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και φαίνεται να συμβαίνει πάλι στις μέρες μας, μολονότι για εντελώς διαφορετικούς λόγους και με πολύ διαφορετικές, ίσως ακόμα πιο δυσάρεστες μορφές.
ΑΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ένα δημόσιο χώρο, αυτός δεν μπορεί να οικοδομείται μόνο για μια γενεά και να σχεδιάζεται μόνο για τους ζώντες· πρέπει να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα της ζωής των θνητών. Χωρίς αυτή την υπέρβαση σε μια δυνάμει επίγεια αθανασία, καμιά πολιτική, με την αυστηρή έννοια της λέξης, κανένας κοινός κόσμος και κανένας δημόσιος χώρος δεν είναι δυνατός.
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ πριν από μας -αλλά όχι τώρα πλέον- εισέρχονταν στο δημόσιο χώρο διότι επιθυμούσαν κάτι τι δικό τους ή κάτι τι που είχαν από κοινού με άλλους να διαρκέσει περισσότερο από τη γήινη ύπαρξή τους. Έτσι η κατάρα της δουλείας δεν ήταν μόνο ότι στερούσε από τους δούλους την ελευθερία και την ορατή ύπαρξη, αλλά και ο φόβος των ίδιων των αφανών εκείνων ανθρώπων «ότι περνώντας από την αφάνεια της ζωής τους στον θάνατο δεν θα άφηναν πίσω τους κανένα σημάδι να μαρτυράει πως κάποτε υπήρξαν».
ΣΕ ΑΝΤΙΔΙΑΣΤΟΛΗ Μ’ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ «ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ», της οποίας μόνη βάση είναι το χρήμα ως κοινός παρονομαστής για την ικανοποίηση όλων των αναγκών, η πραγματικότητα της δημόσιας σφαίρας στηρίζεται στην ταυτόχρονη παρουσία αναρίθμητων προοπτικών και όψεων, με τις οποίες δεν μπορεί ποτέ να επινοηθεί κοινό μέτρο ή κοινός παρονομαστής. Διότι αν και ο κοινός κόσμος αποτελεί το κοινό πεδίο συνάντησης όλων, όμως όσοι είναι παρόντες έχουν διαφορετικές θέσεις μέσα σ’ αυτό, και η θέση του ενός δεν μπορεί να συμπίπτει με τη θέση του άλλου, όπως δεν μπορεί να συμπίπτει η θέση δύο αντικειμένων.
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΝΟΣ ΚΟΙΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, την πραγματικότητα δεν την εγγυάται κατά κύριο λόγο η «κοινή φύση» όλων των ανθρώπων που τη συνιστούν, αλλά μάλλον το γεγονός ότι, παρά τις διαφορές θέσεως και την ποικιλία όψεων που προκύπτει, όλοι ενδιαφέρονται πάντα για το ίδιο αντικείμενο. Αν η ταυτότητα του αντικειμένου δεν είναι πλέον δυνατόν να διακριθεί, καμιά κοινή φύση των ανθρώπων, και λιγότερο απ’ όλα ο αφύσικος κομφορμισμός μιας μαζικής κοινωνίας, δεν μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή του κοινού κόσμου, που συνήθως ακολουθεί την καταστροφή των πολλών όψεων, με τις οποίες εμφανίζεται στο ανθρώπινο πλήθος.
ΑΥΤΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΣΥΝΘΗΚΕΣ απόλυτης απομόνωσης, όπου κανείς πια δεν μπορεί να συμφωνήσει με κανέναν άλλον, όπως συμβαίνει συνήθως στις τυραννίες. Αλλά αυτό μπορεί επίσης να συμβεί και κάτω από τις συνθήκες μιας μαζικής κοινωνίας ή μιας μαζικής υστερίας, όπου βλέπουμε όλους τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται ξαφνικά σαν να ήταν μέλη μιας οικογένειας, αποτελώντας καθένας μιαν επέκταση κι ένα αντίγραφο του πλησίον του.
ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ έχουν μεταβληθεί πέρα για πέρα σε ιδιώτες, δηλαδή έχουν στερηθεί το να βλέπουν και να ακούνε τους άλλους ή το να τους βλέπουν και να τους ακούνε οι άλλοι. Βρίσκονται όλοι έγκλειστοι στην υποκειμενικότητα της δικής τους ατομικής εμπειρίας, η οποία δεν παύει να είναι ατομική έστω κι αν πολλαπλασιάζεται απειράριθμες φορές. Το τέλος του κοινού κόσμου έχει επέλθει όταν αυτός αντικρίζεται από μια μόνο πλευρά κι όταν έχει τη δυνατότητα να παρουσιάζεται σε μια μόνο προοπτική.
Αποσπάσματα από το βιβλίο της Χάνα Άρεντ Η Ανθρώπινη Κατάσταση, εκδ. Γνώση.
Η Χάνα Άρεντ (14 Οκτωβρίου 1906-4 Δεκεμβρίου 1975) ήταν Γερμανοαμερικανίδα εβραϊκής καταγωγής, πολιτική επιστήμονας και φιλόσοφος. Γεννήθηκε από κοσμική γερμανοεβραϊκή οικογένεια στη Γερμανία. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ. Παντρεύτηκε τον Günther Anders και αργότερα τον μαρξιστή Heirich Blücher, ο οποίος υπήρξε για πολλά χρόνια σύντροφός της και επηρέασε καταλυτικά τον πολιτικό της στοχασμό. Με την άνοδο του ναζισμού κατέφυγε στη Γαλλία και, μετά την εισβολή των Γερμανών στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, όπου ασχολήθηκε με την πανεπιστημιακή διδασκαλία και τη συγγραφή φιλοσοφικών δοκιμίων. Έγραψε πολλά έργα πολιτικής φιλοσοφίας σχετικά με τον ολοκληρωτισμό και τον αντισημιτισμό καθώς και μελέτες για το εβραϊκό Ολοκαύτωμα. Από τα πιο γνωστά της έργα είναι: Η ανθρώπινη κατάσταση, Το ολοκληρωτικό σύστημα, Για την Επανάσταση, Η Πολιτική Φιλοσοφία του Καντ, Περί Βίας.
Διαβάστε επίσης: Χάνα Άρεντ: Η κοινοτοπία του κακού
εμφάνιση σχολίων