«'Εχετε χάσει τα λογικά σας και δε βαδίζετε στο σωστό δρόμο». 'Ενα απόσπασμα από το διήγημα του Αντόν Τσέχωφ, το Στοίχημα
DOC TV
6 Φεβρουαρίου 2014
ΕΞΩ ΗΤΑΝ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ ΚΙ ΕΚΑΝΕ ΚΡΥΟ. ΕΒΡΕΧΕ. Στο αλσύλλιο φυσούσε με βουή, δυνατός, υγρός αγέρας. Ο τραπεζίτης προσπαθούσε να εντείνει την όρασή του, αλλά δεν έβλεπε μήτε γη, μήτε τα λευκά αγάλματα, μήτε τα δέντρα, μήτε την πτέρυγα. Πλησιάζοντας προς το μέρος της, φώναξε δυο-τρεις φορές τον φύλακα. Απάντηση καμιά. Ήτανε φανερό πως είχε πάει να καλυφθεί από τη κακοκαιρία και τώρα θα κοιμότανε κάπου στη κουζίνα ή στο θερμοκήπιο.
«ΑΝ ΕΧΩ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΝΑ ΚΑΜΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΚΟΠΕΥΩ», ΣΚΕΦΤΗΚΕΝ Ο ΓΕΡΟΣ, «ΟΙ ΥΠΟΨΙΕΣ ΘΑ ΠΕΣΟΥΝ ΠΡΩΤΑ ΑΠ ΟΛΑ ΣΤΟΝ ΦΥΛΑΚΑ». Και ψηλαφώντας στο σκοτάδι τα σκαλοπάτια και την πόρτα, μπήκε στον προθάλαμο της πτέρυγας. Προχώρησε λίγο χωρίς να βλέπει και βρέθηκε σ’ ένα μικρό δωμάτιο. Άναψε ένα σπίρτο. Δεν υπήρχε ψυχή. Είδε μόνο το κρεβάτι χωρίς στρώμα, ενώ στη γωνιά μαύριζε μια μαντεμένια σόμπα. Οι σφραγίδες στη πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο του φυλακισμένου, ήταν άθικτες. Όταν έσβησε το σπίρτο, ο γέρος, τρέμοντας από την ταραχή, κοίταξε στο παραθυράκι.
ΜΕΣ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΦΩΤΙΖΕN ΑΜΥΔΡΑ ΕΝΑ ΚΕΡΙ. Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΟΤΑΝΕ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ. Φαινόταν μόνον η ράχη του, τα μαλλιά και τα πόδια. Πάνω στο τραπέζι, στα δυο καθίσματα και στο χαλί κοντά στο τραπέζι, βρίσκονταν ανοιχτά βιβλία. Πέρασαν πέντε λεπτά κι ο φυλακισμένος δεν κουνήθηκε διόλου. Τα δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή τον δίδαξαν να κάθεται ακίνητος. Ο τραπεζίτης χτύπησε με το δάχτυλο στο παράθυρο, αλλά ο φυλακισμένος δεν απάντησε στο χτύπο, μήτε με μια κίνηση. Ο τραπεζίτης τότε έβγαλε προσεχτικά τις σφραγίδες από το πορτάκι, έβαλε το κλειδί στην κλειδωνιά. Από τη σκουριασμένη κλειδαριά ακούστηκε ένας βραχνός ήχος κι η πόρτα άνοιξε. Ο τραπεζίτης περίμενε πως θ’ ακουστεί αμέσως κραυγή έκπληξης και βήματα, μα περάσανε δυο-τρία λεπτά και μέσα ήταν ησυχία όπως πριν. Αποφάσισε να μπει στο δωμάτιο.
ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΚΑΘΟΤΑΝ ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΜΟΙΑΖΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΥΣ. Ήτανε σκελετός τυλιγμένος εφαρμοστά με δέρμα, είχε μακρυά σγουρά μαλλιά όπως οι γυναίκες και τραχύμαλλη γενειάδα. Το χρώμα στο πρόσωπό του ήτανε κίτρινο μ απόχρωση χωματένια, τα μάγουλα βαθουλωτά, η ράχη μακρουλή και στενή και το χέρι που κρατούσε το μαλλιαρό κεφάλι ήτανε τόσο λεπτό κι αδύνατο, που, όταν το κοίταζες, ένιωθες φρίκη. Τα μαλλιά του λάμπανε σαν ασήμι και κοιτάζοντας το γεροντικό κι εξαντλημένο πρόσωπο, κανείς δε θα πίστευε πως ήταν μόνο σαράντα ετών. Κοιμόταν… Μπροστά στο γερμένο κεφάλι του, πάνω στο τραπέζι, ήταν ένα φύλλο χαρτιού, που ‘χε κάτι γραμμένο με ψιλά γράμματα.
«ΑΠΑΙΣΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ!», ΣΚΕΦΤΗΚΕΝ Ο ΤΡΑΠΕΖΙΤΗΣ. «ΚΟΙΜΑΤΑΙ, ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΙΣΩΣ ΒΛΕΠΕΙ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ!». Αρκεί να πάρω αυτό τον μισοπεθαμένο, να τονε πετάξω στο κρεβάτι και να τονε πνίξω απλά με το μαξιλάρι. Ακόμα κι η πιο ευσυνείδητη πραγματογνωμοσύνη δεν πρόκειται να βρει σημάδια βίαιου θανάτου. Αλλά για να δούμε τι γράφει εδώ…». Άπλωσε το χέρι, πήρε από το τραπέζι το χαρτί και διάβασε τα εξής: «Αύριο στις δώδεκα το μεσημέρι, παίρνω την ελευθερία μου και το δικαίωμα να επικοινωνώ με τους ανθρώπους ξανά. Προτού όμως αφήσω τούτο το δωμάτιο και προτού δω τον ήλιο, θεωρώ αναγκαίο να σας πω λίγα λόγια. Με καθαρή τη συνείδηση μπρος στον Θεό που με βλέπει, σας δηλώνω πως περιφρονώ και την ελευθερία και τη ζωή και την υγεία κι όλα όσα ονομάζονται στα βιβλία σας αγαθά του κόσμου.
ΕΠΙ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΣΠΟΥΔΑΣΑ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ ΤΗ ΖΩΗ. Είναι αλήθεια πως δεν είδα γη κι ανθρώπους, αλλά διαβάζοντας τα βιβλία σας, γεύτηκα το αρωματικό κρασί, τραγούδησα τραγούδια, κυνήγησα ελάφια κι αγριογούρουνα, αγάπησα γυναίκες… Αιθέριες καλλονές, πλασμένες με τη μαγεία που τους εμφύσησε η μεγαλοφυΐα των ποιητών σας, μ’ επισκέπτονταν τα βράδια σα πανάλαφρο νέφος και μου ‘λεγαν ψιθυριστά θαυμάσια παραμύθια, που μεθούσανε το νου μου. Μες από τα βιβλία σας σκαρφάλωνα στις κορφές του Έλμπορους και του Μονμπλάν, απ’ όπου τα πρωινά έβλεπα τον ήλιο ν’ ανατέλλει και τα δειλινά να πλημμυρίζει τον ουρανό και τις κορφές των βουνών με το πορφυρό του χρυσάφι. Από κει ψηλά, έβλεπα πώς λάμπαν οι αστραπές, όταν πάνω από το κεφάλι μου χαράκωναν εκτυφλωτικά τα νέφη. Έβλεπα πράσινα δάση, λιβάδια, ποτάμια, λίμνες, πόλεις, άκουγα τις Σειρήνες να τραγουδάνε και τους βοσκούς να παίζουνε τις φλογέρες τους, ψηλάφιζα τα φτερά εξαίσιων διαβόλων που ‘ρχονταν πετώντας να μιλήσουμε για τον Θεό… Ριχνόμουν μες στην απύθμενην άβυσσο των βιβλίων σας, έκανα θαύματα, σκότωνα, έκαιγα πόλεις, έκανα κηρύγματα νέων θρησκειών, κατακτούσα ολάκερα βασίλεια.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΑΣ ΜΟΥ ΔΩΣΑΝΕ ΣΟΦΙΑ. ΟΛΑ ΤΟΥΤΑ ΠΟΥ ΓΙΑ ΑΙΩΝΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣΕΝ Η ΑΚΟΥΡΑΣΤΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΚΕΨΗ, στριμώχτηκαν μες στο νου μου, σ’ ένα μικρό σβώλο. Ξέρω πως είμαι πιο γνωστικός απ’ όλους σας. Περιφρονώ τα βιβλία σας κι όλα τα καλά του κόσμου, περιφρονώ τη σύνεση και τη σοφία. Είν’ όλα εφήμερα, ασήμαντα, πλασματικά κι απατηλά. Είναι αρρωστημένη φαντασία. Είστε σοφοί και περήφανοι, αλλά ο θάνατος θα σας εξαφανίσει από προσώπου γης, ακριβώς όπως θα κάνει και με τα ποντίκια, που ‘ναι κάτω από το πάτωμα. Όσο για τους απογόνους σας, την ιστορία, την αθανασία των μεγαλοφυών ανθρώπων σας, θα παγώσουν όλα ή θα καούν κι αυτά μαζί με τη γήινη σφαίρα.
ΕΧΕΤΕ ΧΑΣΕΙ ΤΑ ΛΟΓΙΚΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΔΕ ΒΑΔΙΖΕΤΕ ΣΤΟ ΣΩΣΤΟ ΔΡΟΜΟ. Το ψέμα το δέχεστε σαν αλήθεια και την ασχήμια για ομορφιά. Θα σας έκανεν έκπληξη αν σαν αποτέλεσμα κάποιων συνθηκών, στις μηλιές και στις πορτοκαλιές μεγαλώνανε ξαφνικά αντί καρποί, βατράχια και σαύρες ή αν τα τριαντάφυλλα αρχίζανε ν’ αναδίδουν μυρωδιά ιδρωμένων αλόγων. Εκπλήσσομαι, λοιπόν, με σας που ανταλλάξατε τον ουρανό με τη γη. Δε θέλω να σας καταλάβω.
ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΑΠΟΔΕΙΞΩ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ ΜΟΥ ΣΕ ΚΑΤΙ ΜΕ Τ' ΟΠΟΙΟ ΕΣΕΙΣ ΖΕΙΤΕ, αρνούμαι να πάρω τα δυο εκατομμύρια που κάποτε ονειρευόμουνα σα να ‘ταν ο παράδεισος και που τώρα καταφρονώ. Για ν’ αφαιρέσω από τον εαυτό μου το δικαίωμα αυτό, θα φύγω από δω πέντε ώρες πριν από τον προσυμφωνημένο χρόνο και με τον τρόπον αυτό, θα καταπατήσω τη συμφωνία».
ΑΦΟΥ ΤΑ ΔΙΑΒΑΣΕΝ ΑΥΤΑ Ο ΤΡΑΠΕΖΙΤΗΣ, ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ, φίλησε τον παράξενο αυτόν άνθρωπο στο κεφάλι, άρχισε να κλαίει και βγήκε από την πτέρυγα. Ποτέ άλλη φορά, ακόμα κι ύστερα από μεγάλες χασούρες στο χρηματιστήριο, δεν αισθανόταν τέτοια καταφρόνεση για τον εαυτό του, όπως τώρα δα. Όταν έφτασε στο σπίτι, ξάπλωσε στο κρεβάτι, αλλά η συγκίνηση και τα κλάματα δε τον άφηναν να κοιμηθεί για πολλήν ώρα.
ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ, ΤΡΕΞΑΝΕ ΧΛΩΜΟΙ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ και του ανακοινώσανε πως ο άνθρωπος που’ μενε στην πτέρυγα, βγήκε από το παράθυρο στον κήπο, πήγε στην εξώπορτα κι ύστερα κάπου εξαφανίστηκε. Ο τραπεζίτης μαζί με τους υπηρέτες πήγε αμέσως στην πτέρυγα και διαπίστωσε την απόδραση του φυλακισμένου του. Για να μη προκληθούνε περιττές διαδόσεις, πήρε από το τραπέζι το χαρτί με την απάρνηση κι επιστρέφοντας στο σπίτι του, το κλείδωσε μες στο χρηματοκιβώτιο.
Απόσπασμα από το διήγημα του Αντόν Τσέχοφ, Το στοίχημα, Διηγήματα και Μονόπρακτα, εκδ. Πατάκη
Ο Άντον Πάβλοβιτς Τσέχοφ (29 Ιανουαρίου 1860-15 Ιουλίου 1904) ήταν ρώσος συγγραφέας και γιατρός. Θεωρείται από τους κορυφαίους της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μεγάλωσε δύσκολα, όμως παρόλα τα οικονομικά προβλήματα κατάφερε να σπουδάσει Ιατρική στη Μόσχα. Παράλληλα δημοσίευε κείμενά του σε περιοδικά και εφημερίδες. Ένα χρόνο πριν από την απόκτηση του πτυχίου του, εκδίδει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Παραμύθια της Μελπομένης. Ο Τσέχοφ ήταν ανθρωπιστής. Ως γιατρός βοηθούσε τους ανήμπορους σε κάθε ευκαιρία, παρόλα τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο ίδιος εξαιτίας της φυματίωσης. Το 1898 ανέβηκε από το Θέατρο Τέχνης το έργο του Ο Γλάρος. Η τεράστια επιτυχία του έφερε την αναγνώριση στον συγγραφέα. Μερικά από τα πιο γνωστά του έργα είναι Ο θείος Βάνιας, Οι Τρεις Αδερφές, Ο Βυσσινόκηπος, Στο σούρουπο, Η στέπα, Η κυρία με το σκυλάκι, κ.ά.
εμφάνιση σχολίων