ΠΙΚΡΑΛΙΔΕΣ ΣΕ ΖΟΥΜΑΚΙ ΑΠΟ ΚΡΕΑΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΕΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙ ΓΙΑ ΦΙΛΟΥΣ. Τυράκια γαλλικά που βρομάν κι ευφραίνουν, συντροφιά με δικές της μαρμελάδες «κι ένα μέλι που βρήκα στο τάδε χωριό», ολοκληρώνουν το δείπνο. Που δε θες να ολοκληρωθεί ποτέ. Γιατί έχει να πει, θες να ακούς, θες να ακούσεις κι άλλα. Θέλει να διηγείται, να μοιράζεται
. Να νιώθεις ότι είσαι κι εσύ μαζί της στην Αστυπάλαια, ότι κάθεσαι σ’ ένα σκαμνί κι ακούς τ’ ανείπωτα. Για άντρες, για φαγάκια, για φτώχειες και περιπέτειες. Δεν κόμπαζε για τη γεμάτη ζωή που έζησε, την έκαιγε η χαρά της διήγησης. Για να σε κάνει να καταλάβεις ότι δε φυτρώσαμε στον 20ό αιώνα. Όσα ζούμε σήμερα, πατάνε στο χθες, στην ιστορία και την προϊστορία.
ΤΑΞΙΔΕΨΕ ΠΟΛΥ, κοιτούσε μέσα στα σπίτια των ανθρώπων μέσα από μισόκλειστα παράθυρα. Όχι μεταφορικά, της άρεσε να περπατά σε γειτονιές και να κοιτά μέσα στα σαλόνια. Όχι με διάθεση κουτσομπολιού, πώς να σ’ το πω; Είναι διακριτική. Ακόμη κι όταν είναι αιχμηρή. Για τις επιλογές των νέων σεφ που θέλουν να χωρέσουν στα τσέρκια φαγιά που δεν της χωράνε σε μίνιμαλ πιάτα. «Πώς να σερβίρεις τον τζιγεροσαρμά;». Για την ποιότητα των υλικών που μας σερβίρουν σε εστιατόρια που τα λες ακριβά. «Αυγώνει η μπάφα Φλεβάρη μήνα;», θα πει για το φρέσκο αυγοτάραχο που της σερβιρίστηκε καταχείμωνο.
ΦΛΕΓΜΑ, ΠΝΕΥΜΑ, ΕΡΕΥΝΑ. Βάνω, φκιάνω, έβανα, λέξεις που δεν άλλαξε. Που τιμούν τη Λευκάδα. Λέξεις που τις στρίμωχνε στο λόγο της δίπλα στα γαλλικά, τα αγγλικά, για να εκφράσει καλύτερα το μέσα της. Ο λόγος της έσταζε συναίσθημα. Για μια κυρία ετών 80, που είχε κλεφτεί με τον άντρα της όταν ήταν μικρό κορίτσι κι ακόμη ντρεπόταν να το πει. Για τις νοικοκυρές που δεν ήθελαν να αποκαλύπτουν τα μυστικά της συνταγής τους, για τις γυναίκες που ανάπιαναν ζυμάρι και φκιάναν ψωμί και πάστα. Σ’ ένα τηγανάκι λάδι, κρεμμύδι, ντομάτα. Σ’ ένα τσουκάλι φρέσκο ψαράκι να ψήνεται αργά και για το τέλος, ένας χαλβάς, ταπεινός μα αρχοντικός στη γεύση, να ζεστάνει το αίσθημα.
ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ, ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΕΣ ΤΗ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΗΣ.
Δεν ξέρω πώς να σ’ το πω, σε τιμούσε ως αναγνώστη με κάθε λέξη. Δοκιμασμένες συνταγές, τη διάβαζες κι ήταν σαν να σου έλεγε «μπράβο, το κάνεις καλά, αλλά μάθε γιατί το κάνεις. Δεν πειράζει αν δεν το ‘κανες καλά και πάλι σ’ αγαπώ. Ρίξε λίγη ζάχαρη, μην τσιγκουνεύεσαι».
ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΓΑΠΕΣ, ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΘΗ, ΜΑΤΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΝ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, δακρύζουν για το πρόβλημα σαν να είναι δικό τους. Μια ζωή ταλαίπωρη με μεγάλες χαρές. Με μυρωδιές καβουρδισμένων καρπών στη Θεσσαλονίκη. Με φίλους καρδιάς που στάθηκαν δίπλα της όποτε χρειάστηκε. Γι’ αυτήν την καρδιά, τη μεγάλη, γράφουμε αυτές τις λέξεις. Η μνήμη φθίνει, οι ιστορίες ξεθωριάζουν, αλλά εκείνο το βλέμμα, το γεμάτο κατανόηση κι αγάπη για τη ζωή δε σβήνει. Σε τιμούμε και σε αποχαιρετούμε.
Η Εύη Boυτσινά (1950-2013) γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και έζησε μέχρι το 1968. Έκανε σπουδές αγγλικής φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και δίδαξε αγγλικά, ιδιωτικά, για μερικά χρόνια. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μαγειρική. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη θεωρητική πλευρά της γαστρονομίας και αρθρογράφησε σχετικά. Επίσης κατέγραφε συστηματικά την παραδοσιακή κουζίνα, ταξιδεύοντας σε όλη την Ελλάδα. Αυτό το υλικό των καταγραφών είναι και η αφετηρία για το δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς της ως μαγείρισσας. Έχει γράψει τα βιβλία Το Ψωμί (κυκλοφόρησε το 1995 από τις εκδ. Τροχαλία και η Β’ έκδοση το 2000 από τις εκδ. Καστανιώτη), Γεύση Ελληνική (εκδ. Καστανιώτη 1998, 2007), Απλή Μαγειρική της Αγίας Καθημερινότητας (εκδ. Καστανιώτη, 2004) και Κρόκος-Σαφράν (Αναγκαστικός Συνεταιρισμός Κροκοπαραγωγών Κοζάνης, 2004). Έχει εκδόσει επίσης το τρίτομο έργο Βιογραφίες 360 Ελλήνων συγγραφέων Και Μικρό Ανθολόγιο (εκδ. Κτίστη, 1981). Θα ήθελε να έχει μαγειρέψει για τον Θεόδωρο Ντοστογιέφσκι, για τους Beatles, για τον Μάρκο Βαμβακάρη και για τον Βαν Γκογκ. Έφυγε από τη ζωή στις 10 Δεκεμβρίου 2013, σε ηλικία 63 ετών.