Ένα (θαυμάσιο) κείμενο γραμμένο λίγο πριν από το τέλος του κόσμου. Aπό τον Φοίβο Βογιατζή
DOC TV
18 Οκτωβρίου 2013
ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ, ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, είναι κρεμασμένο ένα πανό που ζητά την ανεξαρτητοποίηση της Ικαρίας. Έχουν περάσει, λέει, τα 100 χρόνια του συμβολαίου. Η τηλεόραση δείχνει μια σκυταλοδρομία από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Είναι εκπληκτικό το πόσο λίγο με ενδιαφέρουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Θα μπορούσα να γράψω 1.000 λέξεις για το πόσο λίγο με ενδιαφέρουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Μη φοβάσαι, θα μείνω στις 25. Έχω βαρεθεί να περιμένω. Θέλω να βουτήξω έναν καπνό από τα ράφια και να γυρίσω τρέχοντας στην οχληρή ραστώνη των μαγαζιών του Χριστού. Να πιω το εθνικό μας πλέον ποτό: ένα τζιν τόνικ με μια φέτα λάιμ. Το σιχαίνομαι το τζιν τόνικ. Όπως και κάθε τι εθνικό εξάλλου.
ΩΧΘΕΜΟΥ. ΤΩΡΑ ΤΟ ΒΛΕΠΩ ΚΑΘΑΡΑ. Το τέλος του κόσμου πλησιάζει. Το τέλος του κόσμου πλησιάζει και η Ικαρία δε θα ανεξαρτητοποιηθεί ποτέ. Επίσης εγώ δε θα κλέψω ποτέ αυτόν τον αστραφτερό κίτρινο Old Holborn από το ράφι, παρόλο που ξέρω ότι δε θα υποστώ καμιά συνέπεια. Το τέλος του κόσμου πλησιάζει και το κοινωνικό συμβόλαιο συνεχίζει να μας σκεπάζει σαν κουβέρτα. «Κοινωνικό συμβόλαιο»; Τι σκατά με έχει πιάσει; Είναι καλοκαίρι. Γιατί σκέφτομαι τέτοιες μαλακίες; Πρέπει να βρω μια λύση. Ο νεκρός χρόνος -ο χρόνος που μου επιτρέπει να σκέφτομαι- είναι θανατηφόρος, αγάπη μου, μου κάνει κακό.
ΠΕΤΑΩ 4 ΕΥΡΩ ΣΤΟΝ ΠΑΓΚΟ, παίρνω τον καπνό και φεύγω. Κουτουλάω τον ιδιοκτήτη στην έξοδο. Του κάνω ένα νεύμα και φεύγω. Αυτός κοιτάζει προς την τηλεόραση. Ένας κενυάτης τερματίζει εξουθενωμένος. Δε σου δείχνω τον κενυάτη, κύριε. Δεν είμαι από την Κένυα. Είμαι αυτός που σου άφησε 4 ευρώ. Φεύγω γρήγορα, πριν τα 4 ευρώ αποκτήσουν σημαία και εθνική συνείδηση και θελήσουν να με πολιτογραφήσουν.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΣΕΙ ΣΤΟ «ΠΑΤΙΡΝΤΙ ΚΑΦΕ». Κάθομαι κι εγώ. Κοιτάζω γύρω μου. Το βλέμμα μου μοιάζει με το περισκόπιο ενός υποβρυχίου. Ανιχνεύω πριν αναδυθώ. Μπα. Δε θα αναδυθώ απόψε. Για να σιγουρευτώ ότι δε θα αναδυθώ, παραγγέλνω ένα τζιν τόνικ. Ένα μπουκάλι HAIG στο βάθος του μαγαζιού με κοιτάει παραπονεμένα με το χέρι στη μέση.
ΣΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΠΑΡΕΑ, ΕΝΑΣ ΩΡΑΙΟΣ ΝΕΑΡΟΣ κοιτάζει στα μάτια μια πανέμορφη κοπέλα. Πίνουν κι οι δύο τζιν τόνικ. Ο νεαρός την κοιτάζει τόσο εκστατικά. Τα μάτια του έχουν γίνει γραφομηχανές που γράφουν ποιήματα μοναχά γι’ αυτήν. Εστιάζω στο βλέμμα του. Μες στο βλέμμα του, σχεδόν διακρίνω το πέος του, στητό και αναψοκοκκινισμένο, έτοιμο να ξεκουράσει τον κόλπο της με ένα ηδονιστικό μασάζ. Θέλω να σηκωθώ, να τον πιάσω απ’ το γιακά και να του μιλήσω: «Πώς γίνεται να μην το βλέπεις; Η κοπέλα είναι νεκρή!».
ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟ ΒΛΕΠΕΙ. Η κοπέλα είναι νεκρή. Εστιάζω στο δικό της βλέμμα. Ζαλίζομαι. Αυτή η κοπέλα είναι η προσωποποίηση του θανάτου. Βασικά δεν είναι νεκρή, είναι ο θάνατος ο ίδιος. «Η θάνατος», που έλεγε ο Σαραμάγκου. Το κενό της βλέμμα είναι κολλημένο σε έναν τύπο στο απέναντι μαγαζί που φοράει μια trendy βερμούδα παραλλαγής, ένα ροζ μακό και ένα τεράστιο ρολόι. Πίνει κι αυτός τζιν τόνικ. Επίσης, είναι κι αυτός νεκρός. Η πανέμορφη νεκρή κοπέλα τον καρφώνει, σαν να τον καλεί να ζήσουν μαζί μια ευτυχισμένη αποσύνθεση.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΠΕΜΒΩ, ΜΑ ΤΙ ΝΑ ΠΩ ΣΤΟΝ ΝΕΑΡΟ; Η φράση «κοινωνικό συμβόλαιο» θα του φανεί άχαρη. Δεν κομποζάρει καθόλου με τα τζιν τόνικ. Το καλαμάκι του ποτού του δε θα συμφωνήσει ποτέ αν του πω ότι κάθε σχέση, κάθε δυαδική σχέση που μπορεί να έχει κάποιος με τον οποιονδήποτε, δεν είναι παρά μία νίκη της κοινωνίας πάνω του. Να του πω τι; Να του πω ότι η Ικαρία δε θα ανεξαρτητοποιηθεί ποτέ; Ότι εγώ δε θα κλέψω ποτέ έναν Old Holborn; Ότι αυτός δε θα έχει αυτήν την κοπέλα ποτέ; «Σταμάτα να την κοιτάς. Είναι νεκρή» θα του πω. «Και για τους νεκρούς δε γράφτηκε ποτέ ούτε ένα ποίημα που ν’ αξίζει».
ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΚΟ -κι από τη φύση δε γλιτώνει κανείς-, δεν του λέω τίποτα. Παραγγέλνω κι άλλο τζιν τόνικ. Το μπουκάλι του HAIG μου γράφει ξέφρενο γράμμα χωρισμού. Έχω ιδρώσει στην άκρη της μύτης μου. Όλη αυτή η ασχολία με τους νεκρούς με αγχώνει.
ΝΑ ΣΚΕΦΤΩ ΚΑΤΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ, όπως έκανε ο Πήτερ Παν στην ταινία για να πετάξει. Θάλασσα. Σκέφτομαι τη θάλασσα. Σκατά. Πάλι τα ίδια. Είμαι στην παραλία της Μεσακτής. Έχω ανέβει στηΝ καντίνα να πάρω καφέ. Εκεί περιμένει για το φρέντο της μια μελαχρινή κοπέλα, πανύψηλη. Με περνάει σε ύψος κι ας μη φοράει τακούνια. Πρέπει να είναι πάνω από 1,85. Τα πόδια της είναι το ιερό δισκοπότηρο όλων των ποδολάγνων της Γης. Το στήθος της δεν είναι στήθος. Είναι το εξώφυλλο κάποιου ανδρικού περιοδικού. Την πλησιάζει ένας τύπος. Αυτή, δήθεν έκπληκτη, του φωνάζει «Έλα ρε συυυυ! Καλά, κλαίω. Πόσο γαμάτα περάσαμε χθες;».
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΧΡΩΜΗ, όπως το «LoL» που γράφτηκε μηχανικά σε κάποιο πληκτρολόγιο ένα πρωινό Δευτέρας. Είναι ξεψυχισμένη. Ή καλύτερα, δεν έχει ψυχή. Δεν έχει καμιά ενέργεια. Είναι πλήρως, τελείως νεκρή. Τα μάτια της είναι δύο κουμπότρυπες που κοιτάνε συνεχώς το κενό. Το βλέπω ξεκάθαρα πια. Αυτό που έβλεπε ο Τόρου Οκάντα. Η κοπέλα αυτή έχει μέσα της μια μαύρη γλοιώδη μάζα. Τη βλέπω που πάλλεται. Προσπαθεί να χυθεί προς τα έξω. Από τα μάτια της, τα χείλη της, τον κόλπο της. Έχω μείνει έντρομος και την κοιτάω, σαν να αντικρίζω τον ίδιο το θάνατο. Παίρνει το φρέντο και κατεβαίνει προς την παραλία. Ακόμα κι ο φρέντο πρέπει να νιώθει τεράστια μοναξιά δίπλα της. Είναι ίσως ο πιο μοναχικός φρέντο που υπήρξε ποτέ.
ΕΙΜΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΩΡΑ. Η μαύρη γλοιώδης μάζα με έχει στοιχειώσει. Σκεπάζει τα πάντα. Παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου και ενώ έχουν ξεφορτωθεί σχεδόν όλα τους τα ρούχα, κουβαλούν ακόμη τις χειμωνιάτικες ανασφάλειές τους. Τις φορούν σαν στολή αστροναύτη. Τους είναι αναγκαίες για να αναπνεύσουν. Έχεις δει αστροναύτες να αγκαλιάζονται, κύριε Watson; Είναι πραγματικά πολύ αστείο θέαμα. Δε συνυπάρχουν, δε συγκλίνουν, μόνο ανέχονται ο ένας τον άλλον.
ΣΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΤΗΝ ΑΝΟΧΗ. Το σιγοτραγουδάω. Παντού ανασφάλειες με πόδια. Τα αγόρια που κοιτούν τον αψεγάδιαστο κώλο της Κυβέλης και αναστενάζουν ταυτοχρόνως. Η κοπέλα που κοιτάζει στα μάτια το αγόρι που διαβάζει Ταμπούκι στη διπλανή πετσέτα και τον ρωτάει τι διαβάζει και νιώθει τόσο ανασφαλής που δεν ξέρει ποιος είναι ο Ταμπούκι. Δεν είναι παραλία αυτό. Αυτό είναι φεστιβάλ ανασφάλειας.
ΣΤΑΜΑΤΑΩ ΝΑ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ. Δεν έχει πια νόημα όλο αυτό. Έχω τελειώσει και το δεύτερο τζιν τόνικ. Παραγγέλνω κι άλλο. Ζητάω απ’ την κοπέλα να μου το κάνει λίγο πιο βαρύ. Σηκώνομαι. Νιώθω 150 κιλά. Πηγαίνω παραπατώντας μέχρι την τουαλέτα. Η τουαλέτα είναι η πιο στενή που έχω μπει ποτέ. Είναι σαν φέρετρο. Οι ώμοι μου ακουμπούν στους τοίχους.
ΠΛΕΝΩ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ ΔΥΝΑΤΑ. Προσπαθώ να βγάλω αυτή τη μαύρη γλοιώδη μάζα από πάνω μου. Γελάω στον καθρέφτη. «Φοίβο, έχω αρχίσει να φοβάμαι ότι το τέλος του κόσμου δε θα έρθει το Δεκέμβριο». Ο Φοίβος δεν απαντά. Ανοίγω την πόρτα. Κάνω ένα βήμα. Κοιτάζω τους ανθρώπους γύρω μου, αλλά είναι όλοι θολοί. Το βλέπω καθαρά πια: Πως η αλήθεια δεν είναι οι άλλοι.
(άκουσέ το όλο και διάβασε τους στίχους)
Ο Απόπατος
εμφάνιση σχολίων