Η δικτατορία 1967–1974 επέφερε βαθύτατες αλλαγές στον ιστό της χώρας, ανατρέποντας και τελικά αναδιαμορφώνοντας και ανανεώνοντας τα έως τότε πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα. Υπήρξε όμως και μια περίοδος με βαθύτατο αντίκτυπο στο ιδεολογικό υπόβαθρο και το πολιτιστικό παράδειγμα της ελληνικής κοινωνίας.
Στα χρόνια εκείνα το πλειοψηφικό δημοκρατικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας βίωνε την καθημερινότητα με τρόπο διττό. Από τη μια, η ζωή προχωρούσε με τους θεσμούς και τις κρατικές δομές υπό τον έλεγχο της χούντας, με το κράτος ως κυρίαρχη απειλή και με την αστυνομία, τη χωροφυλακή και τον στρατό να καιροφυλακτούν διαρκώς. Από την άλλη, απέναντι σε αυτή την αίσθηση διαρκούς ελέγχου θριάμβευε η σιωπηλή και συνθετική σκέψη, η σταθερή εναντίωση στη βαρβαρότητα, τη χυδαιότητα, την αυθαιρεσία.
Έτσι αναπτύχθηκαν, σχεδόν αμέσως, δύο αντίθετες κουλτούρες. Η μια ήταν η κουλτούρα της αδέσμευτης σκέψης, της τέχνης, της άμεσης και έμμεσης αντίστασης, η οποία μέσω της λογοτεχνίας, του θεάτρου, του κινηματογράφου και της εικαστικής δημιουργίας αγωνιζόταν να διασώσει το δημιουργικό και κριτικό πνεύμα. Η άλλη ήταν η μάσκα της χουντικής βαρβαρότητας, η οποία μέσω της κρατικής προπαγάνδας, φιλολαϊκών οικονομικών μέτρων και ενός χυδαίου δήθεν πατριωτισμού επί στείρων αντικομμουνιστικών βάσεων πρόβαλλε την ελαφρότητα ως τέχνη και ως εφόδιο για την προοπτική της χώρας.