Αγαπώ πολύ τις γάτες, τις ωραίες γάτες. Συνεννοούμαι κάπως μαζί τους και νομίζω πως κι αυτές μ’ αγαπούν. Παρακολούθησα ως τώρα με αληθινό θαυμασμό και πολύ ενδιαφέρον, κάμποσες απ’ αυτές. Φανταζόμουνα λοιπόν πως κάτι ξέρω απ’ την ψυχολογία κι από τα γούστα αυτών των τρισχαριτωμένων πλασμάτων, που κάθε κίνησή τους, είναι μια σύνθεση από αρμονία και χάρη και κάθε εγωισμός τους εκδηλώνεται με ένα αξιολάτρευτο καπρίτσιο. Δε βαριέστε, είναι μερικές μέρες τώρα, που ένας γάτος ήρθε να με διδάξει πως, όσο για τη γατίσια αισθητική, δεν ένιωθα τα τρία κακά της μοίρας μου.
Ο γάτος αυτός είναι ένας ολόασπρος ομορφόγατος, άρτι αφιχθείς εξ Αιγύπτου μαζί με την κυρία του. Είναι ένα αιλουροειδές αληθινά ωραίο. Σε μια έκθεση γάτων θα έπαιρνε το πρώτο βραβείο και …μισή οκά φρέσκα εντόσθια. Είναι μεγαλόσωμος, με άφθονη ολόασπρη τρίχωση, χωρίς τον παραμικρό λεκέ. Σαν κάθεται στο βυσσινί μαξιλάρι του, κουλουριασμένος, μοιάζει μ’ ένα βώλο φρέσκο, απάτητο χιόνι. Η ουρά του είναι ολόκληρο λοφίο Ουσσάρου βιεννέζικης οπερέτας, όρθιο, φουντωτό και πεντακάθαρο. Μουστακαλής, παλικαράς και ασίκης. Ένας λεβεντόγατος τέλος πάντων, ρωμαλέος και καμαρωτός σαν εύζωνος της φρουράς του Αγνώστου μέσα στις χιονάτες του φουστανέλες.
Τον βλέπεις και καταλαβαίνεις αμέσως γιατί οι αρχαίοι Αιγύπτιοι λάτρευαν αυτά τα ζώα
Ακούει στο όνομα Λούλης. Τρόπος του λέγειν, δηλαδή, γιατί δεν ακούει καθόλου. Είναι δε κιόλας το μοναδικό του ελάττωμα. Τον φωνάζεις, τον προσκαλείς ή τον διώχνεις, αυτός πέρα βρέχει. Κάθεται και σε κοιτάζει μονάχα με τα έξοχα μάτια του, που σε βλέπουν με αδιαφορία κατάματα. Είναι δυο ολόχρυσα φωσφορικά μάτια, αληθινά συγκινητικά. Σε κοιτάζει από περιωπής, όμως ούτε έρχεται σαν τον καλείς, ούτε φεύγει σαν τον διώχνεις. Πολλές φορές υποπτεύομαι πως δεν είναι καθόλου κουφός, μόνο είναι φοβερά ακατάδεχτος και δε θέλει να δίνει θάρρος σ’ όποιον – όποιον. Παράλληλα, όμως έχει ένα μεγάλο προτέρημα. Μιλιά δε βγάζει από το στόμα του. Ίσως γι’ αυτό τα μάτια του είναι τόσο εκφραστικά, όπως όλων των κουφών.
Σαν είναι λιακάδα, πηγαίνει και χουζουρεύει στο παραπέτο της ταράτσας. Παίρνει πόζα σαν κινηματογραφικός αστέρας μπροστά σε φωτογράφους και βλέπει ρομαντικά κατά το Λυκαβηττό. Κάπου-κάπου βγάζει τη γλώσσα του, που είναι ολοζώντανο ροδόφυλλο, και σιάχνει την ερμίνα του με αβρότατες κινήσεις. Βγαίνουν οι γειτόνοι και οι γειτόνισσες και τον καμαρώνουν. “Δείτε το Λούλη”, λένε, και θαυμάζουν μπροστά στην τελειότητα της ομορφιάς του. “Κούκλο μου” τον προσφωνούν τα δουλικά της αντικρινής πολυκατοικίας.
Αυτός δέχεται τη λατρεία των ανθρώπων, σαν θεότητα που της οφείλεται ο φόρος αυτής της λατρείας. Τον βλέπεις και καταλαβαίνεις αμέσως γιατί οι αρχαίοι Αιγύπτιοι λάτρευαν αυτά τα ζώα. Ο Λούλης, το δίχως άλλο, θα βαστάει η ράτσα του από κείνους τους ιερούς γάτους, που βρίσκουν ακόμα κι ακόμα οι αρχαιολόγοι στην κοιλάδα των νεκρών Φαραώ, μπαλσαμωμένους αριστοτεχνικά, με την κοιλιά παραγεμισμένη αρχαίους παπύρους με στίχους της Σαπφούς και του Ανακρέοντα.
Φανταζόμουνα πως όλο το γατολόι θα χάσει το μυαλό μπροστά στα ολόχρυσα μάτια του
Πρέπει να πω ακόμα πως η αυλή του σπιτιού μου εκτιμάται πάρα πολύ απ’ το γατολόι της γειτονιάς. Τα χρόνια της κατοχής είναι αλήθεια πως είχαν εξαφανιστεί όλες. Πρώτα εξαφανίστηκαν τα ποντίκια. Από πείνα, επειδή οι άνθρωποι έφαγαν όλα τα ψίχουλα. Κατόπι ήρθε η στρατιά της αυτοκρατορίας του Μουσολίνι και τις έφαγε κι αυτές. Τις μετέβαλε σε μοσχοβολιστή γκιουβετσάδα, πριν προφτάσουν ν’ αποθάνουν από ασιτία μαζί με τους ιδιοκτήτες τους. Τώρα όμως πλήθυναν πάλι ως η άμμος της θαλάσσης και στεφανώνουν με τη χάρη τους όλες τις μάντρες και τα παραπέτα των μεσότοιχων.
Έτσι η αυλή ξανάγινε εντευκτήριο του γατόκοσμου της γειτονιάς, και κάθε νύχτα τη μεταβάλλουν εις “ιδιαίτερο διαμέρισμα δι’ οικογενείας”. Όσο μεγαλώνει το φεγγάρι της Αθήνας, τόσο ανάβει η ερωτική μάχη. Θρήνοι και κοπετοί ολλύντων και ολλυμένων σκίζουν τον αέρα σ’ αυτές τις αισθηματικές συμπλοκές, κραυγές και επιθαλάμια.
Τα μάτια τους φωσφορίζουν μέσα στη νύχτα, αναμμένες λαμπάδες του υμεναίου. Κάποτε κατρακυλάνε δεματιαστά από τη σιδερένια σκάλα της υπηρεσίας δίχως να λύσουν την περίπτυξή τους. Κατρακυλούν με πάταγο και οιμωγή, εκτελούντες από την ανάποδη το δημοτικό στίχο “στη σκάλα π’ ανεβαίνεις ν’ ανέβαινα και γω” κλπ. Το αποτέλεσμα απ’ αυτές τις ολονυχτίες δεν αργεί να φανεί, κ’ έτσι κάθε λίγο και λιγάκι κάποια γάτα γεννοβολάει μέσα στις κασσόνες, που είναι κάτω απ’ τη σιδερόσκαλα ή μέσα στο κοφίνι του πλυσταριού.
Φανταζόμουνα λοιπόν, μόλις εγκατεστάθηκε στα σύνορά μας ο ωραίος Λούλης, πως όλο το θηλυκό γατολόι της γειτονιάς θα χάσει το μυαλό μπροστά στα ολόχρυσα μάτια του, πως θα το πιάσει ομαδική κρίση ερωτικού παραληρήματος μπροστά στο λοφίο της ουράς του. Ένας τέτοιος γόης, λέγαμε, θα εκτοπίσει με την πρώτη όλους τους ερωτικούς αλήτες, και προπάντων εκείνον τον αισχρό Γιακουμή, που είναι ένας γάτος άσχημος και ισχνός σαν καμουτσί. Δεν κάνει καμιάν άλλη δουλειά από εραστής και περπατά ακροβατικά πάνω στην κόψη της μάντρας, με τη μαδημένη ουρά του οριζόντια τεντωμένη, σαν μακρύ νευρικό δάχτυλο που όλο τινάζεται σπασμωδικά.
Ένα πλήθος σιχαμένες ψωρόγατες του λούμπεν προλεταριάτου των κεραμιδιών, χασμουργήθηκαν επιδειχτικά...
Ελέγαμε πως όλα τα θηλυκά θα του ριχτούν μόλις τον δουν, θα του μαδήσουν το χιονάτο γουναρικό για να του αποσπάσουν από ένα ξεσκίδι αναμνηστικό και θα στήσουν μεγάλο πόλεμο αναμεταξύ τους, ποιο θα καταχτήσει τον πρίγκιπα του Νείλου. Ε, εδώ είναι που κατάλαβα πόσο η αισθητική μας είναι διαφορετική από την αισθητική του γένους των γάτων. Το αποτέλεσμα είταν όλως διόλου αντίθετο, από κείνο που περιμέναμε. Καμιά γάτα δε γύρισε να ρίξει μια ματιά προς τον μεγαλοπρεπή πασσά, με όλες τις γούνες του, με όλα τα μουστάκια του, με όλες τις μεταξωτές φούντες και τις βεργολυγεράδες του. Και όμως είταν πραγματικά ένα ωραίο θέαμα, όταν ο Λούλης άρχισε να επιδείχνει τα κάλλη του.
Κοίταζε με περιφρόνηση όλους τους άρρενες που είχαν στήσει άγρυπνους διπλοσκοπούς στα γείσα και στις καμινάδες, περπατούσε μαλακά πάνω στα βελουδένια πασουμάκια του, αναφουφούλιαζε τα πολυτελή γουναρικά του και ύψωνε το άσπρο τρόπαιο της ουράς του, κοιτάζοντας τις γάτες με τα ολόχρυσα μάτια του ακαταμάχητου αρσενικού.
Και κείνες, ένα πλήθος σιχαμένες ψωρόγατες του λούμπεν προλεταριάτου των κεραμιδιών, με φανερά σημάδια από τον κατατρεγμό των δουλικών πάνω στην κακοπαθημένη προβιά τους, όλες, όλες, απέστρεψαν το πρόσωπον από τον παρελαύνοντα μερακλήν, χασμουργήθηκαν επιδειχτικά και έκαναν πως χτενίζονται. Μου φάνησε μάλιστα πως μερικές εμειδίασαν ειρωνικά. (Αν προσέξετε, θα δείτε πως οι γάτες έχουν κάποτε ένα είδος μειδιάματος στη μουρίτσα).
Ο Λούλης τις κοίταξε έκπληχτος. Στάθηκε ακίνητος και απορούσε. Ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί ένα τέτοιο μασκαραλίκι από τις Αθηναίες πληβείες. Άνοιξε τα μάτια του ολοστρόγγυλα και κοίταζε. “Φαίνεται, σκέφτηκε, οι κακομοίρες δεν τολμούν να φανταστούν για τον εαυτό τους τόση ευτυχία, πώς γίνεται δηλαδή να κατέλθω μέχρι της τριμμένης φτωχής γούνας των και να ξεπέσω ως το χαμηλό κοινωνικό τους επίπεδο…”.
Αυτά λέω να σκέφτηκε, και λοιπόν πήρε την απόφαση να δείξει εμπράκτως την καταδεχτικότητά του. Κούνησε χαιρετιστήρια τον θύσανο της ουράς του σα λάβαρο του έρωτα και έκανε να πλησιάσει τη Σπανή, με καταφανείς τρυφερές διαθέσεις. Σπανή δε εστί η πιο γρουσούζα γάτα της γειτονιάς, που απέκτησε το εκφραστικό της όνομα ύστερα από ένα οδυνηρό κατάβρεγμα με ζεματιστό νερό, με το οποίο την περιέλουσε υπηρέτρια που πολλά έπαθε από τα αφεντικά της για την κλεπτομανία του τετραπόδου.
Δεν ξέρω, αν τούτη την εποχή, που καμιά οργάνωση δεν προστατεύει τους ανθρώπους, δρα ακόμα εκείνη η Εταιρεία των φίλων των Ζώων
Η Σπανή διαιστάνθηκε τον επερχόμενον Αιγύπτιον πρίγκιπα. Άνοιξε πρώτα το ένα μάτι της με περιέργεια, κατόπι άνοιξε και το άλλο με έκφραση προσβεβλημένης πατρικίας, και όταν ο Λούλης, απλοϊκός και αγαθός μέσα στην αυταρέσκειά του, τηνε πλησίασε ακόμη περισσότερο, η Σπανή τινάχτηκε ξαφνικά σαν ελατήριο ξαμολυμένο, τον άρπαξε με τα νύχια μεσ’ από τα περήφανα μουστάκια του και ούρλιαξε κατά μουτρά του όλες τις χυδαιότατες βρισιές που θα μπορούσε να ξεστομίσει μια γάτα κακής ανατροφής.
Οι άλλοι αρσενικοί έκαναν πως δεν αντιλήφθηκαν καν τη σκηνή. Κείνος ο Γιακουμής προσποιότανε πως μύριζε με τη μουντζούρικη μουσούδα του τον αέρα και μόνο το ένα αυτί του, που κινήθηκε, έδειχνε πως παρακολουθούσε το δράμα με την άκρη του ματιού του. Η ουρά του διέγραψε ένα τόξο δεξιά, δύο αριστερά. Ο Λούλης αποτραβήχτηκε περισσότερο έκπληχτος παρά τρομαγμένος. Δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Και όμως η ίδια υποδοχή τον περίμενε με όλες τις γάτες της αυλής του, μόλις δοκίμαζε να τους εκμυστηρευτεί τα τρυφερά όνειρά του. Αδύνατο να ανεχθεί καμιά τους μηδέ το πιο αθώο φλερτ του πρίγκιπα.
Ο Λούλης ωστόσο δεν παύει γι’ αυτό να είναι ένας γάτος πολύ εύρωστος, εξαιρετικά καλοθρεμμένος και με πληθωρική υγεία στα λυγερά μέλη του. Ήρθε από την Αίγυπτο φέροντας κάτω από τα γουναρικά του όλη τη φλόγα της ερήμου και δεν εννοούσε να παραδεχτεί τον εξευτελισμό. Μεταχειρίστηκε λοιπόν στο τέλος τα μεγάλα μέσα. Άφησε τα υψηλά δώματα χτες βράδυ, κατέβηκε πάνοπλος στην αυλή μας και επεχείρησε την αρπαγή των Σαβίνων.
Δίχως να μιλά, χωρίς ν’ ακούει, τυφλωμένος απ’ το μεθύσι του ενστίκτου, χίμηξε πάνω στα θήλεα με τα νύχια και με τα δόντια, επιχειρώντας να εκφράσει δια βιαίας προσαγωγής τα καταπλημμυρούντα την καρδίαν του αισθήματα. Τότε δη τότε! Η αυλή μας, που ως τώρα είταν για το γατόκοσμο χώρος συνεντεύξεων και δημοτικόν μαιευτήριον, έγινε με μιάς πεδίο φοβερής μάχης.
Όλη η χύδην γατολογιά της γειτονιάς, αρσενικοί και θηλυκιές, ρίχτηκαν του Αιγύπτιου αριστοκράτη με αληθινή μανία. Φωνές, σκληριές, ξεφωνητά και θρήνος. Νόμιζε κανείς πως ολόκληρη χορωδία λυρικού θεάτρου είχε μεταπηδήσει από τη σκηνή στην αυλή μας. Ο θόρυβος είταν τέτοιος μέσα στη νύχτα, που ξύπνησαν όλοι οι γειτόνοι, μισάνοιξαν τα παραθυρόφυλλά και φώναζαν “ψιτι” και βλαστημούσαν. Ο μόνος ευτυχής που δεν άκουγε τον ορυμαγδό είταν ο ίδιος ο αίτιος του φοβερού συλλαλητηρίου.
Όλη η χύδην γατολογιά της γειτονιάς, ρίχτηκαν του Αιγύπτιου αριστοκράτη με αληθινή μανία.
Λοιπόν. Αυτή η ιστορία βαστάει ενάμισυ μήνα τώρα. Αρχίζει συνήθως μετά τα μεσάνυχτα και τελειώνει τα χαράματα. Όλον αυτόν τον καιρό ο ωραίος Λούλης αγωνίζεται τον άγριον κι’ απελπισμένον αγώνα του να καταχτήσει την καρδιά μιας απ’ αυτές τις σουρουλουλούδες, και δεν καταφέρνει τίποτα. Όλες τον αποφεύγουν, όλες τρέχουν να σωθούν, όπου φύγει-φύγει, με ουρανομήκεις κραυγές αποτροπιασμού.
Και όσοι απ’ τους γειτόνους, ακολουθώντας τους κανόνες υγιεινής, επιμένουν να κοιμούνται με ανοιχτό παράθυρο για να πλευριτωθούν με καθαρό αέρα, όλοι αναγκάστηκαν στο τέλος να κλείσουν τα παντζούρια τους, γιατί στις στιγμές του υπερτάτου κινδύνου, αυτές οι καταδιωκόμενες μέγαιρες, δεν δίσταζαν να τρυπώνουν μέσα στις κρεβατοκάμαρες, γυρεύοντας τη σωτηρία τους από τις εκδηλώσεις του Λούλη κάτω από τα κρεβάτια και τις πολυθρόνες.
Δεν ξέρω, αν τούτη την εποχή, που καμιά οργάνωση δεν προστατεύει τους ανθρώπους, δρα ακόμα εκείνη η συμπαθητική “Εταιρεία των φίλων των Ζώων” που μας καλούσε μια φορά το χρόνο στην αίθουσα του Παρνασσού ν’ ακούσουμε ρήτορες να μας μιλούν για τους “σιωπηλούς φίλους μας”, και κατόπι πηγαίναμε σπίτι να φάμε τα παϊδάκια ενός αθώου αμνού. Και ακόμα αν δρα η οργάνωση δεν ξέρω ως πού φτάνει η μέριμνα των μελών της. Γιατί θα ήθελα να επικαλεστώ τη συμπονετική επέμβασή της στην περίπτωση που διηγήθηκα.
Όχι τόσο για τα ανυπόταχτα θήλεα που κυνηγιούνται, όσο για κείνο τον άμοιρο Λούλη. Για τον ωραίο Αιγύπτιο με τα χιονόλευκα μπουρνούζια και τα εκστατικά μάτια, που δεν κοιμάται ο τάλας, από αγάπη, ού μην αλλά και δεν αφήνει ούτε τους άλλους να κοιμηθούν.
Στρατής Μυριβήλης - Το βυσσινί βιβλίο, Βιβλιοπωλείο της Εστίας. Ο Στράτης Μυριβήλης, πραγματικό ονοματεπώνυμο: Ευστράτιος Σταματόπουλος, (Συκαμινέα Λέσβου, 30 Ιουνίου 1890 – Αθήνα, 19 Ιουλίου 1969) ήταν Έλληνας συγγραφέας, από τους σημαντικότερους πεζογράφους της Γενιάς του '30. Εικονοφράφηση The Mediterranean Cat, 1949, Balthus.
Διαβάστε επίσης:
Γάτες: Πόσο καιρό θυμούνται τους ανθρώπους
Γιατί οι γάτες δεν πασχίζουν να είναι ευτυχισμένες
Γάτα με λουρί. Χαριτωμένο ή επικίνδυνο
Ακολουθήστε μας στο Instagram και στο Facebook για να βλέπετε τα άρθρα που σας ενδιαφέρουν