0
1
σχόλια
1834
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Τα επαναστατικά του κείμενα είναι ελάχιστα γνωστά». Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου «Πένα και νυστέρι: Οι επιστολές και μια επαναστατική προκήρυξη», η επιμελήτριά του μας εξηγεί, τι έμαθε έπειτα από δέκα χρόνια μελέτης του συγγραφέα
 
ΜΕΛΙΤΑ ΚΑΡΑΛΗ
17 Μαΐου 2024
Την Ευγενία Τζιρτζιλάκη την θαυμάζω απεριόριστα για πολλά, αλλά κυρίως για το κουράγιο της να δημιουργεί ακατάπαυστα στους καιρούς που ζούμε. Δεν την πτοεί τίποτα. Δεν «θρηνεί», δημιουργεί διαρκώς και με μια οπτική γωνία που έχει βάθος, ανατροπή, σοβαρότητα. Παράλληλα, εδώ και δέκα χρόνια, μελέτησε το πολιτικό, και τελείως άγνωστο στην Ελλάδα, έργο του Γκέοργκ Μπύχνερ,

Ο Γκέοργκ Μπύχνερ (1813-1837), συγγραφέας του περίφημου Βόυτσεκ, παρότι έγραψε λιγότερες από τριακόσιες σελίδες και πέθανε πριν να κλείσει τα είκοσι τέσσερά του χρόνια, χάραξε ένα ανεξίτηλο σημάδι σε πολλά πεδία - της σκέψης, της τέχνης, της επιστήμης. Η Ευγενία Τζιρτζιλάκη υπογράφει την επιμέλεια αλλά και την εισαγωγή της έκδοσης «Πένα και νυστέρι: Οι επιστολές και μια επαναστατική προκήρυξη» (Μετάφραση: Μαρία Ρούσσου, εκδ. Μέδουσα, 2023) και εξηγεί τι της έμαθε η δημιουργία αυτού του βιβλίου.

Δυο πράματα που μου έμαθε αυτό το βιβλίο: Ήταν απαραίτητο. Είναι ατύχημα το ότι κανείς δεν ξέρει για την σχέση του Μπύχνερ με την πολιτική, ενώ όλα του τα έργα είναι τεκμήρια αυτής; Μήπως κάποιοι ξέπλυναν με επιμέλεια τις προθέσεις του ώστε να μπορούν να ανεβάζουν τα έργα του όσο πιο ανώδυνα γίνεται, χωρίς να αλλάζει τίποτα στον κόσμο;

Στην Ελλάδα, χρειάστηκε να περάσουν 200 χρόνια για να είμαστε εμείς οι πρώτες που μεταφράζουμε τα γράμματά του. Τα επαναστατικά του κείμενα που συμπεριλάβαμε κι αυτά στην έκδοση (μια παράνομη προκήρυξη γραμμένη από το χέρι του) είναι ελάχιστα γνωστά... Λίγες βδομάδες μετά την δική μας έκδοση έβγαλαν οι εκδ. Πόλις μόνο την προκήρυξη αυτή («Ταχυδρόμος της Έσσης») και βλέπω ότι και αυτή η έκδοση, όπως κι η δική μας, έχει μπει στα βιβλιοπωλεία στο τμήμα λογοτεχνίας.

Είναι αδιανόητο αυτό. Είναι σα να πάρουμε την ομιλία του Καμπαγιάννη για τη ΧΑ και να την κατατάσσουμε σε μερικά χρονιά στα λογοτεχνικά κείμενα. Αφού βέβαια αφαιρέσουμε όλα τα σημεία που θα μπορούσαν να θίξουν κάποιους, γιατί και αυτό έγινε με τον Μπύχνερ. Δεν ξέρουμε πώς ήταν τα έργα του στην αρχική τους μορφή, από τα τόσα χέρια λογοκρισίας που έχουν υποστεί.

Επίσης, δεν έχουμε μελέτες για το έργο του Μπύχνερ στα Ελληνικά, πέρα από κάποια σκόρπια κεφάλαια σε εκδόσεις ευρύτερης θεματολογίας, παρότι είναι ένας συγγραφέας που τα έργα του, κυρίως ο Βόυτσεκ, ανεβαίνουν συνέχεια – κι αυτό είναι παράξενο από μόνο του! Γιατί να έχουμε μελέτες επί μελετών, βιβλία και τόμους για τον Τσέχωφ κι όχι για τον Μπύχνερ; Και τους δυο τους θεωρούμε σπουδαίους, και των δυο τα έργα ανεβαίνουν διαρκώς. Μόνο ο ένας όμως πέθανε στην εξορία με δύο εντάλματα σύλληψης να εκκρεμούν εναντίον του.

Η αλήθεια είναι ότι δεν συγχωρείται στην Ελλάδα η ανάμειξη του καλλιτέχνη με την πολιτική, πρέπει να είναι «αγνός» και ξεκομμένος από τον κόσμο, σε απευθείας σύνδεση με κάποια στρεβλή αίσθηση του ιερού (συχνά κάτω από τα μεγάλα αισθήματα που «υπερβαίνουν» τις πολιτικές πεποιθήσεις υπάρχει και μια ωραιότατη χρηματοροή για υπηρεσίες αποκοίμησης). Το βλέπει κανείς στο τι επιλέγεται να επιχορηγηθεί αλλά και στην συνολική αντίληψη περί τέχνης με την οποία γαλουχήθηκε η δική μου γενιά τουλάχιστον. Είχα φίλο Έλληνα Εβραίο, με παππού  που είχε περάσει από το Άουσβιτς, να μου εξηγεί μετά από παράσταση πόσο λάθος ήταν ότι υπήρχαν πολιτικές αναφορές διότι η τέχνη πρέπει να είναι ουδέτερη, αλλιώς δεν μπορεί να είναι σπουδαία. Μαρτυρά τόσο πολλά για τη γενιά μου αυτό το στιγμιότυπο που το αφήνω ασχολίαστο.

Για σύγκριση με το τι συμβαίνει αλλού  σε σχέση με τον Μπύχνερ, μπορούμε απλώς να δούμε κάποιους τίτλους από τη διαθέσιμη ξένη βιβλιογραφία και τι πτυχές αγγίζει: «Γκέοργκ Μπύχνερ και η γέννηση του σύγχρονου δράματος» (David Richards), «Μπύχνερ και Νεωτερικότητα» (Dietmar Goltschnigg), «Γκέοργκ Μπύχνερ: συνωμοσία για την ισότητα» (Jan Christoph Hauschild) «Αθεϊσμός και κριτική της θρησκείας κατά Γκέοργκ. Μπύχνερ» (Felix Brenner), «Σώμα, αισθήσεις και ψυχή: Η μειωμένη λειτουργία των αισθήσεων στα έργα του Γκέοργκ Μπύχνερ» (Anna Scheiterbauer), «Η σιωπηλή κυριαρχία: Λαός και επανάσταση στον Γκέοργκ Μπύχνερ και τον Ζιλ Μισελέ» (Maud Meyzaud), και πολλά άλλα…

Στην Ελλάδα η μάνικα της συντήρησης ξεπλένει διαρκώς την τέχνη από τις ιδέες που τη γεννούν. Και σε όσους καλλιτέχνες είναι αδύνατον να γίνει αυτό, παρατηρούμε την αορατοποίηση τους. Το πρώτο παράδειγμα που μου ‘ρχεται πάντα είναι η περίπτωση του Βουτυρά, μιας αναρχικής ιδιοφυίας που ξεχώρισε σαν άστρο στο σκοτάδι, συγκαταλέχθηκε στις σπουδαιότερες φωνές της εποχής του και κυκλοφορούσε σε ξενόγλωσσες ανθολογίες μαζί με τη Βριτζίνια Γουλφ, ο οποίος αφού απομονώθηκε από τη γενιά του ’30 και απορρίφθηκε επανειλημμένα από την  Ακαδημία Αθηνών, πέθανε στην ψάθα και σήμερα οι περισσότεροι δεν τον έχουν καν ακούσει.

Το αποτέλεσμα αυτής της ληστείας της Ιστορίας ποιο είναι; Η σκέψη μας αρχίζει συνεχώς από την αρχή, η επικοινωνία ανάμεσά μας, πέρα από τα σύνορα και διατρέχοντας το χρόνο παρεμποδίζεται κι είμαστε αναγκασμένοι να τα ξαναζούμε όλα ξανά και ξανά. Η απόκρυψη και η συσκότιση φωνών που εργάστηκαν μέσα στο χώρο της αριστεράς, της αναρχίας, του φεμινισμού και την αντίστασης στον κάθε λογής αυταρχισμό, δεν είναι παρά ένα διανοητικό κεφαλοκλείδωμα που αποδυναμώνει και εξαναγκάζει σε ασφυξία. Πώς να μην μας πιάνει απόγνωση όταν νιώθουμε συνέχεια μόνοι;

Όταν τραβήξεις μια κλωστή, έπονται χίλιες.                                

Μαζί με τον Μπύχνερ μάθαμε και για πάρα πολλούς άλλους που τον είχαν εμπνεύσει, διδάξει, συγκινήσει, για τους οποίους επίσης δεν είχαμε ιδέα. Αυτό  είναι κάτι που θυμάμαι να το έχω καταλάβει πολύ νωρίς: Ότι το κάθε βιβλίο οδηγούσε σε άλλα, σαν μια ατελείωτη σειρά από ψίχουλα. Γιατί όπως κάθε άνθρωπος έχει τους φίλους του, τους αγαπημένους του συγγράφεις και επιρροές, έτσι και κάθε βιβλίο εκπέμπει σε ένα μήκος κύματος που όταν βρεθείς μέσα σ αυτό ξετυλίγεται μια σειρά από ανακαλύψεις.

Για παράδειγμα δεν θα ήξερα ποτέ τον Αρετίνο χωρίς τον Μπύχνερ. Ο Pietro Aretino (1492-1556) ήταν ένας τρομερά ταλαντούχος συγγραφέας –έγραφε από ποίηση μέχρι παρωδίες– αλλά όνομα έκανε με μία διαθήκη. Μετά το θάνατο του κατοικίδιου ελέφαντα του πάπα (μεγάλη ιστορία πώς κατέληξε ο πάπας να έχει pet έναν ελέφαντα), ο Αρετίνο έγραψε την υποτιθέμενη διαθήκη του ζώου, όπου σατίριζε όλες τις πολιτικές και θρησκευτικές προσωπικότητες της Ρώμης προκαλώντας τεράστιο σκάνδαλο. Έκανε πολλά τέτοια αστεία και τρομερά γενναία απέναντι στην εξουσία, ώσπου σκανδάλισε τόσο με τα Ηδονικά Σονέτα του, τα οποία συνοδεύονταν από σειρά πορνογραφικών σχεδίων, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρώμη. Αμφισεξουαλικός και δηλωμένος σοδομιστής, στη Βενετία επιβίωνε αποσπώντας χρήματα από όσους ζητούσαν την σεξουαλική του καθοδήγηση. Κάποιοι από αυτούς αρνούνταν να τον πληρώσουν, καταχρώμενοι τα προνόμια τους ως επιφανείς πολίτες και θεωρώντας ότι ο Αρετίνο ήταν πολύ ασήμαντος για να τους βλάψει. Αυτούς, τους εξέθετε δημοσιεύοντας τις επιστολές τους σε όμορφος μικρές εκδόσεις, και κάπως έτσι του βγήκε το παρατσούκλι «μάστιγα των πριγκίπων». Κι ήταν και στενός φίλος του Τιτσιάνο, ο οποίος τον ζωγράφισε κάμποσες φορές.

Η ιστορία λέει ότι πέθανε από ασφυξία απ' το πολύ γέλιο, που δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, μου ακούγεται και σαν ποιητικού τύπου συμβολισμός, κατά το ότι ο θάνατος ενός ανθρώπου είναι μια πύκνωση της ζωής του... Εκτός από επιστολές και άλλα βέβηλα κείμενα (μια σάτιρα νεοπλατωνικών διαλόγων, πχ, που εκτυλίσσεται σε ένα μπουρδέλο), άφησε πίσω του 5 κωμωδίες και μία τραγωδία, η οποία θεωρείται η καλύτερη του 16ου αι. στα ιταλικά. Έγραψε δηλαδή πραγματικά τα πάντα, και είχε πει για το στυλ: «Είμαι ελεύθερος. Δεν χρειάζεται να αντιγράφω τον Πετράρχη ή τον Βοκάκιο. Η δική μου ιδιοφυΐα φτάνει. Άστε άλλους να ασχολούνται με το στυλ, παύοντας να είναι ο εαυτός τους.»

Δυο αιώνες μετά το θάνατο του Αρετίνο, ο Μπύχνερ ακούει για πρώτη φορά την ιστορία του ως μαθητής στο γυμνάσιο και
γοητεύεται από τον ηδονισμό, το χιούμορ και την τόλμη του Αρετίνο να επαναστατεί ενάντια στα χρηστά ήθη. Ο Μπύχνερ είχε τότε μια καθωσπρέπει μητέρα, έναν πατέρα δύσκολο, που ήταν αδύνατον να ικανοποιήσει, και μεγάλωνε σε έναν κόσμο όπου πήγαινε κανείς φυλακή επειδή χειροκρότησε στο λάθος σημείο στην όπερα ή του άφησαν το λάθος φυλλάδιο κάτω απ’ την πόρτα. Λίγα χρόνια μετά ξεκίνησε σπουδές για να γίνει γιατρός, όπως ο πατέρας του, το πνεύμα του Αρετίνο όμως είχε μείνει μαζί του: Κρυφά από την οικογένεια, το κράτος και τους γνωστούς του, γράφει ένα θεατρικό που χρειάστηκε για να το καθαρίσουν από τις ερωτικές και σεξουαλικές αναφορές ώστε να μπορέσει να τυπωθεί (το οποίο σήμερα θεωρείται το καλύτερο πρώτο έργο που γράφτηκε ποτέ), τα φτιάχνει με την κόρη ενός παπά και μάλλον του δίνουν να καταλάβει στην ολοκλήρωση μέσα στο ίδιο το σπίτι του παππά (στη σοφίτα), συμμετέχει σε μερικές συνωμοσίες κατά της κυβέρνησης, ιδρύει κρυφά τουλάχιστον δύο επαναστατικές οργανώσεις και άλλα πολλά…

Μέσα σ’ όλα αυτά γράφει, ή θέλει να γράψει, ένα έργο για τον Πιέτρο Αρετίνο. Δεν ξέρουμε αν το έγραψε, πάντως δεν προλαβαίνει να δημοσιευτεί πριν πεθάνει στα 23μισι σ' ένα δωμάτιο με θέα στη λίμνη της Ζυρίχης. Κάποιοι είπαν ότι το έργο γράφτηκε αλλά το έκαψε η αρραβωνιαστικιά του λόγω του αθεϊστικού του περιεχόμενο, όπως ξέρουμε ότι έκανε με το ημερολόγιο του και κάποια από τα γράμματα που της είχε στείλει. Μπορεί και να μην έχει σημασία. Γιατί και μόνο η αναφορά σε ένα από τα γράμματά του ότι θα έγραφε για τον Αρετίνο με έκαναν να βρω τα Σονέτα του στα Ελληνικά και διαβάσω την τρομερή μετάφραση του Ηλία Πετρόπουλου (Αρετίνου: Ακόλαστα Σονέτα, εκδ. Νεφέλη), και τα επικά του σχόλια στην εισαγωγή, όπως αυτό: «Η μπουρζουαζία, ούτως ή άλλως, στέκει εχθρικά έναντι της Πορνογραφίας, όμως κατανοεί πλήρως πού οδηγεί ο αναρχισμός των πορνογράφων. Τα σονέτα του Αρετίνου ενισχύουν την αφύπνιση της νεολαίας».

Άπειροι κόσμοι, σαν αυτόν, ανοίχτηκαν εντός μου.

 
Büchner Georg, Πένα και νυστέρι: Οι επιστολές και μια επαναστατική προκήρυξη, Μετάφραση: Μαρία Ρούσσου, Επιμέλεια - εισαγωγή: Ευγενία Τζιρτζιλάκη, Εκδ. Μέδουσα. Η Ευγενία Τζιρτζιλάκη είναι σκηνοθέτις, επιμελήτρια, μεταφράστρια και συγγραφέας. Σπούδασε δημοσιογραφία και υποκριτική, κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην σκηνοθεσία θεάτρου στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, με υποτροφίες από τα Ιδρύματα Ωνάσης και P.E.O. Έχει βραβευτεί με το Zoel Zwick Award for Outstanding Contribution to Theater και είναι μέλος του Lincoln Center Directors Lab. Έχει παρουσιάσει πάνω από 40 ζωντανά έργα σε Ελλάδα, ΗΠΑ, Κύπρο, Πολωνία και Δανία, σε θέατρα και χώρους τέχνης, φυσικά τοπία ή νοητικούς χώρους όπου η εμπειρία του θεατή ενορχηστρώνεται με ποικίλα μέσα. Η διάλεξή της «Ζωντανές Τέχνες και Κοινωνική Αναταραχή» παρουσιάστηκε στην Αθήνα (ΙΕΤΜ 2013) και κατόπιν σε Ρουμανία, Αυστραλία, Λιθουανία, Ολλανδία, Νέα Υόρκη και Χόνγκ Κονγκ . Υπήρξε συνιδρύτρια του Libby Sacer Foundation (2013-18) με το οποίο επιμελήθηκε εκθέσεις και φεστιβάλ, και σήμερα είναι μέλος των L.Sacer Daughters και διευθύντρια της ΑΜΚΕ Μάγνας. Έχει μεταφράσει και υπερτιτλήσει δεκάδες έργα για το θέατρο και το σινεμά, ενώ κείμενά της ανέβηκαν σε παραστάσεις στα φεστιβάλ NY Fringe, The American Living Room Festival, Antipodes Festival κ.ά. Κείμενά της έχουν συμπεριληφθεί στην Ανθολογία ελληνικής κουήρ ποίησης (εκδ. Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, 2023), στη συλλογή Οι λέξεις της (εκδ. Κονιδιάρης, 2023), στον κατάλογο The Gruen Effect της Μ. Σταμπούλου (εκδ. Futura 2020) και στο συλλογικό έργο Για το καταραμένο απόθεμα (εκδ. Futura 2015), ενώ η μελέτη της για τον Γκέοργκ Μπύχνερ περιλαμβάνεται στην έκδοση Πένα και Νυστερι (2023).


Ακολουθήστε μας στο Instagram και στο Fb για να βλέπετε τα άρθρα που σας ενδιαφέρουν



Διαβάστε επίσης:
Μήπως κοιμόμουν, όταν οι άλλοι υπέφεραν;
Ροθ: Γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι;
Αν Πάτσετ: Η απλή αλήθεια της ζωής


 
εμφάνιση σχολίων