«Ο Ρουπακιάς, λίγο προτού στρίψει από την Τσαλδάρη στην Κεφαλληνίας, σταματάει το αυτοκίνητο. Οι μοτοσικλέτες με τους Χρυσαυγίτες σταματάνε πίσω του συντεταγμένα. Είναι ακριβώς μεσάνυχτα. Βλέπει την παρέα του Παύλου να φτάνει περπατώντας στην Τσαλδάρη και ρωτάει τον Παύλο, που προπορεύεται κρατώντας τις άκρες των δακτύλων της Χρύσας: «Αυτή είναι η Κεφαλληνίας;». Οι ματιές τους διασταυρώνονται για πρώτη φορά, το βλέμμα του Ρουπακιά καρφώνεται στον Παύλο. Είναι η στιγμή που ο δολοφόνος μετράει τον αντίπαλο, ζυγίζει το θήραμά του. Μπαίνει στη ζωή του Παύλου όπως ο κλέφτης μέσα σ’ ένα ξένο σπίτι. «Εδώ είναι, αδερφέ», του απαντάει ο Παύλος. Το ασημί Nissan απομακρύνεται μαρσάροντας. Ο συνεπιβάτης του δολοφόνου επιβεβαιώνει τον στόχο.
Οι Χρυσαυγίτες κατεβαίνουν από τις μηχανές και ενώνονται με τους συγκεντρωμένους έξω από το Κοράλλι. Συντάσσονται αστραπιαία για την επίθεση, κρατώντας αυτοσχέδια ρόπαλα, στειλιάρια, κράνη και σιδερογροθιές. Έχουν προβάρει πολλές φορές τις καταδρομικές εφόδους τους. Χωρίς να δίνουν σημασία στους οκτώ αστυνομικούς, τρέχουν προς την παρέα του Παύλου που ετοιμάζεται να διασχίσει την Τσαλδάρη κινούμενη προς τα πάνω, εκεί που ο δρόμος ενώνεται με τη Γρηγορίου Λαμπράκη. Είναι εκπαιδευμένοι να προκαλούν με τα άρβυλα ένα συντεταγμένο ποδοβολητό που προκαλεί τρόμο. Οι αστυνομικοί της ΔΙΑΣ δεν ακολουθούν, μένουν πίσω. Μόνο ο Χρήστος Δεληγιάννης θα προχωρήσει, με καθυστέρηση, ανησυχώντας ότι απειλείται βίαιη σύρραξη.
Η συνάδελφός του Αγγελική Λεγάτου δεν θέλει να τον αφήσει μόνο. Σαράντα Χρυσαυγίτες ουρλιάζουν μέσα στη νύχτα:
«Γαμώ τα σπίτια σας, γαμώ τις μάνες σας,
θα σας σκοτώσουμε, κότες»·
«Ελάτε εδώ, ρε μαλακισμένα»·
«Να τος, εκεί είναι»·
«Κότες, θα πεθάνετε»·
«Να τος, να τος».
Ο Παύλος λέει στα δυο κορίτσια:
«Πηγαίνετε σπίτι κι ερχόμαστε».
«Και τώρα τι κάνουμε;» ρωτάει ο Δούλβαρης.
«Τώρα τρέχουμε», λέει ο Παύλος, κι αρχίζουν να τρέχουν προς τη Γρηγορίου Λαμπράκη.
Όμως ο Παύλος δεν θα τρέξει. Δεν το επιτρέπει η αξιοπρέπειά του. «Είμαι στη γειτονιά μου», σκέφτεται, «δεν μπορεί κανείς να μου επιβάλει πού θα περπατήσω, ούτε να με φοβίσει. Δεν θα τρέξω μπροστά στους φασίστες, εδώ είναι η θέση μου». Κοντοστέκεται. Δεν είναι από εγωισμό. «Υπάρχουν αξίες πιο πολύτιμες από τη ζωή». Κάποιοι ορίζουν έτσι τον ηρωισμό. Είναι πια αργά για να γυρίσει πίσω. «Αλίμονο, τι μέλλεται να πάθω, κακό μεγάλο αν φύγω φοβισμένος μπροστά σ’ αυτό το πλήθος, χειρότερο όμως αν με πιάσουν μοναχό…» Έτσι μένει εκεί και περιμένει, σαν έτοιμος από καιρό, όρθιος και μόνος μέσα στη φοβερή ερημιά του πλήθους.
Οι Χρυσαυγίτες βγαίνουν στην Τσαλδάρη και επιτίθενται. Στην καφετέρια Κρεμεσό κατεβάζουν τα ρολά, υποψιάζονται ότι θα συμβεί κακό. Στο βαθύ μπλε του νυχτερινού ουρανού ο ορίζοντας δεν υπάρχει, μόνο τα αχνά φώτα της λεωφόρου. Η παρέα χώνεται στα γύρω στενά, ψάχνουν κάπου να κρυφτούν. Στην Ξάνθου στρίβουν ο Δούλβαρης, ο Σεϊρλής, ο Ξυπόλητος, ο Μαντάς και ο Χατζηευστρατίου, σαν φυλακισμένοι στον πανικό. Τους κυνηγάνε με τα μηχανάκια στα στενά. Εγκλωβίζονται σε μια πιλοτή, o Μαντάς κρύβεται πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Οι Χρυσαυγίτες φωνάζουν: «Βγείτε έξω, κότες».
Πίσω μένουν ο Παύλος με τον Ηλία Κοντονικόλα και τον Δημήτρη Μελαχροινόπουλο. Στο ύψος του αριθμού 62 της Τσαλδάρη, μπροστά σε βιτρίνες καταστημάτων καλλυντικών και παιδικών ρούχων, οι Χρυσαυγίτες τους κυκλώνουν. Ουρλιάζουν, απειλούν, προκαλούν με τα άρβυλα αυτόν τον ήχο του ποδοβολητού, σαν πολεμικά τύμπανα.
Η Χρύσα γυρίζει τρέχοντας στην Κεφαλληνίας, φωνάζει στους αστυνομικούς της ΔΙΑΣ να κάνουν κάτι, ότι κινδυνεύουν οι φίλοι της, τους παρακαλάει. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, είναι πάρα πολλοί», της απαντάει ένας ψηλός, σωματώδης αστυνομικός με τετράγωνο πρόσωπο.
Είναι δώδεκα και τρία λεπτά, η κίνηση στην Τσαλδάρη αραιή, όμως μαζεύεται κόσμος. Χτυπάνε από πίσω με κλοτσιές στα πλευρά τον Μελαχροινόπουλο καθώς τρέχει, πέφτει, προσπαθεί να σηκωθεί, βλέπει δίπλα του τον Κοντονικόλα σαστισμένο να δέχεται χτυπήματα με τα κράνη. Όμως δεν είναι οι δυο τους ο στόχος, αλλά ο Παύλος.
Ο Παύλος είναι όρθιος, παλεύει μόνος του με ομάδες τριών τεσσάρων ατόμων που εναλλάσσονται και του επιτίθενται κατά κύματα, σαν αγέλη λύκων. Νιώθει τους παλμούς του να ανεβαίνουν, την αδρεναλίνη, και κάτι πέρα από αυτό.
Οι Χρυσαυγίτες πέφτουν πάνω του με δύναμη, τον χτυπούν, επιστρέφουν και αμέσως επιτίθενται οι επόμενοι. Όλοι οι υπόλοιποι, περίπου τριάντα άντρες, τους εμψυχώνουν από το πεζοδρόμιο και το διάζωμα της λεωφόρου, βρίζοντας, απειλώντας και ποδοβολώντας με τα άρβυλα. Ο Παύλος τους απωθεί, μένει όρθιος, ανταποδίδει τα χτυπήματα, δεν μπορούν να τον ρίξουν. Δεν είναι ταραγμένος, παλεύει μηχανικά, σαν σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι, για να γλιτώσει την ανελέητη μοιραία ώρα.
Άνθρωποι έχουν βγει στα μπαλκόνια, φωνάζουν. Περαστικοί σταματάνε, ακούγονται γαβγίσματα σκυλιών. Όλο αυτό μοιάζει παράλογο, κι όμως συμβαίνει, μέσα σε βλέμματα χυδαίας περιέργειας, συμπάθειας και αγωνίας. Εμφανίζονται στο διάζωμα οι δύο αστυνομικοί της ΔΙΑΣ, ο Δεληγιάννης και η Λεγάτου. Ο Δεληγιάννης ακουμπάει το χέρι στη θήκη του περίστροφου. «Εντάξει παιδιά, να το διαλύσουμε τώρα».
Είναι τρία λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Εμφανίζεται το ασημί αυτοκίνητο του Ρουπακιά, στρίβει δεξιά στην οδό Ξάνθου και σταματάει. Ο δολοφόνος βγαίνει από το αυτοκίνητο και κοιτάζει τον Παύλο, που παλεύει με τα κύματα των Χρυσαυγιτών. Μπαίνει πάλι στο αυτοκίνητο, στρίβει με την όπισθεν στο αντίθετο ρεύμα της Τσαλδάρη και σταματάει στην άκρη, στο σημείο που βρίσκεται ο Παύλος. Κατεβαίνει κρατώντας στο χέρι τον σουγιά, με ξύλινη λαβή και λάμα επτά εκατοστών. Πώς ένα φίδι του βουνού παραμονεύει κάποιον από την κρυψώνα του, έχοντας καταβροχθίσει φαρμακερά βότανα, με μάτι αγριεμένο, βλέπει και ελίσσεται. Είναι δώδεκα και τέσσερα λεπτά. Ο κανονικός χρόνος σταματάει, όσος απομένει είναι πλέον δανεικός.
Κάποιος από τους Χρυσαυγίτες λέει: «Ήρθε ο δικός μας». Καθώς ο δολοφόνος πλησιάζει, οι τέσσερις άντρες που έχουν κυκλώσει τον Παύλο κάνουν χώρο για να περάσει, σαν μια χορογραφία που έχει προβαριστεί πολλές φορές, ή σαν μια ενστικτώδη αντίδραση μπροστά στον «εκλεκτό». Ο κλοιός ανοίγει, οι φωνές ξαφνικά χαμηλώνουν και ο δολοφόνος αιφνιδιάζει τον Παύλο, τον χτυπάει αστραπιαία στον μηρό, εκεί που ξέρει ότι είναι η αρτηρία, κάνοντάς τον να σκύψει, και αμέσως μετά δύο φορές στο στήθος, αριστερά, στην καρδιά και στον πνεύμονα. Τα χτυπήματα είναι επαγγελματικά, από εκπαιδευμένο χέρι, στρίβοντας το μαχαίρι στην πληγή με σκοπό να προκαλέσει θάνατο.
Ο Παύλος βγάζει μια κραυγή πόνου και στρέφεται προς το μέρος του Μελαχροινόπουλου. Τότε πλησιάζουν από τη διαχωριστική νησίδα οι δύο αστυνομικοί της ΔΙΑΣ, η Λεγάτου και ο Δεληγιάννης. Η Λεγάτου σηκώνει το περίστροφο. Ο Παύλος φωνάζει στον δολοφόνο: «Πού πας ρε, με μαχαίρωσες και φεύγεις;». Ύστερα γυρίζει προς τους φίλους του, τον Κοντονικόλα και τον Μελαχροινόπουλο: «Με μαχαίρωσε ο φασίστας». Κάνει λίγα αβέβαια βήματα προς το μέρος τους, σκοτάδι καλύπτει τα μάτια του.
Οι δύο αστυνομικοί δεν έχουν καταλάβει τι έγινε, θέλουν να πιάσουν τον Παύλο, καθώς ο δολοφόνος απομακρύνεται. «Όχι εμένα, αυτός ο καριόλης με μαχαίρωσε», τους λέει ο Παύλος. «Πού σε μαχαίρωσε;» ρωτάει ο Δεληγιάννης. Ο Παύλος σηκώνει την μπλούζα, αυτή με το λόγκο του, τον σκύλο με το μαντίλι, και δείχνει τις πληγές, το τρακτεροειδές τραύμα από το στρίψιμο του μαχαιριού, το αίμα που αρχίζει να τρέχει. Από το πλήθος ακούγεται μια αντρική φωνή: «Το φάγανε το παλικάρι».
Η Λεγάτου ξαφνιάζεται. «Ρε παιδιά, όχι και μαχαίρι». Ο Παύλος μένει όρθιος για ένα λεπτό ακόμη, φωνάζει, ύστερα σωριάζεται σ’ ένα σκαλοπάτι στο πεζοδρόμιο. Χάνει αίμα. Πάνω του πέφτει η σκιά όσων ονειρευόταν να ζήσει, αυτού που μπορούσε να είναι, αλλά θα γίνει κάτι άλλο, ένα σύμβολο. Φτάνει η Χρύσα, οι φίλοι του. «Κρατήσου, Παύλο».
Περνάει ώρα, μαζεύεται κι άλλος κόσμος, θα είναι διακόσιοι άνθρωποι, σπρώχνουν τους αστυνομικούς, θέλουν να πλησιάσουν. Το ρεύμα της Τσαλδάρη προς Γρηγορίου Λαμπράκη έχει κλείσει. Το ασθενοφόρο αργεί. Αδημονία, αναβρασμός στον κόσμο. Κανένας δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να τον βάλει σε ένα ταξί, μην του κάνουν κακό. «Παύλο, μη φεύγεις». Ο Παύλος είναι λιπόθυμος, πνιγμένος στο αίμα, με τα μάτια ανοιχτά. Κάποιος μετράει τους σφυγμούς του. Η Χρύσα έχει στην αγκαλιά της το κεφάλι του.
Φτάνει το ασθενοφόρο, με την αυθάδεια του θανάτου. Περασμένες δώδεκα και μισή, ο Δημήτρης βοηθάει να ανεβάσουν τον Παύλο, που έχει χάσει τις αισθήσεις του. Μαύρα λουλούδια ανθίζουν μέσα στο βάθος της ύλης. Η νύχτα μοιάζει ατελείωτη, ο Παύλος φεύγει.»
Η νύχτα που έφυγε ο Παύλος - Ξενοφών Κοντιάδης (εκδ. Τόπος)
Διαβάστε επίσης:
Η Μάγδα Φύσσα είπε
«Ονομάζομαι Μάγδα, και ο Παύλος είναι γιος μου…»
Δολοφονία Φύσσα: Η πολιτική ανατομία ενός εγκλήματος
0
1
σχόλια
1312
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ξενοφώντα Κοντιάδη για την δολοφονία του Παύλου Φύσσα
DOCTV.GR
5 Σεπτεμβρίου 2023
εμφάνιση σχολίων
Πρόσφατα
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Δεν υπάρχει κάτι ψυχαναγκαστικό στην ευτυχία των γιορτών»
21 Νοεμβρίου 2024
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
Ζωγράφου: Η απέραντη πίστη μου για τους ανθρώπους
21 Νοεμβρίου 2024
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
Ο Μαγκρίτ είπε
21 Νοεμβρίου 2024
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
Χέμινγουεϊ: Γάτα στη βροχή
18 Νοεμβρίου 2024