Ο Ζακ Λακαριέρ αγάπησε την Ελλάδα, την περπάτησε, τη γεύτηκε, την άκουσε, την έζησε, την ένιωσε όσο λίγοι
«Το θέμα ήταν να σας γνωρίσω μια χώρα, την Ελλάδα στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάνοντάς σας να την αγαπήσετε την Ελλάδα όπως εγώ την έζησα από το πρώτο ταξίδι μου στα 1947 και όπως τη γνώρισα όταν ήμουν ακόμα παιδί από τους αρχαίους ποιητές και συγγραφείς της. Μια Ελλάδα που πάει από τον Όμηρο ως τον Σεφέρη, από τον Ορφέα ως τον Τσιτσάνη μέσα από φωνές, ποιήματα, τραγούδια και έργα που εδώ και τόσα χρόνια επιλέγω και μεταφράζω. Μια Ελλάδα που πηγαίνει επίσης από τον Αναξαγόρα ως το ζεϊμπέκικο, από τη Σαπφώ ως τον Σικελιανό, από τα αμυγδαλωτά ως τα παξιμάδια, από τα ακριτικά τραγούδια ως τα ρεμπέτικα. Περνώντας από τον Ηρόδοτο, τον Διγενή Ακρίτα, τον Μακρυγιάννη και τον Αγγελόπουλο. Με δυο λόγια ένα ταξίδι προσωπικό, ποιητικό, ιστορικό και... γαστρονομικό στη χώρα των ατελείωτων γνώσεων και γεύσεων, την Ελλάδα.DOCTV.GR
17 Ιουλίου 2024
Ονειρευόμουν να πάω στην Αμοργό γοητευμένος από την παράξενη μελωδικότητα αυτής της λέξης, όνειρο που πραγματοποίησα το φθινόπωρο του 1958. Το ταξίδι έγινε ακόμα πιο ειδυλλιακό από το γεγονός ότι μια χαριτωμένη Ελληνίδα σπουδάστρια των Καλών Τεχνών που είχα γνωρίσει πριν από μερικές μέρες μπόρεσε να έρθει μαζί μου. Ζήσαμε, λοιπόν, σ' αυτό το νησί, στα απολύτως ερημικά ακρογιάλια του, τις πιο ωραίες ερωτικές νύχτες μας, κοντά σε μια σπηλιά με φώκιες, όπου έβλεπες, ή για την ακρίβεια άκουγες, καθαρά ότι επιδίδονταν στις ίδιες νυχτερινές περιπτύξεις μ' εμάς.
ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ: Παλαιά ελληνική παράδοση που ελπίζω να μην έχει τελείως χαθεί: προσφέρουν στον επισκέπτη, είτε τον περίμεναν είτε όχι, τόσο στα καλά σπίτια όσο και στα πιο ταπεινά καλυβάκια, ένα γλυκό, ένα γλύκισμα φτιαγμένο από την κυρία του σπιτιού, συνήθως από σταφύλι, σύκο ή περγαμόντο. Το σερβίρουν πάνω σ' έναν δίσκο, μαζί με ένα μεγάλο ποτήρι νερό κι ένα κουταλάκι, απ' όπου πήρε και το όνομά του: γλυκό του κουταλιού. Τίποτα το ιδιαίτερο ή το εξωτικό σ' αυτό, έξω από το γεγονός ότι αυτό το τυπικό του καλωσορίσματος συνοδεύεται πάντα από ένα πλατύ χαμόγελο της οικοδέσποινας. Θα πρέπει να κατανάλωσα δεκάδες επί δεκάδων τέτοια «γλυκάκια του κουταλιού» στην Ελλάδα μέσα σε όλα τούτα τα χρόνια, δεν μου μένει όμως τόσο η ελαφρά πικρή γεύση του νεραντζιού ή του σιροπιού από το συκαλάκι όσο η ανάμνηση από εκείνες τις δεκάδες επί δεκάδων χαμόγελα, ορισμένα από τα οποία θα μπορούσαν να συναγωνιστούν εκείνο της Κόρης της Ακρόπολης.
ΕΛΛΑΔΑ: Αλλά η ουσία είναι ότι το ελληνικό κάλλος είναι το ίδιο λιτό και εξαγνισμένο όσο ένας κυβιστικός πίνακας, όσο κι ένα παιχνίδι σκιάς και φωτός πάνω σ' έναν τοίχο, σαν γεωμετρικό σχέδιο του Ευκλείδη, σαν το απόλυτο γαλάζιο των τρούλων ή τη λευκότητα μιας εκκλησίας πάνω σ' ένα ερημονήσι. Διότι σ' αυτήν τη χώρα η ομορφιά είναι αυθόρμητη, δεν είναι φτιαγμένη με υπολογισμούς, με μεγαλεία ή με επιτήδευση, αλλά με αέναη ευτυχία στις πιο καθημερινές λεπτομέρειες. [...] Στην Ελλάδα η ομορφιά δεν μαθαίνεται ποτέ, είναι αυθόρμητη, αυτόχθονη όπως τ' άσπρα κεντίδια των κυμάτων πάνω στην άμμο, όπως η μελετημένη συμμετρία των κυπαρισσιών σε όλο το μήκος των δρόμων, σαν μια πανδαισία χρωμάτων σε πόρτες και παράθυρα ή σαν το πολύχρωμο έμβλημα των ελληνικών ενδυμάτων και κοσμημάτων. Διότι η ομορφιά είναι μια μάχη, είναι η νίκη του φωτός πάνω στη σκιά. Κι όπως έλεγε ένας από τους παλαιότερους και μεγαλύτερους Έλληνες φιλοσόφους, ο Ηράκλειτος, η ομορφιά είναι η αρμονία των αντιθέσεων. Ειδικότερα εδώ, είναι επίσης η συνάντηση και ο καρπός της ένωσης της Ελλάδας του χθες με αυτήν του σήμερα.
ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ: Μπορούμε με αξιοπρέπεια, μέσα σε μια κοινωνία εργατικών μυρμηγκιών που συσσωρεύουν και αποταμιεύουν −μιλώ για τη δική μας κοινωνία, τη δική σας, άνθρωποι που με διαβάζετε− να περνάμε τη ζωή μας ζώντας με φρέσκο αέρα και με τραγούδι; Προσωπικά, απαντώ ναι, γιατί ένας κόσμος δίχως τζιτζίκια θα ήταν σαν ένας ουρανός χωρίς Μούσες, ένας Απόλλωνας χωρίς λύρα, ένα ρυάκι χωρίς κελάρυσμα, μια Πυθία χωρίς χρησμούς. Τα τζιτζίκια είναι ουσιαστικά για τον κόσμο, αυτή είναι η πεποίθησή μου και το πιστεύω μου.
ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ: Η μιζέρια, η απελπισία, η μοναξιά, χόρευαν. Μέχρι την ώρα που εγώ ο ίδιος, μια νύχτα, σηκώθηκα, με βαρύ το κεφάλι από το κρασί και βάλθηκα να χορεύω. Ήξερα ότι όλοι οι πελάτες με κοίταζαν, περίεργοι, γιατί ποτέ ένας ξένος δεν είχε τολμήσει να χορέψει αυτόν το χορό. Και διαμιάς, χωρίς να ασχοληθώ με κανέναν, ούτε καν με τους φίλους μου που με φασαρία μ' ενθάρρυναν, άρχισα να στριφογυρίζω, να φέρνω τις βόλτες μου μεταξύ ουρανού και γης στον ρυθμό ενός τραγουδιού που δεν το θυμάμαι αλλά που η τραγουδίστριά του επαναλάμβανε ακούραστα: «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, άσε με, δεν θέλω πια να ζήσω». [...] Παράξενο το συναίσθημα που δοκίμασα τότε: ο κόσμος δεν υπήρχε πια γύρω μου, έκλεινα τα μάτια νιώθοντας να βρίσκομαι στην καρδιά ενός στροβίλου ανάλαφρου και ακατανίκητου. Για μια στιγμή είχα αλλάξει ζωή, σώμα και μνήμη. Βραχύτατη μεταμόρφωση. Μα αλησμόνητη.
ΗΝΙΟΧΟΣ: Την πρώτη φορά που Τον είδα −ναι, του Ηνιόχου του αξίζει ένα Ταυ κεφαλαίο− ήταν το 1947, στο Μουσείο των Δελφών. Η Ελλάδα βρισκόταν στην καρδιά του εμφύλιου πολέμου και όλα τα έργα είχαν κλειστεί σε κιβώτια. Μόνο ένα από αυτά, ανοιχτό, άφηνε να φαίνεται ένα χάλκινο κεφάλι με αδειανό βλέμμα: του Ηνίοχου. Δεν μπόρεσα να Τον δω ολόκληρο παρά στο δεύτερο ταξίδι μου, το 1955. Στεκόταν ορθός, παράμερα, μόνος, αφού ποτέ δεν ξαναβρήκαν τα άλογα, το άρμα ούτε τον ιδιοκτήτη του άρματος, που ασφαλώς στεκόταν στο πλάι του. Μόνος και αλησμόνητος. Το βλέμμα του −που ξανάγινε ζωντανό− είναι αυτό που κυρίως κράτησα στη μνήμη μου. Μια ματιά που φαινόταν να στυλώνει μπροστά σ' έναν δρόμο δόξας, μέσα από ένα πρόσωπο ποτισμένο από ήρεμη σιγουριά: ο Ηνίοχος είχε περάσει καλά τη δοκιμασία, αλλά η νίκη του δεν θα σταματούσε εκεί, γιατί είχε γίνει το ζωντανό, θριαμβικό σύμβολο της Ελλάδας και όλων των Ελλήνων.
ΚΟΜΠΟΛΟΪ: Υπάρχουν παιδιά που θυμούνται την πρώτη τους πιπίλα. Εγώ θυμάμαι πολύ καλά το πρώτο μου κομπολόι που μου χάρισε μέσα σε μια σπηλιά του Αγίου Όρους ένας ερημίτης που το είχε φτιάξει ο ίδιος. Και μπορώ να σας βεβαιώσω, γιατί από τότε το χρησιμοποιώ πολύ συχνά, πως το να ψηλαφείς, να ξεκοκκίζεις, να χαϊδολογάς, να ανακατεύεις, να τρίβεις αυτές τις χάντρες ή αυτούς τους σπόρους, να τους κάνεις να γλιστράνε νωχελικά πάνω στο σχοινάκι ή με μαεστρία μέσα στα δάχτυλα είναι, φαινομενικά, μία από τις πιο άχρηστες ασχολίες, ενώ στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά ευχάριστη, ως και σωτήρια.
ΠΑΞΙΜΑΔΙ: Τι είναι, λοιπόν, ένα παξιμάδι; Ψωμί ψημένο, μα ψημένο σπιτικά και όχι βιομηχανικά, από κομμένο σε φέτες ψωμί που δεν έχει πουληθεί και ξαναβάζουν στον ακόμα ζεστό φούρνο, μετά το φούρνισμα της νύχτας. Σχεδόν πάντα έχει το άρωμα του γλυκάνισου, πότε-πότε του κύμινου. Στην Κρήτη, όπου φτιάχνουν ακόμα σε μερικά χωριά κριθαρένιο ψωμί, τα παξιμάδια έχουν μια πολύ ιδιαίτερη γεύση. Στις αρχές, προορίζονταν για μέρες έλλειψης και μπορούσαν να διατηρηθούν για πολύ. Σκληρά και συμπαγή, πρέπει να τα βουτάς σε νερό ή σε κρασί για να φαγωθούν. Το στόμα κρατάει τότε μια λεπτή γεύση από γη, αρωματικό αρτόμελο, αψύ και ντελικάτο κοπρόχωμα. Πιστεύω πως αν υπήρχαν τα παξιμάδια στην αρχαία Κρήτη, θα τα είχαν σίγουρα βάλει μέσα στους τάφους για να τα τρώνε οι πεθαμένοι στη διάρκεια της αιωνιότητας.
ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ: Όταν έλεγα, τότε, στις αρχές ακόμα, σε μερικούς Αθηναίους φίλους πως μου άρεσε το ρεμπέτικο, ως μόνη ανταπόκριση εισέπραττα μειδιάματα συμπάθειας ή συγκατάβασης. Ένας μάλιστα από αυτούς, πολύ γνωστός ζωγράφος, που στη συνέχεια έγινε αληθινός σημαιοφόρος των ρεμπέτικων, μου είχε πει πως «ακόμα και οι αρκούδες δεν θα 'θελαν να χορέψουν μ' αυτήν τη μουσική». Εγώ όμως ήξερα, έχοντας περάσει αλησμόνητες ώρες, ως και ολόκληρες νύχτες μέσα στα κουτούκια του Πειραιά, του Μοσχάτου, της Νέας Σμύρνης, ότι κάτι νέο, ένας νέος κόσμος γεννιόταν. Όπως το γράφω στο «La Grèce de l' ombre»: «Είχα τότε την αίσθηση πως για μερικές ώρες τρύπωνα λαθραία σε μια γη, ένα βασίλειο, μια χώρα που έπρεπε ν' αναζητώ σε χαμένες φτωχογειτονιές, γνωστές μόνο στους μυημένους. Με μια λέξη, μια Ελλάδα που δεν είχε πια καμιά σχέση με εκείνη όπου ζούσαν οι αστοί, οι τουρίστες και οι ελληνιστές! Μια Ελλάδα που ήδη από τότε, επειδή τα τυπικά της, οι γιορτές και τα πανηγύρια της δεν γίνονταν παρά νύχτα, είχα βαφτίσει «Ελλάδα του Σκοταδιού».
Ερωτικό λεξικό της Ελλάδος - Ζακ Λακαριέρ, Μετάφραση: Χάρης Παπαδόπουλος, Ιωάννα Χατζηνικολή (εκδ. Χατζηνικολή, 2001).Ο Ζακ Λακαριέρ γεννήθηκε στη Λιμόζ της Γαλλίας (2 Δεκεμβρίου 1925 - 17 Σεπτεμβρίου 2005). Υπήρξε ένας από τους πιο προσεκτικούς παρατηρητές της Ελλάδας και, υπό αυτή του την ιδιότητα, ένας ελληνιστής παγκοσμίου φήμης. Μετάφρασε στα γαλλικά τους Έλληνες κλασικούς, αλλά και νεοέλληνες συγγραφείς και ποιητές.
Σπούδασε ηθική φιλοσοφία, κλασσική λογοτεχνία, ινδική φιλοσοφία, νομικά και φιλολογία στο Παρίσι. Το 1947, φοιτητής ακόμα της κλασικής φιλολογίας επισκέπτεται την Ελλάδα, όταν έρχεται να παίξει τους «Πέρσες» του Αισχύλου στο θέατρο της Επιδαύρου. Βαθιά επηρεασμένος από την εμπειρία καθώς και από την ελληνική φιλοξενία, ο Ζακ Λακαρριέρ, αποκαλεί την Ελλάδα «αποκάλυψη» της ζωής του. Το 1950 ξεκινά με τα πόδια από τη Γαλλία με προορισμό την Ινδία, αλλά τελικά προτιμά την Ελλάδα όπου έζησε πολλά χρόνια, κυρίως στην Κρήτη, Ύδρα και στην Πάτμο.
Εξέδωσε μυθιστορήματα, ποιήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, βιβλία τέχνης, κ.ά..«Το ελληνικό καλοκαίρι» (1976) είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν για την Ελλάδα στο εξωτερικό Πέθανε απροσδόκητα στο Παρίσι, λόγω επιπλοκών μιας απλής χειρουργικής επέμβασης στο γόνατο, στις 17 Σεπτεμβρίου 2005, σε ηλικία 79 ετών. Η σορός του, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία, αποτεφρώθηκε και η στάχτη σκορπίστηκε στη θάλασσα του Αιγαίου, στα ανοιχτά των Σπετσών, στις 3 Νοεμβρίου του 2005.
Διαβάστε επίσης:
Φαί, νερό, βότανα, αέρας, γη και χωράφι, ζώα…
Η αυτάρκεια των παλιών Κυκλάδων
Γραμματικάκης: Ο λυγμός του καλοκαιριού
εμφάνιση σχολίων