O Γ. Πανόπουλος συνομιλεί με τη Ζυράννα Ζατέλη
(Σκηνικές οδηγίες)ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
31 Μαρτίου 2021
Ακούγεται βροχή. Επίμονη βροχή με κεραυνούς –φωτεινή σα βροχή από περσίδες. Είναι καλοκαίρι. Ένας πράσινος σκαραβαίος στο τζάμι του παράθυρου. Έξω ο κόσμος ασπρόμαυρος, τα σύννεφα ασπρόμαυρα σαν της Λένι Ρίφενσταλ όταν φωτογράφιζε τους κολυμβητές στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου με φόντο τον ουρανό. Στο διαμέρισμα της Ζυράννας Ζατέλη όλα έγχρωμα. Το γραφείο της ένας έγχρωμος κήπος από δεκάδες μικρά αντικείμενα –σελίδες με σημειώσεις, ανοιχτά βιβλία, φλιτζάνια με τσάι, πρες παπιέ, γυάλινοι βόλοι, χαρτάκια για στριφτά τσιγάρα, τετράδια, πολύχρωμα ρεσό, μολύβια, πορτατίφ, μια κίτρινη γάτα, η Σέρκα, κάθεται ακίνητη στην άκρη του γραφείου σαν αιγυπτιακή θεότητα. Στην πλάτη του γραφείου μια γεμάτη βιβλιοθήκη και μια ή δύο παλιές φωτογραφίες της. Ο πολυέλαιος από πάνω ένα ποτάμι χρώματος με κρύσταλλα που όταν ο αέρας γίνεται δυνατός κουδουνίζουν. Η Ζυράννα Ζ στο μέσον του γραφείου μια μοβ σιλουέτα. Στο δάκτυλο ένας βιολετί λίθος. Σκουλαρίκια βιολετί. Ένα βραχιόλι με βιολετί πέτρες. Μπορεί να φοράει ή να μη φοράει κολιέ… Αν φοράει είναι κι αυτό μωβ… Στο χρώμα των ματιών της Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Η Ζυράννα φοράει τα μάτια της Τέιλορ σαν παγώνι. Καπνίζει με απόλαυση –τα τσιγάρα είναι θεσπέσια. Τσάι να αχνίζει. Αριστερά της ο δημοσιογράφος. Η πόλη κλεισμένη έξω. Ούτε ήχος αυτοκινήτων, ούτε φωνές από τη σκάλα, ούτε ρεαλισμός από τις χαραμάδες. Ο προβολέας επικεντρώνεται στο πρόσωπό της για να εξαφανιστεί όλο το σκηνικό. Ο δημοσιογράφος θα ακούγεται μόνο.
(Δημοσιογράφος: Στο θάνατο λένε ότι βλέπεις τη ζωή ολόκληρη μέσα σε μια αστραπή. Τι θα ξανάβλέπατε άραγε;)
Πολλά από την παιδική μου ηλικία. Υπήρχε ο δρόμος για το σχολείο. Υπήρχε ένα ύψωμα περίεργο, ένα ανάχωμα τεράστιο, ένας λόφος. Αφήναμε το δρόμο, το ανεβαίναμε και πέφταμε, με χώματα, πέτρες και κατρακυλούσαμε. Δεν ήμουν ιδιαίτερα γενναίο κορίτσι ούτε όμως και δειλό. Μου άρεσε να φοβάμαι. Αυτό το έχω ακόμα. Το έκαναν συνήθως τα αγόρια και τα κορίτσια κοιτούσαν την αποκοτιά τους. Το έκανα κι εγώ με τεράστιο φυλλοκάρδι. Ποτέ δεν έπεσα… Γλιστρούσαμε σε ένα κατηφορικό δρόμο κι αντί να παλεύουμε να κρατηθούμε στα χιόνια καθόμαστε φορώντας τις μάλλινες κομπινεζόν και γλιστρούσαμε με τις τσάντες δίπλα σαν τσουλήθρα… Τα σκουλαρίκια που έχασα στην Ακρόπολη όταν γνώρισα τον Ζ. Το ένα… Μια γέφυρα του Παρισιού που συνδέεται με κάτι ερωτικό… Η μάνα μου που είχε καεί μια φορά. Καθάριζε κόκκινες καυτερές πιπεριές κι έτριψε τα μάτια της. Κοίταζα κι έβγαιναν φλόγες από τα μάτια της -καίγομαι καίγομαι… Ο κεραυνοβολημένος που ήταν το διαβατήριο μου για την απίστευτη πραγματικότητα. Έχει πιάσει μια καταιγίδα ακούμε ένα φορτηγό να κατεβαίνει. Ο κεραυνός έχει χίλιους τρόπους να σε αγγίζει, να σε σκοτώνει, να σε αφήνει. Τον κεραυνόπληκτο τον χτύπησε τον μισό κι ο άλλος μισός ήταν άθικτος. Δικαίως οι αρχαίοι απέδωσαν τον κεραυνό στον Δία –είναι το πιο εκκεντρικό στοιχείο της φύσης. Ακούστηκαν κάτι ουρλιαχτά και από το παράθυρο του οδηγού κρεμασμένο ένα χέρι σε παρτάλια, σάρκες, το πουκάμισο κρέμονταν, ένα κεφάλι μαύρο-κόκκινο, οι κραυγές του και μόλις πέρασε από μπροστά μου η σιωπή. Αυτή η κραυγή ακόμα σκίζει τον ουρανό… Ύστερα θυμάμαι μια κοπέλα που προσπάθησε να αυτοκτονήσει κι έπαθα πανικό. Η θεία Ρόιδα μου έδωσε να γλύψω μέλι πάνω στην κόψη ενός τσεκουριού γιατί κόβει τον πανικό. Σε ησυχάζει. Το αναφέρω στο πρώτο μου διήγημα με τον Μάρκο. Για την ακρίβεια ήταν ζάχαρη κι εγώ το έκανα μέλι… Μετά ένας εφιάλτης γνώριμος, κάποιος που έρχεται στο κρεβάτι μου, ο άνεμος που είναι ο θάνατος. Έπαψα να τον βλέπω αλλά τον έβλεπα επί χρόνια… Μέρη που πήγα και δεν πήγα, όπως στη Συρία. Πιστεύω ότι έχω πάει στην Συρία…
(Δημοσιογράφος: «Όταν δεν υπήρχαν πια οι θεοί και ο Χριστός δεν υπήρχε ακόμη, υπήρξε ανάμεσα στον Κικέρωνα και στον Μάρκο Αυρήλιο μια μοναδική στιγμή στην οποία υπήρχε μόνον ο άνθρωπος» λέει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ στις σημειώσεις για τον Αδριανό διαβάζοντας και σχολιάζοντας την Αλληλογραφία του Φλομπέρ… Συνεχίζει: Ζυράννα, η γραφή είναι απόλαυση;)
Στους Λύκους είχα γράψει ότι το διάβασμα είναι η μόνη ηδονή που μένει ατιμώρητη. Ένα καλό βιβλίο το ξεκινάς αφού το έχεις τελειώσει. Είσαι μέσα σου σε τέτοια ενεργητικότητά που με καινούργιο μάτι αρχίζεις να βλέπεις τον εαυτό σου, την ύπαρξη σου, τη ζωή σου. Έστω κι αν μπορούν να δημιουργηθούν και ερωτήματα που πονάνε. Ο Ντοστογιέφσκι είναι ο άνθρωπος της ψυχής μου. Ο Αδριανός της Γιουρσενάρ –«βλέπω το προφίλ του θανάτου μου», το θυμάμαι πάντα, αυτό είναι, είπα. Όταν διάβαζα σε καιρούς ταραγμένους συναισθηματικά το Κάτω Από το Ηφαίστειο του Μαλκολμ Λόουρι επίσης, για κάποια ερωτικά, μου πήγε πολύ. Όλος ο δέκατος ένατος αιώνας– οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Ρώσοι... Να σας πω ένα όνομα; Ντοστογιέφσκι. Κι είμαι ανάμεσα στα τρία του –Έγκλημα Και Τιμωρία, Ηλίθιος και Δαιμονισμένοι. Ρασκόλνικοφ ή Μίνσκιν; Αχανής ψυχισμός. Αν είναι η γραφή απόλαυση; Ξέρω τι είναι όταν δεν με ρωτάς. Πρέπει να βρω τα γιατί… Σα να ρωτάς τη συκιά γιατί δίνει σύκα… Περισσότερο νόημα θα είχε ίσως μια ερώτηση, γιατί δεν αγαπάς τον Ντοστογιέφσκι. Εκεί θα όφειλα να απολογηθώ. Και πάλι όμως…
(Δημοσιογράφος: Ο κινηματογράφος… Στρίβει ένα τσιγάρο. Το ανάβει. Σηκώνεται να κλείσει την κουρτίνα. Με οικονομία κινήσεων. Μια ζεν χορογραφία. Με εσωτερικό μετρονόμο. Ακούγεται ένα φρενάρισμα από έξω. Πηγαίνετε σινεμά;)
Έχω όλα τα προγράμματα από την δεκαετία του 70. Έχω ένα μοναδικό κινηματογραφικό αρχείο. Πότε τα είδα, με ποιους και δυο λόγια για την αίσθηση που μου έκαναν. Τελευταία η ταινία που μου έχει μείνει είναι το Διάφανο Δέρμα.
(Ο Δημοσιογράφος την διακόπτει λέγοντας μια ατάκα από την ταινία: «Γιατί δεν παίζεις με τους φίλους σου;», ρωτάει ο Μόρτενσεν το μικρό του αδελφό για να πάρει την απάντηση: «Είναι όλοι νεκροί»! Καταλαβαίνω γιατί σας αρέσει. Η Ζυράννα παίρνει το τσιγάρο από το σταχτοδοχείο, κοιτάει στα μάτια τον δημοσιογράφο σα να λέει καταλαβαίνω ότι καταλαβαίνετε και συνεχίζει.)
Το In the Mood for Love, μου αρέσει ο Γουόνγκ Καρ Βάι και το 2046 -το Ιn the mood for love το είδα πέντε φορές, δεν το χόρταινα… Τι να πω; Φανή και Αλέξανδρος, η Έβδομη Σφραγίδα, Ο Πολίτης Κέιν, Φελίνι πάρα πολύ, ο Παζολίνι… Είναι αδελφές ψυχές και από αυτούς έχω επηρεαστεί και από τη ζωγραφική. Από τους Φλαμανδούς. Από τον βαν Γκογκ. Πάω σε μουσεία, βλέπω πίνακες και φτιάχνω ιστορίες. Μου αρέσουν οι Φλαμανδοί γιατί δίνουν σημασία στο background. Το κύριο θέμα είναι που περνάει ο Χριστός με τις δάδες και βλέπεις πίσω από ένα δέντρο ένα παιδάκι που κλέβει ένα πουγκί. Οι λεπτομέρειες με γοητεύουν. Όσοι δεν με ξέρουν υποθέτουν ότι είμαι ζωγράφος. Τα χρώματα… Θυμάμαι στο Παρίσι όταν όλοι οι ιμπρεσιονιστές ήταν σε ένα ξεχωριστό μουσείο και κοίταζα το Βαν Γκογκ και μπήκε ένα σχολείο με μικρά παιδιά… Εγώ καθόμουνα σε ένα πάγκο στη μέση κι έβλεπα τα στάχια… Μπαίνουν τα παιδάκια με τις δύο δασκάλες τους και σιγά σιγά αντιλαμβάνομαι, ακούω και τα μουρμουρητά, ότι τα παιδάκια αντί να βλέπουν το πίνακα έχουν στραφεί και κοιτάνε εμένα που φοράω κάτι κίτρινα, κάτι φούξια, κάτι πράσινα.. Σα να βγήκατε από τον πίνακα μου είπαν… Ξέρω ότι κάποιοι στιγμή οι Λύκοι θα γίνουν ταινία, όχι τώρα σίγουρα.
(Δημοσιογράφος: Είναι ο Συγγραφέας τελικά ένας αιμάσσων Άγιος Σεβαστιανός, ή ο καταραμένος καλλιτέχνης είναι ένας διαχρονικός μύθος;)
Θα σας παραπέμψω σε μια ρήση του Τόμας Μαν που στην αρχή λες «μα διάολε..», αλλά νομίζω ότι ξέρει τι είπε: «Η συγγραφή για τον συγγραφέα είναι μια δύσκολη υπόθεση». Υπάρχει το χάρισμα, υπάρχει το δώρο αλλά ουαί κι αλλοίμονο αν είναι πέσε πίττα να σε φάω. Είμαι ευτυχισμένη που γράφω. Σας διαβεβαιώ όμως ότι οι ώρες και οι μέρες αγωνίας που έχω περάσει δεν περιγράφονται. Έλα όμως που η χαρά είναι τεράστια. Μπαίνεις κάπου που δεν ξέρεις πότε κα πως θα βγεις. Θέλει τεράστια δύναμη για να μην προδώσεις τον εαυτό σου στα μισά… ( Στη γάτα: Σέρκα εμένα ρωτούν…). Είναι μέρες που δουλεύω και μετά νεκρώνομαι. Πρέπει να περάσω ένα προσωρινό θάνατο. Αυτές οι εναλλαγές συμβαίνουν συνέχεια… (Σέρκα, με αποσπάς…)
(Δημοσιογράφος: Ο Μάξ Μπροντ διηγείται ότι ο φίλος του Φρανς Κάφκα τού ζήτησε να κάψει μετά το θάνατό του ότι χειρόγραφά βρει.)
Το αναφέρει σε κάποιον πιστεύοντας κατά βάθος ότι δεν θα το πράξει. Τέτοιες τελευταίες επιθυμίες είναι καλό να μην ικανοποιούνται. Δεν είναι και πραγματικές επιθυμίες. Εδώ έχω παντού τετράδια (δείχνει στη βιβλιοθήκη ράφια γεμάτα με στοιβαγμένα τετράδια) και αλλού και σε σεντούκια, σε συρτάρια… Παντού τετράδια από τη δεκαετία του 70. Δεν θα θελα να βρεθούν όλα, αν ξαφνικά πάθω κάτι. Από την άλλη λέω «ότι γίνει». Τραβάω καμιά φορά στην τύχη όπως τραβάς στην τράπουλα ένα χαρτί για να δεις τι θα σου βγει κι άλλοτε εκστασιάζομαι, άλλοτε τρομάζω, άλλοτε γελάω, άλλοτε οικτίρω.
(Δημοσιογράφος: Ο Χένρυ Τζέιμς έλεγε για το Στρίψιμο της Βίδας ότι ήταν απλώς μια αρπαχτή . Ίσως εννοούσε ότι μια εξήγηση θα υποβίβαζε την ιστορία του…)
Ο Παύλος Μάτεσης είπε για μένα: «Μπροστά στη Ζυράννα πρέπει να βάλλουμε μια ταμπέλα: «Παρακαλώ μην Αγγίζετε». Όποτε μου ζήτησαν να γράψω μια περίληψη για το οπισθόφυλλο τους έλεγα καλύτερα να γράψω ένα καινούργιο βιβλίο σε επτά χρόνια παρά να κάνω μια περίληψη. Καμιά φορά εκπλήσσομαι όταν συνειδητοποιώ, μέσα από σχόλια άλλων, πράγματα που τα ήξερα χωρίς να τα ξέρω. Που δεν ήταν διατυπωμένα μέσα μου. Στα πενήντα μου κατάλαβα μόνη μου γιατί στις ιστορίες μου υπάρχουν τόσα σημαδεμένα πλάσματα, που τα λένε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο. Πλάσματα με μια περίεργη γνώση. Όλα αυτά τα πλάσματα που τους δίνω μια προνομιακή θέση. Γιατί το κοριτσάκι που γεννήθηκα μαζί του το «σημαδεμένο» που έπαιζε με άναρθρες κραυγές και πασαλειβόταν με τα χώματα, μου έλεγε η μάννα μου ότι είναι η δίδυμη αδελφή μου. Κατά αυτό τον τρόπο οι επιμελείς αναγνώστες ανακαλύπτουν πράγματα που δεν είχα σκεφτεί συνειδητά. Για αυτό δεν εντρύφησα ποτέ στη ψυχολογία γιατί αν ήξερα θα ήταν τροχοπέδη.
(Δημοσιογράφος: Μπορούμε να εξηγούμε τη ζωή μας;)
Μην περιμένετε να εξηγήσω τα πάντα. Όποτε ανοίγεις μια πόρτα ανοίγουν άλλες δέκα. Δεν γνώρισα την ευμάρεια αλλά δεν ένιωσα και ποτέ ότι είμαι στο περιθώριο. Πρέπει να υπάρχει κάποια στέρηση. Σαν τα παιδιά σήμερα που έχουν όλα τα παιχνίδια αλλά τελικά είναι σα να μην έχουν τίποτα. Η απόλυτη ένδεια. Χρειάζεται να επινοήσεις ότι σου λείπει. Η στέρηση και ένας πόνος, μια εστία πόνου μέσα από την οποία να κινητοποιείσαι. Ίσως να αισθάνθηκα ότι δεν αγαπήθηκα αρκετά. Αλλά καλώς έγινε. Δώστα μου όλα για να με χάσεις.
(Συνοδεύει το δημοσιογράφο προς την πόρτα. Ο προβολέας την ακολουθεί. Ψιθυρίζει κάτι σαν μάντρα. Ο δημοσιογράφος μπορεί και να μην υπήρξε ποτέ. Δεν έχει σημασία. Η Ζυράννα Ζατέλη μίλησε. Κι αυτό σημαίνει. )
Είμαι σαν τα πετεινά του ουρανού που ξέρω ότι αποκλείεται να χαθώ. Είμαι επιζήσας. Survivor… Δεν θα με αφήσει να πεθάνω στην ψάθα. Μη με ρωτάτε ποιος… Δεν ξέρω…
(Κλείνει η κουρτίνα σε χρώμα σμαραγδί, πράσινο του βυθού. Απόλυτη σιωπή).
*(Οι τρείς συναντήσεις μου με τη Ζυράννα Ζατέλη έγιναν στο διαμέρισμά της τον Απρίλιο και Μάιο του 2010. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τεύχος -αφιέρωμα στην Ζ.Ζ. της Οδού Πανός τον Οκτώβριο του 2010. Τα παρά πάνω αποσπάσματα δεν δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό).
εμφάνιση σχολίων