Σε μια εποχή που στη Βρετανία δεν υπήρχε περίπτωση να μην πετύχεις τον ήχο τους -και όσων τους μιμήθηκαν- σε ότι και να κάνεις, οι Massive αποφάσισαν να σπάσουν το καλούπι και να ενσωματώσουν punk αναφορές, κίνηση που τους στοίχισε ένα ιδρυτικό μέλος, αφήνοντας τους ουσιαστικά ως ντουέτο. Η συνεχής κόντρα που υπήρχε στη δημιουργία του album είναι αισθητή σε κάθε νότα. Και αν και στην αρχή κάπως με ξένισε, όπως τους περισσότερους, το αποτέλεσμα ήταν ένα προφητικό αριστούργημα που με βύθισε σιγά σιγά στο σκοτεινό του λαβύρινθο.
Μιλούσε για αποξένωση, εσωστρέφεια, έλεγχο από τις πολυεθνικές και στενή παρακολούθηση από τους υπολογιστές. Το ίντερνετ τότε ήταν στα βρεφικά του βήματα, οι συνδέσεις ήταν αργές και είχαμε πρόσβαση σε αυτό μόνο στα Macintosh του πανεπιστημίου. Δεν υπήρχαν καν τα internet cafe, πόσο μάλλον το διαδίκτυο παντού και πάντα μαζί μας, στην τσέπη μας. Την μουσική την ακούγαμε σε Discman, αδιανόητο να χωρέσουν σε οποιαδήποτε τσέπη. Τα θέματα αυτά φάνταζαν να έρχονται από κάποιο άλλο, μακρινό πλανήτη. Εξωγήινα. Δεν ήταν δημοφιλή όπως σήμερα, δεν απασχολούσαν κανέναν. Με εξαίρεση τους σκοτεινούς προφήτες από το Bristol.
Το Mezzanine ήταν σαν μια προειδοποίηση του τι να αποφύγουμε, που όμως εμείς αντ’ αυτού ακολουθήσαμε κατά γράμμα. Σαν manual.
Με αυτές τις εικόνες και μια γλυκιά νοσταλγία, έφτασα ανάμεσα σε χιλιάδες στο O2, γεμάτος λαχτάρα για το τι θα παρακολουθήσω. Το σόου αρχίζει με έναν ηλεκτρονικό ήχο μιας νότας και μια έκρηξη φωτός σχεδιασμένη να σου προκαλέσει επιληπτική κρίση. Σε προϊδεάζει πως κάτι μεγάλο πρόκειται να επακολουθήσει. Και όντως, όχι όμως με τον τρόπο που περιμένεις.
Η αρένα πλημμυρίζει με τις νότες του I Found a Reason των Velvet Underground, στίχο που οι Massive χρησιμοποίησαν στο πρώτο single του Mezzanine, Risingson. Μπροστά σου εναλλάσσονται σκηνές από CGI visuals, τον Tony Blair, το γάμο του Prince Andrew αλλά και κούκλες Barbie. Tα samples που χρησιμοποίησαν στο Mezzanine επιτέλους απελευθερώνονται από τη δυνατή, παραμορφωτική λαβή του και 21 χρόνια μετά γίνονται και πάλι αναγνωρίσιμα. Είναι μια συνταγή που ακολουθούν ολόκληρη τη βραδιά, οι αναφορές τους ανάμεσα στα δικά τους κομμάτια στα οποία τις χρησιμοποίησαν. Λειτουργεί άψογα. Μπορεί να παίζουν ολόκληρο το Mezzanine, αλλά με αυτό το τέχνασμα είναι λες και έχουν δημιουργήσει ένα νέο album. Καμία σχέση με τις τυπικές επετειακές συναυλίες που ξέρεις ακριβώς τι πληρώνεις και τι θα ακούσεις.
«Οι μηχανές άρχισαν να μαζεύουν τις αναμνήσεις μας και να παρατηρούν μοτίβα στη συμπεριφορά μας»
Καθώς η διασκευή τελειώνει εμφανίζεται στην οθόνη η Briney Spears την περίοδο του 2007. Μεθυσμένη, ναρκωμένη, εμφανώς αποπροσανατολισμένη, να προσπαθεί να αποφύγει τους paparazzi που την έχουν περικυκλώσει. Της έχει πέσει κάτι. «Μπορεί κάποιος να βρει την memory card της;» ρωτάει ένας από αυτούς. Τα πάντα σκοτεινιάζουν και στην οθόνη εμφανίζεται η φράση: «Μια φορά και έναν καιρό τα data θα σε απελευθέρωναν» καθώς ένα ουρλιαχτό σαν λύκου στις πρώτες νότες του Risingson σκίζει τη σιωπή.
Είναι η στιγμή που συνειδητοποιείς πως δεν θα έχει τόσο σημασία το τι θα ακούσεις, όσο πως θα μεταφερθείς στη νιότη σου και θα ζήσεις σε δυο ώρες όλη την πορεία των τελευταίων 20 ετών. Πως όλο το δρώμενο είναι σχεδιασμένο να δείξει πως άλλαξε η ζωή μας από τη στιγμή που κυκλοφόρησε το album έως την επετειακή του αναβίωση σήμερα. Δεν θα είναι μια εύκολη διαδρομή. Το Mezzanine ήταν σαν μια προειδοποίηση του τι να αποφύγουμε, που όμως εμείς αντ’ αυτού ακολουθήσαμε κατά γράμμα. Σαν manual. Από την απαρχή του internet και τα γεμάτα τυμπανοκρουσίες άρθρα πως όλα αυτά τα δεδομένα και η πληροφορία θα μας απελευθέρωναν, στο σήμερα όπου δίνουμε όλα μας τα δεδομένα απλόχερα προκειμένου να δούμε βίντεο με γάτες (στην καλύτερη) ή να κάνουμε το τεστ “δες ποιο τυρί είσαι” (στη χειρότερη). Πατάμε ξένοιαστα το επόμενο like, παραδομένοι στη ροζ μας τσιχλόφουσκα ενώ αυτά ορίζουν τις κυβερνήσεις μας και κατ’ επέκταση τις ίδιες μας τις ζωές. Tη φούσκα αυτή, την οποία οι τύποι στη σκηνή προμήνυαν 20 χρόνια πριν, απόψε έχουν έρθει αποφασισμένοι να τη σπάσουν.
«Έξω από το θόλο ευτυχίας σου, οι πόλεμοι συνεχίζονται»
Με visuals από τον Adam Curtis και τους δυο guest τραγουδιστές του Mezzanine επί σκηνής, την Elizabeth Frazer των Cocteau Twins και τον Horace Andy, νότες, στίχοι, διασκευές και μηνύματα εναλλάσσονται με σκοπό να σε βγάλουν από το comfort zone στο οποίο έχεις παραδοθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Οι Δίδυμοι Πύργοι, ο Trump, o Michael Jackson, η JonBenét Ramsey και άλλοι πολλοί, δίνουν το παρόν την ώρα που «καθώς προχωρούσε η δεκαετία οι μηχανές άρχισαν να μαζεύουν τις αναμνήσεις μας και να παρατηρούν μοτίβα στη συμπεριφορά μας», ή “έξω από το θόλο ευτυχίας σου, οι πόλεμοι συνεχίζονται”.
Πέρα όμως από τους πολιτικούς, τις προεκλογικές καμπάνιες, τους πολέμους, την παρακολούθηση των μηχανών, το κυνήγι της διασημότητας και των επιπτώσεων της, τον έλεγχο από τις φαρμακοβιομηχανίες που εκμεταλλεύονται την ανάγκη μας να ζήσουμε όλο και περισσότερο και ό,τι άλλο έχει απασχολήσει την κοινωνία μας τις τελευταίες δυο δεκαετίες, ο πυρήνας που τα ενώνει όλα, ακόμα και την ύπαρξη αυτής της επετειακής συναυλίας δεν είναι άλλος από τη νοσταλγία. Και φυσικά δεν το αφήνουν να περάσει ασχολίαστο.
«Ήρθε ο καιρός να αφήσεις πίσω τα φαντάσματα. Και να ξεκινήσεις να χτίζεις το μέλλον». Τα φώτα ανάβουν. Η συμφιλίωση σου με το παρελθόν μόλις ολοκληρώθηκε
«Παντού γύρω σου είναι υπάρχουν δισδιάστατες εικόνες από ανθρώπους που πέθαναν πριν από αρκετό καιρό» γράφει η οθόνη καθώς σε αυτή εμφανίζεται η Pauline Boty, η ιδρυτής του British Pop Art κινήματος που απεβίωσε το 1966. «Σου λένε ‘μην ασχολείσαι με το μέλλον, μείνε μαζί εδώ μας, για πάντα’» και η Liz αρχίζει να τραγουδάει το Black Milk -ναι, στο απόκοσμο, κλειστοφοβικό σύμπαν του Mezzanine, ακόμα και το γάλα είναι μαύρο. Και δεν σταματούν εκεί.
Στο κλείσιμο της παράστασης και ενώ έχουμε περάσει από σκάνδαλα, θεωρίες συνωμοσίας, μορφές ελέγχου, το σύστημα που «σε ακούει, σε καταλαβαίνει και σου δίνει αυτό που γνωρίζει πως θες», θύματα πολέμων, θρήνους, εκτελέσεις, ντόπες, πρέζες και ό,τι άλλο, καταλήγουμε ξανά εκεί. Στα φαντάσματα από το παρελθόν «που ζουν, χορεύουν και τραγουδούν ανάμεσα μας» (καθώς στην οθόνη βλέπουμε τον Κurt Cobain να υπογράφει αυτόγραφα).
Η εκτέλεση του Group Four είναι το τελευταίο κομμάτι όμως αρχίζει με μια ανέλπιστη αχτίδα φωτός, χρησιμοποιώντας ως εισαγωγή το Levels του -επίσης- μακαρίτη Avicii. Κατά τη διάρκεια του τραγουδιού οι τελευταίες δυο ώρες περνάνε ξανά από μπροστά μας. Σκόρπιες εικόνες σε λούπα. Μετά την τελευταία νότα και και ενώ το στάδιο βυθίζεται στο απόλυτο σκοτάδι στην οθόνη εμφανίζονται τρία διαδοχικά μηνύματα. «Έχουμε μπλεχτεί σε μια αέναη λούπα». «Ήρθε ο καιρός να αφήσεις πίσω τα φαντάσματα. Και να ξεκινήσεις να χτίζεις το μέλλον». Τα φώτα ανάβουν. Η συμφιλίωση σου με το παρελθόν μόλις ολοκληρώθηκε. Οι Massive Attack σου επιτρέπουν να αναπνεύσεις και πάλι.
Διαβάστε επίσης:
Άφησε τα ρούχα σου στα αποδυτήρια
Ageism, αυτή η μάστιγα