Μια ερωτική επιστολή χωρισμού στην Ευρώπη (κλαίμε και γελάμε μαζί)
ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
19 Σεπτεμβρίου 2011
ΥΣΤΕΡΑ ΜΕΓΑΛΩΣΑΜΕ ΚΑΙ ΠΗΓΑΜΕ ΣΤΗ ΔΥΣΗ, σε αυτό που εμείς τότε αποκαλούσαμε Ευρώπη. Η οργανωμένη Ευρώπη, με τους καθαρούς δρόμους, τα ωραία οικοδομικά τετράγωνα, τα πολλά μαγαζιά, τους διάσημους και πλούσιους κατοίκους.
ΠΗΓΑΜΕ ΣΕ ΠΟΛΛΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΝΩΣΤΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ του κόσμου, που κρατούν ακόμα τα σκήπτρα της μεγαλοπρέπειας, με την υπεραιωνόβια αρχιτεκτονική τους, τα μουσεία τους, τις έδρες μεγάλων επιχειρήσεων, την πρωτοπορία τους σε θέματα κοινωνικών, καλλιτεχνικών, αισθητικών ιδεών. Καθίσαμε στις πλατείες τους, θαυμάσαμε την ηρεμία τους, εντυπωσιαστήκαμε από το μέγεθός τους και ψωνίσαμε σαν βλαχοτουρίστες από τα μαγαζιά τους.
ΜΕ ΤΗ ΓΛΥΚΙΑ ΑΙΣΘΗΣΗ που αφήνει μια τουριστική εμπειρία θελήσαμε να επεκτείνουμε την εμπειρία μας στην Ευρώπη, επενδύοντας σε προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών και σε πολυετείς σπουδές. Βιώσαμε έναν άλλο πανεπιστημιακό χώρο. Οργάνωση, όχι των πολιτικών παρατάξεων αλλά του ακαδημαϊκού προσωπικού. Φοιτήσαμε σε πανεπιστημιακούς χώρους που η παράδοση γινόταν από τους ίδιους τους πρωτοκλασάτους καθηγητές, σε καθαρά έδρανα, σε πανεπιστημιακά κτήρια με τηρούμενους κανόνες υγιεινής. Γνωρίζαμε από την έναρξη του εξαμήνου πότε θα είχαμε εξετάσεις. Πληρώναμε ακριβά βέβαια τα συγγράμματα αλλά έτσι δεν τα καταστρέφαμε αλλά σκεφτόμασταν πώς στο τέλος της χρονιάς θα τα πουλούσαμε σε επόμενη φουρνιά.
ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ Έλληνας-ίδα λόγω της απόστασης από την γενέτειρά μας και επειδή διαφέρουμε πολιτισμικά από τους άλλους, όπως και αυτοί διαφέρουν από εμάς. Συναντήσαμε φιλέλληνες και ανθέλληνες, και αντιληφθήκαμε ότι δεν είμαστε παρά ένας λαός. Με τους φιλέλληνες ίσως να κομπιάσαμε εσωτερικά γιατί παρουσίαζαν στις αναφορές τους μια (αρχαία) Ελλάδα μεγαλειώδη και πρωτοπόρα στην σκέψη και λειτουργία της ως κράτος, με τους ανθέλληνες μαζευτήκαμε αλλά αποφύγαμε την αυτοκριτική μας γιατί στην ξενιτιά δεν θέλαμε να είμαστε αυστηροί, απλά να επιβιώσουμε ευχάριστα.
ΟΙ ΠΙΟ ΠΟΛΛΟΙ ΓΥΡΙΣΑΜΕ ΠΙΣΩ. Ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, νομίζω όμως ότι απλά δεν ήμασταν τόσο χρήσιμοι ή αρεστοί για να παραμείνουμε εκεί. Δεν είχαμε ακραία συναισθηματική εξάρτηση από την Ελλάδα, απλά δεν ήμασταν το ίδιο ανταγωνιστικοί και ευπροσάρμοστοι όσο οι άλλοι ευρωπαίοι που μετοικούσαν σε μία άλλη ευρωπαϊκή πόλη και όχι σε μία άλλη πραγματικότητα όπως εμείς.
ΣΤΑ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΧΡΟΝΙΑ της δεκαετίας του 90 και στις αρχές αυτού του αιώνα, καταγράψαμε αλλαγές, τόσο σε αυτούς όσο και σε εμάς. Σιγά–σιγά δεν ήμασταν τόσο διαφορετικοί από αυτούς. Δεν ήμασταν τόσο πια Έλληνες αλλά κυρίως ευρωπαίοι καταναλωτές. Οι υπεραγορές μας είχαν πια τα ίδια προϊόντα, οι τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων είχαν πέσει και από μια μέρα και μετά δεν χρειαζόταν πια να αλλάζουμε χρήματα για να ταξιδέψουμε στην Ευρώπη. Εξακολουθούσαμε βλέπετε να λέμε Ευρώπη και να εννοούμε μέσα μας όλη την Δυτική Ευρώπη των παλιών ευρωπαϊκών κρατών με το υψηλό εισόδημα και την αυστηρή οργάνωση. Εξωτερικά μπορεί να τους μοιάζαμε πιο πολύ αλλά εσωτερικά βρισκόμασταν ήδη σε σύγχυση.
ΘΕΛΑΜΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΜΟΙΑΣΟΥΜΕ αλλά χωρίς να χρειαστεί να αλλάξουμε τίποτα δικό μας, όσο οξύμωρο και να ήταν αυτό. Αποζητούσαμε την πρόταση που δεν απαιτεί τίμημα, έτσι χαριστικά τιμής ένεκεν της Ακρόπολης και του Περικλή. Προσποιηθήκαμε ευρωπαϊκούς οργασμούς, αλλά ήταν απλά μια μίμηση της ποθητής έκστασης που επέρχεται λόγω ένωσης. Γιατί αυτή η ένωση δεν ανέβασε τους παλμούς της καρδιάς μας, δεν έκανε την ραχοκοκαλιά μας να τινάζεται, δεν άφησε τον ιδρώτα της απόλαυσης να ξεπλύνει το σώμα αυτής της χώρας, ανακουφίζοντάς το από πόνους και αναστολές.
ΠΑΡΑΜΕΙΝΑΜΕ ΕΜΕΙΣ, ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΚΑΛΑ ΝΤΥΜΕΝΟΙ ΑΛΛΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟΚΑΜΩΜΕΝΟΙ από την διαρκή προσπάθεια προσποίησης στον εαυτό μας και στους άλλους ευρωπαίους που τυπικά συνδεθήκαμε μαζί τους. Δεν υπήρξε δεσμός, δεν υπήρξε καρδιά, δεν υπήρξε ειλικρίνεια.
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΟΙΤΑΩ ΕΚΕΙ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΥΣΗ, κοιτάω το μοντέρνο σπίτι μου, το σύγχρονο αυτοκίνητό μου, το τέταρτης γενιάς κινητό μου, την γραφιστική τελειότητα της επαγγελματικής μου κάρτας, το υπόλοιπο του λογαριασμού μου στην τράπεζα, το άδειο μου πορτοφόλι, τις μηδαμινές ιδέες μου για το μέλλον.
ΤΑ ΚΟΙΤΑΩ ΟΛΑ ΑΥΤΑ, κοιτάω κάτω, και μετά ξανακοιτάω προς την Δύση. Κλείνω τα μάτια, σκέφτομαι τους δρόμους του Παρισιού, τους πίνακες στο μουσείο Βασίλισσα Σοφία της Μαδρίτης, το οικολογικό τραμ του Στρασβούργου, ένα πολυτελές σουπερμάρκετ στην πρώτη ζώνη της Βιέννης.
ΑΝΤΙΟ ΕΥΡΩΠΗ ΜΟΥ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΑΛΛΟ ΝΑ ΥΠΟΚΡΙΝΟΜΑΙ, δεν μπορώ άλλο να αγκομαχώ. Κουράστηκα να ψάχνω εξιλέωση. Δεν υπάρχει. Ο από μηχανής Θεός σκάλωσε σε κάποιο σύγχρονο οικονομικό δόγμα, οι άνθρωποι μου εδώ απόκαμαν να μετράνε απώλειες, το πολιτισμικό μου αίμα έχει γεμίσει βακτηρίδια. Όχι άλλη μετάγγιση, όχι άλλες πειραματικές θεραπείες, όχι άλλα τοξικά φάρμακα. Θέλω να φύγω. Αυτή είναι η μόνη πράξη αξιοπρέπειας που αντέχω.
ΣΕ ΞΕΓΕΛΑΣΑ, ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΨΕΜΜΑΤΑ, ΣΕ ΑΠΑΤΗΣΑ, γέλαγα σε βάρος σου, σε ζήλευα, σε μίσησα, σε διαολόστειλα. Σε είχα ανάγκη, σε πόθησα, σε ονειρεύτηκα, προσπάθησα να σε κάνω δική μου.
Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΡΚΕΤΗ, ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΜΟΥ ΠΟΛΥ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΑ, το ταμπεραμέντο μου ασύμβατο με τους ρυθμούς της καθημερινότητάς σου, οι αρετές μου ευμετάβολες. Και εσύ πολύ έμπειρη για να καταδεχτείς τέτοιες καταβολές, τόσο ταπεινές και ολίγον βρώμικες από την οκνηρία του μοντέρνου πνεύματος μου και την πλαδαρότητα της βούλησής μου.
Σε χαιρετώ Ευρώπη μου. Λυπάμαι. Adieu.
εμφάνιση σχολίων