«Όταν ο Προύστ συνάντησε τον Φρόιντ». Ή τα βιβλία συναντούν την θεραπεία της ψυχής. Από την ψυχολόγο-ψυχοθεραπεύτρια, Έρα Μουλάκη
Πρόσφατα διάβασα ένα ενδιαφέρον άρθρο της Κέριντουεν Ντόβεϊ (Ceridwen Dovey), συγγραφέας και η ίδια, με τίτλο: «Μπορεί η ανάγνωση να μας κάνει πιο χαρούμενους;». Στο εν λόγω άρθρο, η συγγραφέας κάνει ένα διαδικτυακό ραντεβού με μια βιβλιοθεραπεύτρια η οποία της προτείνει, μετά από συνεδρία και από μια σειρά εκτενών ερωτήσεων, μια λίστα βιβλίων που ανταποκρίνονται στο πρόβλημα της, σύμφωνα με τις αναγνωστικές της προτιμήσεις και την προσωπικότητα της. Εκεί λοιπόν αρχίζει και ο προβληματισμός της, δηλαδή κατά πόσον μπορεί η ανάγνωση βιβλίων να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τον εαυτό μας, να μάθουμε νέες δεξιότητες και να μας κάνει να συνδεθούμε με περισσότερη ενσυναίσθηση με τους άλλους.DOCTV.GR
3 Σεπτεμβρίου 2018
Μια διευκρίνηση: η βιβλιοθεραπεία δεν είναι ψυχοθεραπεία, μπορεί όμως να έχει θεραπευτικά και ευεργετικά αποτελέσματα. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές όπως μαθήματα λογοτεχνίας για φυλακισμένους, ομάδες ανάγνωσης, ή λίστα βιβλίων προσαρμοσμένη στις ανάγκες του καθενός και του προβλήματος που έχει ανακύψει. Ας μην ξεχνάμε και τη μεγάλη γκάμα των βιβλίων αυτοβοήθειας που είναι ευρέως διαδεδομένα.
Η βιβλιοθεραπεύτρια της ιστορίας είναι η Έλλα Μπέρθουντ (Ella Berthoud), που μαζί με την επίσης ένθερμη αναγνώστρια Σούζαν Έλντερκιν (Susan Elderkin), με την οποία γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, αντάλλασσαν για χρόνια τίτλους βιβλίων τα οποία πρότεινε η μια στην άλλη για διαφορετικές περιπτώσεις. Το 2007 πρότειναν στον επίσης συμφοιτητή τους, Αλαίν Ντε Μποττόν -που τότε σκεφτόταν να δημιουργήσει τα σχολεία ζωής (School of Life), τη δημιουργία μιας βιβλιοθεραπευτικής κλινικής. Υποστηρίζουν πως η λογοτεχνία παρέχει μια μεταμορφωτική εμπειρία στους αναγνώστες και πλέον εκπαιδεύουν βιβλιοθεραπευτές σε όλο τον κόσμο. Συνήθως, όπως λένε, απευθύνονται σ’ εκείνους τους ανθρώπους που βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε κάποιο επαγγελματικό μονοπάτι, νιώθουν κατάθλιψη σε κάποια σχέση τους ή βιώνουν πένθος.
Όλοι όσοι αγαπούν το διάβασμα «συνταγογραφούν» καθημερινά στον εαυτό τους διάφορα βιβλία, που πιστεύουν ότι θα τους ανακουφίσουν, θα τους διαφωτίσουν σε σχέση με αυτό που τους απασχολεί ή απλά θα τους βοηθήσουν να ξεχαστούν από την καθημερινότητα. Σύμφωνα με τη θεωρία των μιμητικών νευρώνων, πυροδοτούνται οι ίδιες περιοχές στον εγκέφαλο όταν πράττουμε εμείς οι ίδιοι, όπως και όταν βλέπουμε κάποιον άλλον να πράττει. Σε συνέχεια αυτού, εμφανίστηκαν αρκετές έρευνες που υποστηρίζουν πως η ανάγνωση βοηθάει την κοινωνική αντίληψη των ατόμων αλλά και την έκφραση ενσυναίσθησης.
Από την άλλη, υπάρχουν φωνές όπως αυτή της Σουζάν Κιν (Suzzane Keen) που στο βιβλίο της “Empathy and the Novel”, εμφανίζεται σκεπτική σχετικά με το κατά πόσο η ανάγνωση μάς βοηθάει να γίνουμε πιο αλτρουιστές και να επιδεικνύουμε συμπεριφορές υπέρ του κοινωνικού συνόλου. Για εκείνη, η ανάγνωση παραμένει μια συμπεριφορά που μπορεί εξίσου καλά να ενισχύει την κοινωνική απομόνωση όμως είναι υπέρ αυτής, γιατί λειτουργεί χαλαρωτικά και αποτελεί μια απόδραση από την καθημερινότητα και τις πιέσεις που δεχόμαστε.
Μπορεί η επιστήμη να μην έχει οριστικά αποφανθεί, αλλά το σίγουρο είναι πως τα βιβλία μάς βοηθάνε να μάθουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τους άλλους και σίγουρα μας δίνουν μια νέα οπτική στον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Κάτι τέτοιο κάνει και το βιβλίο του Αλαίν Ντε Μποττόν «Το χρονικό του έρωτα» (εκδόσεις Πατάκη). Ένας άντρας και μια γυναίκα ερωτεύονται στο Εδιμβούργο. Ο Ραμπί και η Κέρστεν. Παντρεύονται, αποκτούν παιδιά.
«Όμως σε καμιά σχέση τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο θέλει το επιμύθιο “και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…”. Είναι ένα μυθιστόρημα για όλα αυτά που συμβαίνουν μετά τη γέννηση του έρωτα, για την αντοχή τους στον χρόνο και πώς την κερδίζει κανείς, για τις μεταλλάξεις των ιδανικών μας από το βάρος της ίδια της ζωής» (από το οπισθόφυλλο).
Από το πώς είναι χωρισμένα τα κεφάλαια καταλαβαίνουμε ότι θα συνοδεύσουμε το ζευγάρι στην πορεία του από τη γνωριμία, στον έρωτα και τον γάμο, στα παιδιά, στα προβλήματα και στο πώς τα ξεπερνούν. Η ροή του κειμένου διακόπτεται για να σχολιάσει ο παντογνώστης αφηγητής συχνά με φιλοσοφική διάθεση και ψυχολογική οξύνοια: «Ο γάμος δεν έχει ως αφετηρία την πρόταση, ούτε καν την πρώτη συνάντηση. Ξεκινάει πολύ νωρίτερα, όταν γεννιέται η ιδέα της αγάπης και, ειδικότερα, το όνειρο της ανεύρεσης μιας αδελφής ψυχής».
Παρακάτω ενώ διαβάζουμε για τις τρυφερές στιγμές του ζευγαριού, ο αφηγητής προσθέτει πινελιές σοφίας: «Οι ιστορίες αγάπης δεν ξεκινούν όταν φοβόμαστε μήπως ο άλλος είναι απρόθυμος να μας ξαναδεί, αλλά όταν αποφασίζει ότι δεν έχει αντίρρηση να μας βλέπει διαρκώς• όχι όταν έχει κάθε ευκαιρία να το βάλει στα πόδια, αλλά όταν υπόσχεται σοβαρά να είναι δίπλα μας, και να αισθάνεται αιχμαλωτισμένος από εμάς για μια ζωή». Όταν νιώσουμε δηλαδή την ασφάλεια της σύνδεσης με τον άλλον, όταν πιστέψουμε ότι θα είναι εκεί για μας όταν τον χρειαστούμε, και όταν νιώσουμε ότι δεν θα μας προδώσει.
Οι περισσότεροι πελάτες που συναντώ έχουν αρκετά ξεκάθαρες απόψεις για το πώς θα ήθελαν να είναι ο/η ιδανικός/η σύντροφος. Ξέρουν τις λεπτομέρειες ενός ρομαντικού ραντεβού και πιστεύουν, με έναν κάπως απλοϊκό τρόπο, πως όταν υπάρχει αγάπη όλα ξεπερνιούνται. «Δείχνουμε να γνωρίζουμε πάρα πολλά για το πώς ξεκινάει ο έρωτας και απερίσκεπτα λίγα για το πώς μπορεί να συνεχιστεί» όπως πολύ εύστοχα προσθέτει ο Μποττόν. Η αλήθεια είναι πως στην πορεία μιας σχέσης, δεν θα καταφέρουν να μην πληγωθούν, θυμώσουν, απελπιστούν, φοβηθούν, ανησυχήσουν και η διαπραγμάτευση όλων αυτών θα είναι η πραγματική ιστορία αγάπης.
Μιλάει για τις προσωπικές παράνοιες, τις εμμονές του καθενός που τείνουμε να θεωρούμε φυσιολογικές π.χ. να είμαστε υπερβολικά συνεπείς στα ραντεβού μας ή αρκετά ακατάστατοι, μόνο που μέσα από την καθημερινή τριβή φτάνουμε με το έτερο ήμισυ στα όρια της τρέλας. Αυτό που λείπει είναι η αλήθεια κάτω από τη συνήθεια, πίσω από την πράξη. Ο φόβος ή η αγωνία που μπορεί να έχουμε μήπως φτάσουμε καθυστερημένοι σε κάποιο ραντεβού. Λείπει η επεξήγηση του βιώματος που μας έμαθε, γιατί πρέπει να κάνουμε τα πράγματα στη ζωή μας με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Με τα λόγια του Μποττόν: «Ω, έλα τώρα!» λέει εκείνη υψώνοντας τη φωνή της για να ακουστεί. «Πες μου τουλάχιστον τι τρέχει». Για να απαντήσει με τη σειρά του: «Άντε γαμήσου. Άσε με ήσυχο». Κάποιες φορές έτσι ακούγεται ο φόβος.
Ένα βιβλίο που απόλαυσα και εύκολα θα πρότεινα σε μια φίλη, σε έναν συνάδελφο αλλά και σε κάποιον πελάτη, γιατί δείχνει την αθέατη πλευρά των σχέσεων με έναν τρυφερό και αποκαλυπτικό τρόπο και δίνει αυτή την άλλη οπτική που μπορεί να είναι λυτρωτική στο γιατί ζούμε όσα ζούμε.
Το δεύτερο είναι ένα βιβλίο για το πώς μπορεί να βιώσει τη θεραπευτική σχέση ένας θεραπευόμενος. Συγκεκριμένα, ο Ορφέας που ερωτεύεται την ψυχαναλύτρια του. Ούσα ψυχοθεραπεύτρια μπορώ μόνο να φαντάζομαι πώς μπορεί να βιώσει κάποιος τη θεραπευτική σχέση, κυρίως όταν προκύπτει έρωτας. Σαφώς και μπορώ να ανατρέξω στη δική μου θεραπευτική πορεία, όμως είχα δυο γυναίκες θεραπεύτριες και δεν υπήρξε κάποια ερωτική μεταβίβαση. Έτσι οι πληροφορίες είναι μόνο από τα επιστημονικά άρθρα για την ερωτική μεταβίβαση και την αντιμεταβίβαση και τα θέματα με την μητέρα που μπορεί να υπεισέρχονται. Ο Σταύρος Ζαφειράκης στο βιβλίο του «Λάττε Ντεκαφεϊνέ» (εκδόσεις Libron), βάζει τον ήρωα του σε ρόλο αναλυόμενου: «Από την πρώτη μέρα είχαμε χημεία, εγώ μιλούσα και αυτή άκουγε. Είχα πολλά να της πω… Η απόφαση να βοηθήσω τον εαυτό μου έμοιαζε απολύτως λογική εκείνη την περίοδο». Είναι μπερδεμένος, με κρίσεις πανικού και ψάχνει τον εαυτό του.
Ο συγγραφέας καταφέρνει να μπει με αρκετή ακρίβεια στις σκέψεις τόσο της θεραπεύτριας όσο και του αναλυόμενου και για αυτό πείθει. «Είναι οι τύψεις άραγε το πιο άχρηστο συναίσθημα; Όχι φυσικά… Είναι η τελευταία αντίσταση του οργανισμού στην αλλαγή της συνήθειας και –αν μη τι άλλο- η συνήθεια είναι το τελευταίο πράγμα που αλλάζει πάνω μας». «Είμαστε εκπαιδευμένοι (σημ. οι ψυχαναλυτές) να φιλτράρουμε, να καταπίνουμε και να αποβάλλουμε τις παθογένειες του κάθε ασθενή». «Η Ισμήνη με άνοιξε εύκολα, χωρίς μεγάλο κόπο. Ήμουν συνεργάσιμος. Ήθελα να θεραπευτώ, να γλιτώσω από όλα αυτά που μου είχαν επιφέρει δυσχέρεια στην καθημερινότητα. Η γυναίκα αυτή ασκούσε ένα είδος διανοητικής μαγείας επάνω μου. Με τον τρόπο της με έκανε ευαίσθητο, ευάλωτο, τρωτό. Αυτό ήταν και ο στόχος, να γκρεμιστεί το κάστρο των παιδικών αγκυλώσεων και να χτιστεί ένα καινούργιο ευέλικτο, γήινο, προσαρμοσμένο στις σύγχρονες απαιτήσεις της κοινωνίας».
Ενώ λοιπόν ακολουθούμε πιστά τη θεραπευτική τους σχέση, στην πορεία εμφανίζεται ο έρωτας. «Τα μάτια της μιλούσαν και σε καθήλωναν. Τη σκεφτόμουν συνέχεια, ακόμη και όταν ταξίδευα μακριά για αναψυχή. Τότε ίσως πιο έντονα. Ήθελα να γυρίσω γρήγορα κοντά της, να τη νιώσω να αναπνέει στη διπλανή πολυθρόνα. Φτάνει που μοιραζόμασταν τον ίδιο αέρα σε εκείνο το μικρό δωμάτιο» και όλα παίρνουν μια νέα τροπή. Η αφήγηση δεν χάνει στιγμή το στοιχείο της μυθοπλασία και της έκπληξης, κάτι που κάνει το βιβλίο ευκολοδιάβαστο.
Συστήνεται σε συναδέλφους -για τα δεινά του επαγγέλματος, με ταυτόχρονο κλείσιμο στο μάτι (γιατί ευτυχώς δεν είναι όλα μια πιστή αποτύπωση της ζωής) και σε όποιον θέλει να διαβάσει μια ιστορία πάθους, τρελού έρωτα ή σκέτο έρωτα, σκέτο τρέλας, και ψυχοθεραπείας.
*Βιβλιογραφία: Dovey, C. – Can reading make you happier? The New Yorker (2015).
Ντε Μποττόν Α. – Το χρονικό του έρωτα. Εκδόσεις Πατάκη (2015).
Ζαφειράκης Σ. – Λάττε Ντεκαφεϊνέ. Εκδόσεις Libron (2017).
Η Έρα Μουλάκη είναι Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια – Οικογενειακή Θεραπεύτρια και Συγγραφέας Παιδικών Βιβλίω. Έχει Master’s degree στην κλινική ψυχολογία με ειδίκευση στην κατάθλιψη.
εμφάνιση σχολίων