Λοιπόν, εγώ, ο Θανάσης Βέγγος, είμαι ενστικτώδης άνθρωπος. Ίσως μέσα μου να μην υπάρχει τίποτε άλλο. Μπαίνω στο πλατό και διαβάζω τη σκηνή που έχω να γυρίσω. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Λέω: η μηχανή εδώ. Αν με ρωτήσεις γιατί εδώ κι όχι εκεί, δεν ξέρω ν' απαντήσω. Αλλά είμαι σίγουρος ότι η μηχανή θα σταθεί εδώ. Αφού τελειώσει η λήψη, δεν θα γυρίσω να κοιτάξω πίσω. Η μηχανή στήθηκε εδώ, πάει και τελείωσε. Αν δω τη σκηνή στην οθόνη, ίσως να μη μ' αρέσει. Την επόμενη φορά η μηχανή θα στηθεί σ' άλλο μέρος. Εκεί που θα 'μαι σίγουρος, χωρίς να ξέρω γιατί, ότι πρέπει να στηθεί».
«Οι καλύτερες στιγμές μου στο σινεμά γυρίστηκαν χωρίς σενάριο. Η αρχή του Δρα Ζιβέγγου, το ξύρισμα με το playback του Κουρέα της Σεβίλλης στο Ασύλληπτο Κορόιδο, η σκηνή με το γραμμόφωνο στην Περαία, στο Επιχείρηση Γης Μαδιάμ, είναι γυρισμένες με μια μηχανή στο χέρι. Αυτή η μηχανή πρέπει να' ναι τρελή σαν τον Θανάση. Πέφτω στη θάλασσα, ανεβαίνω στους στύλους, κρεμιέμαι απ' τα κεραμίδια, ό,τι έχει σημασία είναι ο Θανάσης. Αυτή είναι η απεικόνιση -όχι η προσφορά, δεν πιστεύω πως υπάρχει κάτι τέτοιο- ενός ανθρώπου που εκφράζει τις ανησυχίες μου».
«Έτρεχα σε όλη μου τη ζωή με 300... Αλλά δεν έκοψα ποτέ το νήμα γιατί συνεχώς μου το μετακινούνε. Όλο πλησίαζα και όλο μου το πήγαιναν λίγα μέτρα πιο κει...».
«Δεν είχα ποτέ φιλοδοξία να γίνω καλός ηθοποιός. Ήθελα να είμαι δουλευταράς. Να δουλεύω με ταχύτητες μεγάλες».
«Δεν έχω κανένα ταλέντο. Μόνο αυτή τη φάτσα, που, κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είν' αποτυπωμένη όλ' η μιζέρια, όλ' η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα. Κάποιο βράδυ με πλησιάζει εξ' απ' το σινεμά ένας γέρος. “Καλέ μου άνθρωπε”, μου λέει, “είμαι συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου τις ταινίες σου. Σ' ευχαριστώ. Μόλις βγαίνω απ' το σινεμά έχω ξαλαφρώσει για τρεις μέρες”. Αυτό το καλέ μου άνθρωπε έγινε σήμα κατατεθέν του Θανάση. Έτσι, αγαπητέ, φτιάχτηκε σιγά σιγά ο Θανάσης. Παρατηρώντας τους ανθρώπους μέσα στον χώρο που κινούνται. Στις λαϊκές αγορές, στις γειτονιές, στα σινεμά κ.λπ. Είναι ψέμα να ισχυριστώ πως δεν απευθύνομαι σ' αυτούς».
«Κάτι είχε η φάτσα μου που έφερνε τον άλλον κοντά μου. Ίσως, όταν έπεφτε η ματιά τους επάνω μου, ήξεραν ότι είμαι ένας πολύ εντάξει άνθρωπος. Υπήρξαν και άνθρωποι που επέμεναν να με αποκαλούν «κύριε Βέγγο». Ε, εκεί γινόμουν έξω φρενών! Μα, Θανάση με λένε! Είναι δυνατόν να με φωνάζετε κύριε Βέγγο; Ένας λαϊκός άνθρωπος ήμουν».
«Βλέπω πολύ σινεμά. Έξι με εφτά ταινίες τη βδομάδα. Δεν γίνεται αλλιώς, εκεί μέσα καταλαβαίνεις καλύτερα τα πράγματα. Παίζω στο θέατρο επειδή έχω ανάγκη από λεφτά. Τίποτα δεν με συγκινεί εκεί».
«Είμαι δύσκολος στις σχέσεις μου. Δεν είμαι κοινωνικός τύπος. Ούτε μπορώ να ζω όπως η Λάσκαρη, με δυο δημοσιογράφους στο κατόπι. Δεν μπορώ να συνεννοηθώ εύκολα με τους ανθρώπους, αν δε μου εμπνέουν εμπιστοσύνη».
«Προσπαθώ να τελειώνω τις δουλειές μου πριν με πάρουν είδηση. Σου δίνουν το σενάριο και μόλις ακούσουν πως θα το κοιτάξει κάποιος ειδικός, να το διασκευάσει για το σινεμά, φριάζουν, ωρύονται, σου λένε ”αυτός ο άσχετος θα πιάσει το σενάριό μου;”. Καταλαβαίνεις, με τέτοια νοοτροπία δεν μπορείς να κάνεις εύκολα ό,τι θέλεις.
Οι ιδέες όμως πάντα είναι δικές μου, μέσα απ' τον ελληνικό χώρο. Κανένας μέχρι τώρα δεν μ' έχει πει Κύριε Βέγγο. Για όλους είμαι ο Θανάσης».
«Αυτό που δεν αντέχω περισσότερο είναι η υποκρισία και η ψυχική μιζέρια. Αυτό, το εσωτερικό στρίμωγμα στους ανθρώπους».
«Από τη ζωή μου κρατώ το ότι με αγάπησαν 4 εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις. Νομίζω ότι δεν θα είναι παραπάνω».
Αποσπάσματα από τη συνέντευξη του Θανάση Βέγγου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος, τεύχος 13, Μάρτιος-Απρίλιος-Μάιος 1971 και από συνέντευξη που έδωσε στην Μαρία Κατσουνάκη για την Καθημερινή. Ο Θανάσης Βέγγος (29 Μαΐου 1926 - 3 Μαΐου 2011) ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός. Είχε παίξει σε 126 ταινίες, σε 52 από τις οποίες ως πρωταγωνιστής, και είχε σκηνοθετήσει (πρωταγωνιστώντας ταυτόχρονα) ακόμη επτά ταινίες. Θεωρείται ένας από τους πιο δημοφιλείς κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ μέχρι και το τέλος της ζωής του συνέχιζε να εμφανίζεται σε ταινίες, στην τηλεόραση και στο θέατρο. Ήταν γνωστός και ως ο «Καλός μας άνθρωπος».