11 ποιήματα του Αργεντινού συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες
DOC TV
2 Ιουλίου 2014
Να κοιτάς το ποτάμι που είναι χρόνος και νερό
και να θυμάσαι πως ο χρόνος είναι πάλι ένα ποτάμι,
να ξέρεις πως πλανιόμαστε σαν το ποτάμι
και οι μορφές μας χάνονται σαν το νερό.
Να νιώθεις πως η αγρύπνια είναι ένας άλλος ύπνος
όπου ονειρεύεσαι πως δεν κοιμάσαι, κι ότι ο θάνατος
που η σάρκα μας τον τρέμει, είναι ο ίδιος θάνατος
που κάθε νύχτα μάς φαίνεται ύπνος.
Να βλέπεις πως η μέρα ή ο αιώνας είναι σύμβολο
της κάθε μέρας του ανθρώπου και του χρόνου
του, να μεταλλάσσεις την επιδρομή του χρόνου,
σε μουσική, σε ψίθυρο και σύμβολο.
Να βλέπεις πως ο θάνατος είναι ύπνος, το δειλινό
ένα χρυσάφι μελαγχολικό, αυτή είναι η ποίηση
η αθάνατη κι ασήμαντη. Μα η ποίηση
ξανάρχεται σαν την αυγή και σαν το δειλινό.
Καμιά φορά τα βράδια, ένα πρόσωπο
μας κοιτάει από τα βάθη ενός καθρέφτη
η τέχνη πρέπει να ‘ναι σαν και τούτο τον καθρέφτη
που μας αποκαλύπτει το ίδιο μας το πρόσωπο.
Λένε πως ο Οδυσσέας, χορτασμένος στα θαύματα,
έκλαψε από αγάπη μόλις φάνηκε η Ιθάκη
χλωρή και ταπεινή. Η τέχνη είναι τούτη η Ιθάκη
η αιώνια χλωρή – κι όχι τα θαύματα.
Κι ακόμα, είναι όπως το αέναο ποτάμι
που κυλάει και στέκεται και μέσα του αντιφεγγίζει ο ίδιος
ο Ηράκλειτος, που συνεχώς αλλάζει κι είναι ο ίδιος
και ταυτόχρονα άλλος, έτσι ακριβώς, όπως και το αέναο ποτάμι.
Ηράκλειτος
Το δεύτερο μισοσκόταδο.
Η νύχτα που βαθαίνει μες στον ύπνο
Η κάθαρση κι η λησμονιά.
Το πρώτο μισοσκόταδο.
Το πρωινό που ήταν αυγή.
Η μέρα που ήταν πρωί.
Η πλούσια μέρα που θα καταλήξει σε μια χαμένη βραδιά.
Το δεύτερο μισοσκόταδο.
Η νύχτα – τούτο το άλλο ένδυμα του χρόνου.
Η κάθαρση κι η λησμονιά.
Το πρώτο μισοσκόταδο…
Το φευγαλέο ξημέρωμα και, καθώς ξημερώνει,
η αγωνία του Έλληνα.
Τι υφάδι είναι τούτο
του είναι του θα ‘ναι και του ήταν;
Και ποιο είναι τούτο το ποτάμι
που μέσα του κυλάει ο Γάγγης;
Τι είναι τούτο το ποτάμι
που την πηγή του δεν αντέχεις καν να φανταστείς;
Τι είναι τούτο το ποτάμι
που παρασέρνει ξίφη και μυθολογίες;
Είναι ανώφελο να κοιμηθώ.
Κυλάει μες στον ύπνο, στην έρημο, στα υπόγεια.
Με παρασέρνει το ποτάμι και το ποτάμι τούτο είμαι εγώ.
Είμαι από μια ύλη από αινιγματικό χρόνο
που συνεχώς μεταβάλλεται.
Ίσως η πηγή να βρίσκεται μέσα μου
Ίσως απ’ τη σκιά μου
να αναβλύζουν οι μέρες: ανελέητες και φανταστικές.
Εσύ
Μονάχα ένας άνθρωπος γεννήθηκε, μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε σ’ ολόκληρη τη γη.
Υποστηρίζοντας το αντίθετο, κάνεις απλώς στατιστική, μια ανέφικτη προέκταση.
Ανέφικτη, σα να εξισώνεις τη μυρουδιά της βροχής με το χτεσινοβραδινό σου όνειρο.
Ο άνθρωπος αυτός είναι ο Οδυσσέας, ο Άβελ, ο Κάιν, ο πρώτος άνθρωπος
που ταξινόμησε τους αστερισμούς, ο άνθρωπος που ύψωσε την πρώτη
πυραμίδα, αυτός που έγραψε τα εξάστιχα του βιβλίου των Αλλαγών,
ο σιδεράς που χάραξε τα ρουνικά στο σπαθί του Χένγκιστ,
ο τοξότης Έιναρ Ταμπάρσκελβερ, ο Λουίς δε Λεόν, ο βιβλιοπώλης
που γέννησε τον Σάμιουελ Τζόνσον, ο κηπουρός του Βολτέρου,
ο Δαρβίνος στην πλώρη του Beagle, ένας εβραίος στο θάλαμο αερίων
και, με τον καιρό, εσύ κι εγώ.
Μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε στην Τροία, στον Μέταυρο, στο Άιστινγκς,
στο Αούστερλιτς, στο Τραφάλγκαρ, στο Γκέτισμπεργκ.
Μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε στα νοσοκομεία, στα καράβια, σ’ αβάσταχτη
ερημιά ή στην κρεβατοκάμαρα της συνήθειας και της αγάπης.
Μονάχα ένας άνθρωπος κοίταξε την απέραντη αυγή.
Μονάχα ένας άνθρωπος ένιωσε στον ουρανίσκο του
τη δροσεράδα του νερού, τη γεύση των καρπών και της σάρκας.
Μιλάω για τον ένα, τον μοναδικό, αυτόν τον πάντα μόνο.
Είμαι
Είμαι αυτός που ξέρει πως άδικα παλεύει
σαν κι εκείνον που κοιτάζει μάταια
μέσα στον σιωπηλό, κρυστάλλινο καθρέφτη
κι ακολουθεί την αντανάκλαση
ή το σώμα (το ίδιο κάνει) του όμοιού του.
Είμαι, σιωπηλοί μου φίλοι,
αυτός που ξέρει πως άλλη τιμωρία
από τη λησμονιά δεν υπάρχει
ούτε κι άλλη συγγνώμη.
Κάποιος θεός έδωσε στο ανθρώπινο μίσος
τούτη την παράξενη δικλείδα.
Είμαι κείνος που, μ’ όλες τις φοβερές παραπλανήσεις του,
ποτέ δεν μπόρεσε ν’αποκρυπτογραφήσει
τον απλό και μαζί πολλαπλό,
αδιάβατο λαβύρινθο του χρόνου, που ανήκει
ταυτόχρονα σε έναν και σ’ όλους.
Είμαι κάποιος που δεν είναι κανένας,
εκείνος που στον πόλεμο δεν έπιασε σπαθί.
Είμαι αντίλαλος, λήθη, τίποτα.
Εγώ
Το κρανίο, η μυστική καρδιά
οι αόρατοι δρόμοι του αίματος,
οι υπόγειες στοές του Πρωτέα ύπνου,
σπλάχνα, αυχένας, σκελετός.
Είμαι όλα τούτα. Είναι απίστευτο
αλλά είμαι ακόμα κι η ανάμνηση ενός σπαθιού,
κι η μνήμη ενός ήλιου μοναχικού που βασιλεύει,
σκορπίζει και γίνεται χρυσαφένια σκιά, κι έπειτα χάνεται.
Είμαι κείνος που κοιτάει απ’ το λιμάνι τις πλώρες,
είμαι τα σπάνια βιβλία, οι σπάνιες
γκραβούρες με τη φθορά του χρόνου.
Είμαι εκείνος που φθονεί αυτούς που ‘χουν πεθάνει.
Το πιο παράξενο είναι να είμαι κάποιος που συνταιριάζει
λέξεις, σ’ ένα δωμάτιο κάποιου σπιτιού.
Ενύπνιον
Σε κάποιον τόπο έρημο του Ιράν, βρίσκεται ένας πέτρινος πύργος όχι
και πολύ ψηλός, χωρίς πόρτα, ούτε παράθυρο. Στο μοναδικό του
δωμάτιο (με χώμα στο πάτωμα και σχήμα κυκλικό) υπάρχει ένα ξύλινο
τραπέζι κι ένας πάγκος. Σ’ αυτό το κυκλικό κελί, ένας άνθρωπος που
μου μοιάζει γράφει με μια γραφή ακατανόητη ένα μακρύ ποίημα
για κάποιον που σ’ ένα άλλο κυκλικό κελί γράφει ένα ποίημα για
κάποιον που σ’ ένα άλλο κυκλικό κελί… Αυτή η πορεία δεν τελειώνει
πουθενά και κανένας δε θα μπορέσει να διαβάσει τι γράφουν οι έγκλειστοι.
Ο ποιητής διακηρύσσει τη φήμη του
Ο κύκλος τ’ ουρανού μετράει τη δόξα μου
οι βιβλιοθήκες της Ανατολής διεκδικούν τους στίχους μου,
οι εμίρηδες με ψάχνουν για να με βουτήξουν στο χρυσάφι,
οι άγγελοι έχουν κιόλας το τελευταίο μου ποίημα αποστηθίσει.
Τα σύνεργα της δουλειάς μου είναι η περιφρόνηση και η αγωνία
μακάρι να γεννιόμουν πεθαμένος.
Ένας αναγνώστης
Άλλοι, ας καυχηθούν για τις σελίδες που έχουν γράψει,
εγώ είμαι περήφανος για κείνες που έχω διαβάσει.
Μπορεί να μην υπήρξα φιλόλογος,
ή να μην έχω ερευνήσει τις πτώσεις, τις εγκλίσεις τις δύσκολες
μεταφωνίες των γραμμάτων,
το δέλτα που μετατρέπεται σε ταυ
την ισοδυναμία του χι με το κάπα,
αλλά, χρόνο με το χρόνο, μ’ έχει κυριέψει
ένα πάθος για τη γλώσσα.
Τις νύχτες μου γεμίζει ο Βιργίλιος,
έχοντας μάθει κάποτε και έχοντας ξεχάσει τα λατινικά
μένει κάποιο όφελος, γιατί η λησμονιά
είναι μία από τις πλευρές της μνήμης, το αχανές κελάρι της,
η άλλη όψη, η μυστική, του νομίσματος.
Και καθώς έσβηναν από τα μάτια μου
οι πρόσκαιρες αγαπημένες μορφές,
τα πρόσωπα, οι σελίδες,
αφοσιώθηκα στη μελέτη της δύσκαμπτης γλώσσας
που χρησιμοποιούσαν οι προγονοί μου τραγουδώντας
για σπαθιά και μοναξιές,
και τώρα, ύστερα από εφτά αιώνες,
από την Έσχατη Θούλη,
φτάνει ως εμένα η φωνή σου, Σνόρι Στούρλουσον.
Ο νέος, ανοίγοντας το βιβλίο, σπουδάζει έναν συγκεκριμένο
κλάδο ζητώντας να αποκομίσει μια επακριβή γνώση.
Στην ηλικία τη δική μου, κάθε τέτοιο τόλμημα είναι
μια περιπέτεια που αγγίζει τα όρια της απόγνωσης.
Δεν θα μπορέσω ποτέ ν΄αποκρυπτογραφήσω τις πανάρχαιες γλώσσες του Βορρά,
κι ούτε να βυθίσω τα άπληστα χέρια μου στο χρυσάφι του Σίγκουρντ.
Το έργο που αναλαμβάνω είναι ανεξάντλητο
και θα με συντροφέψει μέχρι τέλους,
πάντα εξίσου αινιγματικό καθώς το σύμπαν
ή και καθώς εγώ, ο αρχάριος.
Δεν είσαι οι άλλοι
Δε θα σε γλιτώσουν όσα άφησαν γραμμένα
όλοι εκείνοι που ικέτευε ο φόβος σου,
δεν είσαι οι άλλοι και το βλέπεις τώρα
πως είσαι στο κέντρο του λαβυρίνθου που χαράζουν
τα βήματά σου. Δε σε γλιτώνει η αγωνία
του Ιησού ή του Σωκράτη, ούτε κι ο κραταιός
χρυσαφένιος Σιντάρτα, που δέχτηκε το θάνατο
κάποιο απόβραδο, μέσα στον κήπο.
Και είναι σκόνη η λέξη που έγραψε το χέρι του ή τα λόγια
που πρόφεραν τα χείλη σου. Δεν έχει οίκτο η Μοίρα
κι η νύχτα του Θεού τέλος δεν έχει.
Το υλικό σου είναι ο χρόνος , ο αέναος χρόνος.
Είσαι μία μία η κάθε στιγμή.
Οι δίκαιοι
Κάποιος που καλλιεργεί τον κήπο του όπως θα το ‘θελε ο Βολτέρος.
Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί στον κόσμο υπάρχει μουσική.
Αυτός που ανακαλύπτει με χαρά μια ετυμολογία.
Δύο πελάτες που σε κάποιο καφενείο παίζουν το σιωπηλό τους σκάκι.
Ο πηλοπλάστης που προκαθορίζει ένα σχήμα ή ένα χρώμα.
Ο στοιχειοθέτης που στήνει όμορφα τούτο το κείμενο και που ίσως δεν τ’ αρέσει.
Μια γυναίκα κι ένας άντρας που διαβάζουν μαζί τις τελευταίες στροφές ενός ποιήματος.
Κάποιος χαϊδεύοντας ένα ζωάκι που κοιμάται.
Κείνος που συγχωρεί ή θέλει να συγχωρέσει το κακό που του ‘γινε.
Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί σ’ αυτό τον κόσμο έζησε ο Στήβενσον.
Κάποιος που προτιμά να ‘χουν δίκιο οι άλλοι.
Οι άνθρωποι αυτοί, που μεταξύ τους δεν γνωρίζονται, έχουν σώσει τον κόσμο.
Κάποιος θα ονειρευτεί
Τι θα ονειρευτεί το ανεξιχνίαστο μέλλον; Θα ονειρευτεί πως ο Αλόνσο Κιχάνο
θα μπορούσε να είναι ο Δον Κιχότης χωρίς ν’ αφήσει το χωριουδάκι
και τα βιβλία του. Θα ονειρευτεί πως μια βραδιά του Οδυσσέα
μπορεί να είναι πλουσιότερη από το ποίημα που αφηγείται
τους άθλους του. Θα ονειρευτεί ανθρώπινες γενιές που δεν θα
αναγνωρίσουν το όνομα του Οδυσσέα. Θα ονειρευτεί όνειρα
πιο ξεκάθαρα από τη σημερινή αγρύπνια. Θα ονειρευτεί
ότι μπορούμε να κάνουμε θαύματα και δεν τα κάνουμε,
γιατί θα είναι πιο πραγματικό το να τα φανταστούμε.
Θα ονειρευτεί κόσμους τόσο έντονους που η φωνή ενός
και μόνο απ’ τα πουλιά τους θα μπορούσε να σε σκοτώσει.
Θα ονειρευτεί πως η λήθη και η μνήμη θα γίνονταν πράξεις
εκούσιες, όχι επιδρομές ή δωρεές της τύχης. Θα ονειρευτεί
πως βλέπουμε με ολόκληρο το σώμα, όπως ήθελε ο Μίλτον
μες στο σκοτάδι αυτών των ευαίσθητων σφαιρίδιων, των ματιών.
Θα ονειρευτεί έναν κόσμο χωρίς μηχανές και δίχως τούτο
το εύθραυστο μηχάνημα, το σώμα. Η ζωή δεν είναι όνειρο,
θα μπορούσε όμως να φτάσει σε σημείο να γίνει όνειρο, γράφει ο Νοβάλις.
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (24 Αυγούστου 1899-14 Ιουνίου 1986) ήταν Αργεντινός συγγραφέας και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές του 20ού αιώνα. Παρόλο που είναι πιο γνωστός για τα διηγήματά του, όπου κυριαρχεί το στοιχείο του φανταστικού), ο Μπόρχες ήταν επίσης δοκιμιογράφος, ποιητής και κριτικός.
εμφάνιση σχολίων