Αυτό το καλοκαίρι ποιος θα το πάρει; Ποιοι μας αγαπάνε; 8 beat ποιήματα του Θωμά Γκόρπα
DOCTV.GR
23 Ιουλίου 2019
Αυτό το καλοκαίρι ποιος θα το πάρει;
Ποιοι μας αγαπάνε;
Κλειστό μαγαζί
κλειστό μαγαζί της αγάπης.
Κι αυτό το καλοκαίρι φέρνει για μένα μπάνια
σ’ αχρησιμοποίητες ακρογιαλιές
θαλασσινά ναπολιτάνικα φαγιά, μπύρες, ουίσκια
άγρια εκμετάλλευση εχθρών και φίλων
αποκρουστικά ξενύχτια σε ντεκόρ ποιητικά κι ευχάριστα.
Είμαι κουρασμένος πολύ κουρασμένος μέσα
πώς θέλετε να το δείτε, ανοίξτε με να το δείτε
έχω όμως κουράγιο
αδυνατώ να επιχειρήσω με πνεύμα επιχειρησιακό την ηλικία μου
αδυνατώ να πιστέψω πως αγάπησε έστω κι ένας έως τώρα
αδυνατώ να βρω μια σκοπιμότητα στην τέχνη
εκτός της σκοπιμότητος πως πρέπει να ζήσει κι αυτή
όπως τόσα άλλα ωραία ή χαμερπή αδιάφορο…
Σου λέω: Θέλω να γείρω… να ξεκουραστώ… να γείρω…
να μάθω πάλι να μετράω τ’ άστρα χωρίς να χάνω και τον ουρανό
να ξαναγίνω θαυμαστής του ηλιοβασιλέματος
να λαχταράω το τσιγάρο ενώ δεν το έχω μάθει ακόμα.
Σου λέω: Εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω θέλω
ν’ αγαπήσω κάτι επιτέλους που το ξέρω.
Αναπόληση
Θα καταργήσω τον ουρανό, θα καταργήσω τη γη
και θ’ αφήσω μόνο ένα ουζερί
για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό
κι εσύ να περνάς απ’ έξω.
Εμείς
Πιθανόν εμείς να πέφτουμε έξω μ’ όλα αυτά τα φτηνά μας γούστα
που τα πληρώνουμε πανάκριβα για τα μπουζούκια
και τα παρεμφερή ωραία πράγματα…
Πιστεύω να υπάρξει ένας παράδεισος και για μας
γεμάτος ανυπολόγιστα φιλιά, τσιγάρα, καφέδες και κρασιά, κουτούκια
και ταξιά, έρημες μεταμεσονύχτιες πλατείες, κλειστά μαγαζιά
κλειστά παράθυρα κι από πίσω οι καλές γυναίκες μόνες
ή με τον άντρα τους και γι’ αυτό δυο φορές μόνες…
Αγάπες
Φύσημα των δέντρων σβήσιμο του κύματος
άναμμα των φώτων σε πόλεις παραλιακές
ωραία πράγματα στον τοίχο, ωραία κι ανώνυμα
παρηκμασμένα μαγαζιά, έρημοι σιδηροδρομικοί σταθμοί
τυχαία ταξίδια μαγικά σ’ αγνοημένα μέρη επαρχιακά.
Η Ποίηση
Μνήμη Δημήτρη Χριστοδούλου
Το χειρότερο και το καλύτερο στη ζωή ποιητή
Να χτίζεις για τους άλλους πύργους και παλάτια
Παίρνοντας πέτρα απ’ το νταμάρι της καρδιάς σου
Σκαμμένης απ’ τα χαμόγελα τα πάρε και τα δάκρυα
Παίρνοντας χρώμα και γυαλί απ’ την μεγάλη σου αγάπη
Που γίνεται βράδι πρωί κομμάτια… Πατάρι
Ανάμεσα από καφέ εσπρέσο και ντουμάνια
Οι νέοι ποιητές σκαλίζουν στην καρδιά του κόσμου
Για φρέσκους δρόμους για φρέσκα λιμάνια
Κάποτε τέλειωσε αυτή η ιστορία
κ’ οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
τόσοι πουλάν στην αγορά όσο τα τελευταία τους ρετάλια
τόσοι αγοράζουν γιατρικά πανάκριβα για μια ποίηση ξεγραμμένη πια
οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν
κ’ οι φίλοι…
Φιλοδοξίες
Θέλω να γράψω για το φασισμό στην άσφαλτο
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια
σαγηνευτικά και ρουμελιώτικα κοκορετσάδικα!
Θέλω να γράψω για τον έρωτα του αυτοκινήτου
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια
μεθυσμένα κάρα, μεθυσμένα κι αργοκίνητα.
Θέλω να γράψω για τους προοδευτικούς διανοούμενους
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια
χρόνια πριν απ’ το ’20 όταν ο Βάρναλης
ήταν ωραίος μπεκρής τραμπούκος και βασιλόφρονας…
Βροχή Εικόνων
Στον Ζακ Πρεβέρ
Μου φεύγουν οι λέξεις σαν πρωινά πουλιά, ξαναγυρίζουν το βράδι
Κατεβαίνουν την πλαγιά αρνιά, το βέλασμά τους γίνεται χάδι για Την καρδιά.
Πουλιόνται φτερά στην αγορά μα εγώ μαραζώνω
δεν έχω λεφτά ούτε για τα τσιγάρα μου που λέμε ούτε ψεύτικα κατοχικά
Που τα έδιναν τότε στα παιδιά να παίζουν για να μην κλαίνε.
Παλιώνουν οι φίλοι παλιώνουν οι καημοί της μάνας μου τα μαγαζιά
Όλα παλιώνουν σ’ αυτόν τον ψεύτη ντουνιά έξον απ’ τα τραγούδια
και μερικές γυναίκες γυμνές μέσα τους.
Πέταλα καρδιές πουλιών ούζα και πρώτα φώτα με το σούρουπο
τα τελευταία λόγια στην αγάπη το μαχαίρι τα γιαχαρά και ή μαχαιριά.
Ένα χαμάλης κάνει το τελευταίο του θέλημα
εσύ χτυπάς το στήθος σου και εγώ Καπνίζω…
Νταλκάδες
Στον Ανδρέα Εμπειρίκο
Η Ποίηση είναι ένας δρόμος σπαρμένος με καρφιά
είναι μια στρατιά καρφιά όπου φιλοξενούν στο ρετιρέ τους ρόδα.
Εσύ δεν είσαι καμωμένη από ρόδα δεν είσαι καρφί
αλλά μια απελπισμένη άγνωστη παραλία που έχασε για πάντα
κολυμβητάς και βάρκες και ψαρέματα και τα ελάχιστα εκείνα μοναδικά ζευγάρια
τα τόσο ευχαριστημένα και θλιμμένα.
Όταν με κυνήγαγε η πολιτική με κυνήγαγες κ’ εσύ.
Τώρα που σε κυνηγάω εγώ έγινα σαν την πολιτική
και ίσως πλέον αφόρητος και πλέον ανελέητος απ’ αυτήν.
Σ’ αγαπάω σημαίνει τρυπάω με καρφίτσα παλιά σύννεφα και πέφτει βροχή.
Μαζεύω τη βροχή όπως μια κόρη μαζεύει παπαρούνες στον αγρό.
Μεταξύ των σπλάχνων μου και των χειλιών μου συναντάω πάλι τη λέξη πλάγια
αλλά αυτή από καιρό δεν είναι λέξη πια αλλά τα μαλλιά σου
ή φωτιά συνθλιβομένη από φορμαρισμένα ερωτικά φύλλα χείλη δροσιάς.
Ο Θωμάς Γκόρπας (20 Οκτωβρίου 1935 - 1 Απριλίου 2003) ήταν Έλληνας ποιητής και δημοσιογράφος. Πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής στο περιοδικό Ο Λογοτέχνης, τον Ιανουάριο του ‘57, με το ποίημα «Αθήνα 1956, οδός Αθηνάς». Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Σπασμένος καιρός» εκδόθηκε το ίδιο έτος. Υπήρξε συντάκτης στις εφημερίδες Ανεξάρτητος Τύπος, Μεσημβρινή, Εξπρές, Νέα Πολιτεία και σε περιοδικά (Ο Λογοτέχνης, Η Τέχνη στην Αθήνα κ.ά.). Το 1979 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Μπιτ στην Όστια της Ρώμης. Τελευταίο του βιβλίο ήταν το 1995 το «Ισιδώρα! Ισιδώρα! Ο τραγικός έρωτας της Ντάνκαν με τον ποιητή Γεσένιν» εκδ. Γαβριηλίδης.
εμφάνιση σχολίων